Τι προβλέπεται για την αποζηµίωση από το Δημόσιο προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη ύποπτος/κατηγορουµένος εξαιτίας της προσβολής του τεκµηρίου αθωότητας
Σημαντικές διατάξεις σχετικά με το τεκμήριο αθωότητας και την προστασία του στην Ελλάδα περιλαμβάνει ο πρόσφατος Νόμος 4596/2019.
Ο εν λόγω νόμος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μία σειρά διατάξεων για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2016/343 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση η Οδηγία στην πραγµατικότητα αποβλέπει στην ενσωµάτωση κωδικοποιηµένης της νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών – μελών.
Ποιους αφορά και πότε παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας
Οι διατάξεις της Οδηγίας και αντίστοιχα του ελληνικού Νόμου αφορούν τα φυσικά πρόσωπα που είναι ύποπτα ή κατηγορούµενα σε ποινικές διαδικασίες και εφαρµόζεται από τη στιγµή που ένα πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόµενης αξιόποινης πράξης (και, κατά συνέπεια, ακόµα και πριν το εν λόγω πρόσωπο ενηµερωθεί από τις αρµόδιες αρχές ενός κράτους – µέλους, µέσω επίσηµης ειδοποίησης ή µε άλλο τρόπο, ότι θεωρείται ύποπτο ή ότι κατηγορείται) και σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας µέχρι να εκδοθεί η τελική απόφαση ως προς το αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούµενος διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και να καταστεί η εν λόγω απόφαση αµετάκλητη.
Η Οδηγία δεν αφορά νοµικά πρόσωπα «σεβόµενη τις νοµικές παραδόσεις των κρατών – µελών (µεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) που δεν αναγνωρίζουν την ποινική ευθύνη νοµικών προσώπων, και λαµβάνοντας υπόψη ότι το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι τα νοµικά πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείµενα των δικαιωµάτων που απορρέουν από το τεκµήριο αθωότητας µε τον ίδιο τρόπο όπως τα φυσικά πρόσωπα».
Κατά την Οδηγία το τεκµήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που δηµόσιες δηλώσεις δηµόσιων αρχών ή δικαστικές αποφάσεις, µε εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούµενο ως να είναι ένοχος κατά το χρονικό διάστηµα που το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποδειχτεί ένοχο κατά τον νόµο.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, οι εν λόγω δηλώσεις και δικαστικές αποφάσεις δεν θα πρέπει δηλαδή να δηµιουργούν την αίσθηση ότι το πρόσωπο αυτό είναι ένοχο.
Δεν αποκλείονται όµως, φυσικά, οι πράξεις της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής που αποσκοπούν να αποδείξουν την ενοχή του υπόπτου ή του κατηγορουµένου, όπως η κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και η απαγγελία κατηγορίας από τον ανακριτή, ούτε οι δικαστικές αποφάσεις ως αποτέλεσµα των οποίων µια καταδικαστική απόφαση που είχε ανασταλεί τίθεται σε εφαρµογή, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται τα δικαιώµατα της υπεράσπισης.
Δεν θίγονται επίσης οι διατάξεις και τα βουλεύµατα της προδικασίας µε τα οποία επιβάλλονται µέτρα δικονοµικού καταναγκασµού λόγω υπονοιών ενοχής που βασίζονται στο συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό, ιδίως η προσωρινή κράτηση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούµενο ως να είναι ένοχος.
Επίσης, το τεκµήριο αθωότητας παραβιάζεται όταν γίνεται χρήση πραγµατικών ή νοµικών τεκµηρίων σχετικά µε την ποινική ευθύνη προσώπου που είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τη τέλεση αξιόποινης πράξης, τα οποία δεν περιορίζονται σε λογικά όρια.
Τα όρια αυτά προκύπτουν από τη σοβαρότητα του διακυβεύµατος σε συνδυασµό µε τη διαφύλαξη των δικαιωµάτων της υπεράσπισης και υπό τον όρο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.
Έτσι η Οδηγία δεν αποκλείει τη θέσπιση τεκµηρίων, αρκεί αυτά να είναι µαχητά και εν πάση περιπτώσει να χρησιµοποιούνται µόνο υπό τον όρο ότι τηρούνται τα δικαιώµατα της υπεράσπισης.
Με βάση τα προαναφερόμενα, ο νόμος εισάγει στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας άρθρο 72Α, µε το οποίο αναγνωρίζεται ρητά το τεκµήριο αθωότητας στους υπόπτους και τους κατηγορουµένους, προβλέποντας ότι «οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.».
Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου και δικαίωμα αποζημίωσης
Ενσωματώντοντας τις διατάξεις των άρθρων 4 και 10 της Οδηγίας 2016/343, ο Νόμος 4596/2019 εισάγει επίσης το δικαίωµά του υπόπτου ή κατηγορουµένου να ασκήσει αγωγή αποζηµίωσης από το Δημόσιο για την αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκµηρίου αθωότητάς του, η οποία προέκυψε από δηλώσεις δηµόσιων αξιωµατούχων.
Η προβολή μπορεί να προέκψυε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθµό, ενώ η αγωγή αποζημίωσης ασκείται σύμφωνα τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ.
Αναλυτικά, το άρθρο 7 του Νόμου 4596/2019 προβλέπει ότι:
Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.