Οδηγία για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών
Η Ευρωπαϊκή Ένωσης λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση της διασυνοριακής πρόσβασης σε ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία, δημιουργώντας ένα νομικό πλαίσιο το οποίο θα επιτρέπει να απευθύνονται δικαστικές εντολές απευθείας σε παρόχους υπηρεσιών που λειτουργούν στην ΕΕ.
Σήμερα το Συμβούλιο καθόρισε τη θέση του σχετικά με την οδηγία για τον ορισμό νόμιμων εκπροσώπων για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.
Η οδηγία αυτή θα αποτελέσει ένα ουσιαστικό εργαλείο για την εφαρμογή του μελλοντικού κανονισμού σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.
Τον περασμένο Δεκέμβριο το Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση του αναφορικά με τον κανονισμό αυτόν, καθώς αυτός καθορίζει κανόνες για τον ορισμό των νόμιμων εκπροσώπων των παρόχων υπηρεσιών, ρόλος των οποίων είναι να λαμβάνουν τέτοιες εντολές και να απαντούν σε αυτές.
Η εισαγωγή της δυνατότητας ορισμού νόμιμων εκπροσώπων ήταν αναγκαία, καθώς δεν υπάρχει γενική νομική απαίτηση οι πάροχοι υπηρεσιών εκτός ΕΕ να έχουν φυσική παρουσία στην Ένωση κατά την παροχή υπηρεσιών εντός της Ένωσης. Επιπλέον, οι νόμιμοι εκπρόσωποι που ορίζονται δυνάμει της οδηγίας αυτής μπορούν να αξιοποιηθούν και για εγχώριες διαδικασίες.
Κυριότερα στοιχεία της θέσης του Συμβουλίου
Στα κυριότερα στοιχεία της θέσης του Συμβουλίου περιλαμβάνονται τα εξής:
- τα κριτήρια καθορισμού του τόπου εγκατάστασης των νόμιμων εκπροσώπων παραμένουν ως έχουν στην πρόταση της Επιτροπής. Οι νόμιμοι εκπρόσωποι βρίσκονται σε ένα από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένος ή παρέχει υπηρεσίες ο πάροχος υπηρεσιών·
- το Συμβούλιο τόνισε επίσης ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι θα πρέπει να έχουν επαρκείς πόρους και εξουσίες για να εκτελούν τα καθήκοντά τους·
- οι πάροχοι υπηρεσιών και οι νόμιμοι εκπρόσωποι ενδέχεται να θεωρηθούν αλληλεγγύως και εις ολóκληρον υπεύθυνοι για μη συμμόρφωση·
- οι νόμιμοι εκπρόσωποι ενδέχεται να αξιοποιηθούν για να συλλέξουν είδη αποδεικτικών στοιχείων πλην των ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και για να λάβουν άλλα αιτήματα σχετικά με την επιβολή του νόμου όπως ευρωπαϊκές εντολές έρευνας, με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων διαδικασιών που προβλέπονται σε άλλες νομικές πράξεις δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις·
- έχουν προστεθεί ειδικές ρυθμίσεις για να περιοριστεί η επιβάρυνση των ΜΜΕ. Σε αυτές εντάσσεται η δυνατότητα για τις ΜΜΕ να «μοιράζονται» τον ίδιο νόμιμο εκπρόσωπο και οι ατομικές κυρώσεις εναντίον ενός παρόχου υπηρεσιών να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική του ικανότητα
- Όσον αφορά τις κυρώσεις, το κείμενο παραμένει όπως προτάθηκε από την Επιτροπή και προβλέπει οι κυρώσεις να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές
- Ο πλήρης κατάλογος των νόμιμων εκπροσώπων δημοσιοποιείται για να διασφαλιστεί εύκολη πρόσβαση από τις αρχές επιβολής του νόμου, κυρίως αλλά όχι μόνο, μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου
- Το Συμβούλιο έχει προβλέψει προθεσμία 18 μηνών για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι θα είναι ενεργοί όταν, έξι μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας, ο κανονισμός για τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία τεθεί σε ισχύ.
Επόμενα βήματα
Το Συμβούλιο είναι έτοιμο να ξεκινήσει τριμερείς διαπραγματεύσεις επί του συνόλου της δέσμης για τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία μόλις το Κοινοβούλιο εγκρίνει τη θέση του. Αυτό δεν προβλέπεται να γίνει πριν τις προσεχείς ευρωεκλογές.
Γενικές πληροφορίες
Η οδηγία αυτή εντάσσεται στη δέσμη για τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η Επιτροπή τον Απρίλιο του 2018. Στόχος της δέσμης είναι να βελτιώσει τη διασυνοριακή πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία με τη δημιουργία νομικού πλαισίου για τις δικαστικές εντολές με άμεσους αποδέκτες τους παρόχους υπηρεσιών ή τους νόμιμους εκπροσώπους τους σε άλλο κράτος μέλος.
Η οδηγία συμπληρώνει τον κανονισμό σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις, επί του οποίου το Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση του τον Δεκέμβριο του 2018.Πηγή: