Η πράξη καταθέσεως της αιτήσεως του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας περί καταλογισμού των δημοσίων εν γένει υπαλλήλων για κάθε θετική ζημία που υπαιτίως κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προξένησαν στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν καθίσταται άκυρη εκ του γεγονότος ότι δεν εμπεριέχει τον επιπλέον τύπο να φέρει το όνομα και την υπογραφή του Γενικού Επιτρόπου. Τούτο συνάγεται αφενός εκ του ότι πρόκειται περί δικογράφου που συντάσσεται υπ’ ευθύνη και υπογράφεται εν πρωτοτύπω από τον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας και αφετέρου εκ του ότι το πρωτότυπο αυτό έγγραφο προορίζεται να κατατεθεί στο αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης Τμήμα ως αναγράφεται στην επικεφαλίδα του και για την κατάθεση της αίτησης συντάσσεται στο σώμα του δικογράφου από τον Γραμματέα του Τμήματος πράξη.
Όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου να δικάζει υποθέσεις σχετικές με την ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων ή των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από ζημία που προκάλεσαν στους εν λόγω φορείς, είναι ως εκ της αυτοτελούς στο Σύνταγμα θεσπίσεως αυτής, ανεξάρτητη κάθε συναφούς δικαιοδοσίας άλλων δικαιοδοτικών κλάδων και, συνεπώς, η άσκηση αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο ούτε επικουρική είναι, ούτε μπορεί να υποτάσσεται σε αντίστοιχες επί της υπαλληλικής ευθύνης διαπιστώσεις δικαστηρίων άλλου δικαιοδοτικού κλάδου ώστε να αναιρείται η εκ του Συντάγματος οικεία δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Εκ τούτων παρέπεται ότι το Δικαστήριο τούτο είναι κυρίαρχο να αποφασίσει, δικάζον υπόθεση εκ του άρθρου 98 παρ. 1 ζ΄ του Συντάγματος, αν λόγοι ορθής απονομής της δικαιοσύνης επιβάλλουν σ’ αυτό να αναστείλει ή όχι την εκδίκαση υπόθεσης υπαλληλικής ευθύνης μέχρι περατώσεως της ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης ανοιγείσας δίκης επί της ευθύνης του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ως εκ της διαφορετικής φύσης της ευθύνης του δημόσιου φορέα από την ευθύνη του υπαλλήλου, οργάνου του φορέα, που προκάλεσε τη ζημία, καθώς και των προϋποθέσεων αυτής, δεν υφίσταται ο αναγκαίος εκ του νόμου σύνδεσμος που θα καθιστούσε την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δικάζοντος κατά το άρθρο 98 παρ. 1 ζ΄ του Συντάγματος, απολύτως εξηρτημένη από την απόφαση του δικαστηρίου που αποφαίνεται επί της ευθύνης του φορέα.
Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η μη συνειδητή αμέλεια, όπου ο δράστης από απροσεξία δεν αντιλαμβάνεται καν την αιτιώδη διαδρομή της ενέργειας ή παράλειψής του προς το αποτέλεσμα, συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά βαρείας αμέλειας που απαιτεί ο νόμος για την ύπαρξη αστικής ευθύνης του ζημιώσαντος υπαλλήλου, στην οποία η ζημιογόνος πράξη είναι αποτέλεσμα της έλλειψης στοιχειώδους επιμέλειας του κοινού και συνηθισμένου ανθρώπου. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, δεχόμενο το Τμήμα την ύπαρξη βαρείας αμέλειας στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, δεν παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από τις …/28.9.2007 και …/15.11.2007 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου, που έκριναν ότι ο αναιρεσείων τέλεσε ανθρωποκτονία από (μη συνειδητή) αμέλεια, εφόσον η έννοια της τελευταίας προσιδιάζει στην βαρεία αμέλεια του δημοσιονομικού δικαίου». Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη καταδικαστικής ή απαλλακτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου δεν αποτελεί δεδικασμένο και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει μεταξύ άλλων το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την εκδίκαση αιτήσεων καταλογισμού του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου εις βάρος υπαλλήλων και λειτουργών ν.π.δ.δ. για ζημία που προκάλεσαν σε αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο κρίνει πρωτίστως μόνο τα ζητήματα ποινικής ευθύνης και δεν έχει δικαιοδοσία ν’ αποφασίσει περί των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αδικοπραξία του υπαλλήλου ή λειτουργού έναντι τρίτων καθώς και της συνεπαγόμενης αστικής ευθύνης του έναντι του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το δεδικασμένο που μπορεί να προκύψει από αποφάσεις άλλων δικαιοδοτικών κλάδων και του οποίου ο σεβασμός επιβάλλεται από τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου δεν μπορεί να εξικνείται μέχρι της αναιρέσεως της δικαιοδοσίας που το Σύνταγμα του επιφύλαξε ως προς τη διάγνωση της αποζημιωτικής ευθύνης του υπαλλήλου.
Κατά τη γνώμη δύο Συμβούλων, η κρίση του Τμήματος περί μη συνδρομής ειδικών περιστάσεων, που μπορεί να επάγονταν τον καταλογισμό του υπαλλήλου σε μέρος μόνο της ζημίας που επήλθε στο δημόσιο νομικό πρόσωπο ή της αποζημίωσης που το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει, είναι αόριστη και συμπερασματική, αφού αφενός μεν δεν γίνεται αναφορά στην κατά το νόμο έννοια των ειδικών περιστάσεων, αφετέρου δε δεν εκτίθενται τα πραγματικά γεγονότα βάσει των οποίων κατέληξε στην έννομη συνέπεια περί της μη συνδρομής τους.