Στο άρθρο 19 παρ. 5α του ν. 489/1976, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του Π.Δ/τος 264/1991 και αποτελεί υλοποίηση της 84/5/ΕΟΚ αρ. 1 παρ. 4 εδ. α’ Οδηγίας, ορίζεται ότι “η αποζημίωση του Επικουρικού Κεφαλαίου περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού, που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης για την αιτία αυτή στον ζημιωθέντα”. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ο επικουρικός χαρακτήρας της ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου, με την έννοια ότι στο μέτρο που ο παθών και γενικά ο δικαιούχος από την διαπραχθείσα αδικοπραξία δικαιούται να καλύψει την ζημία του από ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως, επέρχεται απαλλαγή του Επικουρικού Κεφαλαίου. Με την ρύθμιση αυτή του νόμου αποκλείεται η εφαρμογή της Α.Κ. 930 παρ. 3 στην περίπτωση που αυτή θα ήταν εφαρμοστέα και η οποία προβλέπει την αθροιστική απόληψη της αποζημιώσεως από το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο την οφείλει στο δικαιούχο, με βάση το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 489/1976, και της παροχής, την οποία για την ίδια αιτία οφείλει στον δικαιούχο ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, σε μία τέτοια περίπτωση εφόσον προβάλλεται σχετικός ισχυρισμός από το εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο, για συνδρομή των όρων του άρθρου 19 παρ. 5 του ν. 489/1976, πρέπει να γίνεται αφαίρεση από την οφειλόμενη από το Επικουρικό Κεφάλαιο αποζημίωση, κατά το άρθρο 929 του Α.Κ., κάθε ποσού, το οποίο με την ίδια αιτία δικαιούται ο δικαιούχος να αξιώσει από το ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως. Η ως άνω νομοθετική ρύθμιση ισχύει μόνο, όταν είναι υπόχρεο το Επικουρικό Κεφάλαιο και όχι άλλο πρόσωπο, αφορά δε κάθε περίπτωση ευθύνης του Επικουρικού Κεφαλαίου και δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις ανασφάλιστων ή αγνώστων αυτοκινήτων (ΑΠ 845/2015, ΑΠ 846/2015, ΑΠ 2226/ 2013). Για τους λοιπούς υποχρέους ισχύουν οι κοινές διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν, σωρευτική απόληψη του ποσού της αποζημιώσεως (άρθρο 930 παρ. 3 του Α.Κ.). Η τελευταία διάταξη, εξ’ άλλου, δεν αντίκειται στις Συνταγματικές διατάξεις και ειδικότερα στα άρθρα 4 παρ. 1, 17 και 25 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Α.Π. 34/2012, Α.Π. 1229/2010).
Κατά την διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (ήτοι η παραβίαση να προκύπτει μόνο από την ανάγνωση της αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται και επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων) και γ) για ισχυρισμό που αφορά την δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει την ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, της οποίας η συνδρομή πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα είχε προταθεί νόμιμα. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σημασία, διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο παραβίασε μεν το νόμο, όμως λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να ιδρυθεί αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προταθεί νόμιμα από τον διάδικο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. (Α.Π. 682/2014, Α.Π. 183/2014). Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά την δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Α.Π. 1620/2005). Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ.
Επιμέλεια: Παναγιώτα Ντάρα / Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
: …στο μέτρο που ο παθών και γενικά ο δικαιούχος από την διαπραχθείσα αδικοπραξία δικαιούται να καλύψει την ζημία του από ασφαλιστικό ταμείο ή άλλο οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως, επέρχεται απαλλαγή του Επικουρικού Κεφαλαίου.