Ο κορυφαίος επόπτης της Ε.Ε. αντιπαρατίθεται στα σχέδια Deutsche Bank-Commerzbank
Μεγαλύτερη διαφάνεια από την πλευρά των εποπτών ζήτησε ο νέος πρόεδρος του SSM Andrea Enria, που προσεγγίζει τουλάχιστον με μία επιφυλακτικότητα το νέο σχήμα που πάει να δημιουργηθεί μεταξύ Deutsche Bank και Commerzbank. Ο ίδιος επισημαίνει μετ’ επιτάσεως τον κορυφαίο κίνδυνο που υφίσταται από τη μη διασπορά κινδύνου στις επενδύσεις των τραπεζών, κυρίως σε κρατικά ομόλογα (σ.σ.: θέμα το οποίο ασφαλώς αφορά έντονα τις ελληνικές τράπεζες). Είναι χαρακτηριστικό, όπως λέει, πως σε κάποιες τράπεζες τα κρατικά ομόλογα ανέρχονται 10 φορές τα κεφάλαιά τους Core Tier Ι, κάτι που δεν αποτελεί επιθυμία του επόπτη. Και όλα αυτά στην πρώτη του συνέντευξη-ποταμό που παραχώρησε ο επόπτης στους «Financial Times» από τη στιγμή που ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα.
Ο κορυφαίος οικονομικός επόπτης της Ευρωζώνης επικρίνει λοιπόν τη δημιουργία εθνικών ή ευρωπαϊκών πρωταθλητών, θέτοντας ενδεχομένως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε μια πορεία σύγκρουσης με τις προσπάθειες του Βερολίνου να προστατεύσει τον τραπεζικό της κλάδο μέσω της συγχώνευσης των δύο μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της Γερμανίας.Remaining Time-0:07FullscreenUnmute
«Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η ιδέα των εθνικών πρωταθλητών, των πρωταθλητών Ευρώπης» τόνισε.
Ο κ. Ενρία αρνήθηκε να σχολιάσει συγκεκριμένα τα σχέδια της Deutsche και της Commerzbank, σύμφωνα με την πολιτική του SSM, ώστε να μη σχολιάζει τις μεμονωμένες τράπεζες.
Η αντιπολίτευση του SSM για τη δημιουργία «πρωταθλητών» αντικατοπτρίζει αυτή της Margrethe Vestager, επιτρόπου της Ε.Ε. για τον Ανταγωνισμό, που φέτος εμπόδισε μια προτεινόμενη γαλλο-γερμανική συγχώνευση μεταξύ των κατασκευαστών αμαξοστοιχιών Siemens και Alstom.
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης βρίσκονται σε λιγότερο κρίσιμη κατάσταση από ό,τι κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά αγωνίζονται να συμβαδίσουν σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης με τα αμερικανικά και ασιατικά πιστωτικά ιδρύματα. Ο ίδιος χαρακτήρισε ως πρόβλημα το ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν θεωρούνταν «ελκυστικές επενδυτικές προτάσεις», επέμεινε δε ότι ο κλάδος των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της περιοχής πρέπει να παραμείνει ανοικτός στον ανταγωνισμό.
Η ρυθμιστική αρχή δήλωσε ότι αναμένει άλλες 7 μεγάλες τράπεζες και ότι 17 μικρότερα ιδρύματα θα υπόκεινται στην εποπτεία του SSM, καθώς μεταφέρονται από το Λονδίνο λόγω Brexit. Αναμένεται λοιπόν ότι θα προστεθεί περίπου 6% στα 21,2 τρισ. ευρώ ενεργητικού υπό την επίβλεψη του SSM.
Ο κ. Enria αντιμετώπισε την κριτική του χρηματοπιστωτικού κλάδου σχετικά με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ, λέγοντας ότι «οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε επιτοκιακό περιβάλλον» και ότι το φθηνό κόστος δανεισμού βοήθησε να κερδηθεί χρόνος στην περιοχή για την αντιμετώπιση του μεγάλου αποθέματος των επισφαλών δανείων. «Σε κάποιο βαθμό είμαι ευτυχής που έχουμε ακόμα αυτό το παράθυρο, για να επιτρέψουμε περισσότερο χώρο στις προσαρμογές» είπε.
Διαφανέστερη πολιτική από την πλευρά των εποπτών προτείνει ο κ. Enria, και είναι ο πρώτος στους εποπτικούς μηχανισμούς που θέτει ένα τέτοιου είδους θέμα. Επιθυμία του αποτελεί να δώσει στις τράπεζες μια πολύ σαφέστερη εικόνα του τρόπου με τον οποίο ο SSM προτίθεται να εφαρμόσει κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν τι πρέπει να κάνουν οι μεμονωμένες τράπεζες, πέρα του τι προβλέπουν οι βασικοί εποπτικοί κανόνες.
Ο κορυφαίος επόπτης εντοπίζει ένα εξαιρετικά κρίσιμο θέμα για τις τράπεζες. Όπως λέει: «Παρά τα 19 κράτη-μέλη που μοιράζονται ένα νόμισμα, είναι ασυνήθιστο για τους πολίτες αλλά και για τις τράπεζες να αφιερώνουν σημαντικούς πόρους εκτός της εγχώριας αγοράς τους».
Οι τράπεζες αποτυγχάνουν να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιο ομολόγων τους και δημιουργούν μια «διπλή θηλιά» όπου η οικονομική και χρηματοπιστωτική αδυναμία προκαλεί έναν φαύλο κύκλο που τσακίζει τις τράπεζες και επιδεινώνει τα δημόσια οικονομικά.
«Την τελευταία φορά που είδα τα στοιχεία, το ύψος των επενδύσεων σε εγχώρια ομόλογα έφθανε 10 φορές το κεφάλαιο Core Tier I».