Με την απόφαση 466/2019 του Αρείου Πάγου (Τμήμα Ζ Ποινικό) παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα αν, επί απάτης που τελέσθηκε με την υποβολή πλαστών πιστοποιητικών, χρόνος τέλεσης είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης και των πλαστών εγγράφων ή ο χρόνος κάθε παρασιώπησης πριν από τη μηνιαία καταβολή του μισθού, οπότε, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για απάτη κατ’ εξακολούθηση.
Με την ίδια απόφαση παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα αν υπάρχει η, απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, ζημία του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ενόψει της προσφερόμενης σ’ αυτό εργασίας έναντι του καταβαλλόμενου μισθού και, αν από την παροχή της εργασίας ισοσταθμίζεται πλήρως η βλάβη που υφίσταται το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. από το μισθό που καταβάλλει.
Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση και τα δύο νομικά ζητήματα απασχολούν τα ποινικά Δικαστήρια της χώρας σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις προσλήψεως σε θέσεις εργασίας στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών, είναι εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον.
Απόσπασμα της απόφασης
Από την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται:
α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος,
β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και
γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος.
Στο ως άνω έγκλημα της απάτης, η παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικώς τρόπους (παράσταση – απόκρυψη – παρασιώπηση), που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου.
Περαιτέρω, ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, ενόψει και του άρθρου 17 του Π.Κ., συμπίπτει με το χρόνο, κατά τον οποίο ο δράστης, ενεργώντας με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, πραγμάτωσε και τελικώς ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος, οπότε ο παραπλανηθείς προέβη στη ζημιογόνο ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή, καθώς και ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης του παθόντος, οπότε και θεωρείται συντελεσθείσα η απάτη.
Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως.
Έτσι, επί απάτης κατά το άρθρο 386 του Π.Κ., τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου.
Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν εξαιτίας της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις.
Σε περίπτωση που κάποιος, εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. με πλαστό τίτλο σπουδών, που βεβαιώνει ανύπαρκτο απαιτούμενο τυπικό προσόν, καταφέρει να προσληφθεί στο Δημόσιο ή στο Ν.Π.Δ.Δ. και να παρέχει την εργασία του σ’ αυτό, λαμβάνοντας κάθε μήνα ή δεκαπενθήμερο το μισθό του, ανακύπτει το ζήτημα, αν αυτός διαπράττει άπαξ απάτη, με την χρήση του πλαστού τίτλου σπουδών και την παραπλάνηση των αρμοδίων υπαλλήλων με την ψευδή παράσταση ότι έχει το τυπικό προσόν των σπουδών να τον προσλάβουν και να τον μισθοδοτούν ως δημόσιο υπάλληλο ή, αν διαπράττει περισσότερες κατ’ εξακολούθηση πράξεις απάτης κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του με παρασιώπηση του γεγονότος ότι προσλήφθηκε χωρίς να διαθέτει το τυπικό προσόν των σπουδών, κατόπιν εξαπατήσεως με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών. Για το ζήτημα αυτό, το οποίο έχει σημασία και για το θέμα της παραγραφής του αξιοποίνου, έχουν εκδοθεί ήδη αντιφατικές αποφάσεις από τα Ποινικά Τμήματα του Αρείου Πάγου.
Συγκεκριμένα έχουν εκδοθεί από το ΣΤ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου οι 128/2018 και 983/2018 αποφάσεις, οι οποίες δέχονται ότι άπαξ τελείται η απάτη στην ως άνω περίπτωση με ψευδή παράσταση και από το Ζ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου οι 2014/2018, 233/2019 και 308/2019 αποφάσεις, οι οποίες δέχονται ότι τελούνται περισσότερες κατ’ εξακολούθηση πράξεις απάτης κάθε φορά που εισπράττεται ο μισθός με παρασιώπηση.
Ακόμη, στην ίδια περίπτωση, κατά την οποία κάποιος, εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. με πλαστό τίτλο σπουδών, που βεβαιώνει ανύπαρκτο απαιτούμενο τυπικό προσόν, καταφέρει να προσληφθεί στο Δημόσιο ή στο Ν.Π.Δ.Δ. και να παρέχει την εργασία του σ’ αυτό, όταν αυτός έχει τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα και μπορεί να προσφέρει την εργασία για την οποία προσλήφθηκε, ανακύπτει το ζήτημα, αν υπάρχει η, απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, ζημία του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ενόψει της προσφερόμενης σ’αυτό εργασίας έναντι του καταβαλλόμενου μισθού και, αν από την παροχή της εργασίας ισοσταθμίζεται πλήρως η βλάβη που υφίσταται το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. από το μισθό που καταβάλλει.
Και τα δύο ως άνω νομικά ζητήματα, ενόψει του ότι απασχολούν τα ποινικά Δικαστήρια της χώρας πολλές παρόμοιες περιπτώσεις προσλήψεως σε θέσεις εργασίας στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών, κατά την ομόφωνη γνώμη του παρόντος Τμήματος, είναι εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον και γι’ αυτό, οι πρώτος και τρίτος λόγοι της από 19-11-2018 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας και για την οποία συντάχθηκε η σχετική υπ’ αριθ. 17/2018 έκθεση, καθώς και οι συμπληρωματικοί επ’ αυτών πρώτος και τελευταίος λόγοι της από 15-1-2019 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε συμπληρωματικά η αναιρεσείουσα με αίτηση που επέδωσε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15-1-2019 και πρωτοκολλήθηκε με αριθ. 585/16-1-2019, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17 και 98 και 386 του Π.Κ. και οι οποίοι αναφέρονται στα ως άνω εξαιρετικής σημασίας ζητήματα, που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον, πρέπει να παραπεμφθούν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2β του Ν.1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ’ του Ν.1756/1988), και να επιφυλαχθεί το παρόν Ποινικό Τμήμα να αποφασίσει επί των υπόλοιπων λόγων των ως άνω συμπληρωματικών αιτήσεων αναιρέσεως μετά την έκδοση της αποφάσεως της Πλήρους Ολομέλειας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και τρίτο λόγους της από 19-11-2018 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας και για την οποία συντάχθηκε η σχετική υπ’ αριθ. 17/2018 έκθεση, καθώς και τους συμπληρωματικούς επ’ αυτών πρώτο και τελευταίο λόγους της από 15-1-2019 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε συμπληρωματικά η αναιρεσείουσα με αίτηση που επέδωσε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15-1-2019 και πρωτοκολλήθηκε με αριθ. 585/16-1-2019, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 295/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17 και 98 και 386 του Π.Κ., προς επίλυση των νομικών ζητημάτων, που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr