Κατά τις διατάξεις του άρθρου 22β (“Άσκηση αξιώσεων της εταιρείας κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου”, όπως ο τίτλος προστέθηκε με το άρθρο 31 ν. 3604/2007) του ν. 2190/ 1920 “Θεσμικός Νόμος περί ανωνύμων εταιρειών”, που προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν.δ. 4237/1962 και, ακολούθως, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 3604/2007:
παρ 3: Προς διεξαγωγήν της δίκης η γενική συνέλευσις δύναται να διορίση ειδικούς εκπροσώπους. Εάν η ενάσκησις της αξιώσεως ζητήται από την μειοψηφίαν ή εν περιπτώσει καθ’ ην η υπό της προηγουμένης παραγράφου καθοριζομένη προθεσμία ήθελε παρέλθει άπρακτος, δύναται ο Πρόεδρος των Πρωτοδικών της περιφερείας εις την οποίαν εδρεύει η εταιρεία, αιτήσει της μειοψηφίας, υποβαλλομένη εντός μηνός από της λήξεως της εν τη προηγουμένη παραγράφω προθεσμίας, κατά την διαδικασίαν του άρθρου 634 της Πολ. Δικονομίας, να διορίση ειδικούς εκπροσώπους της εταιρείας προς διεξαγωγήν του δικαστικού αγώνος. Η δαπάνη της δίκης για το διορισμό των ειδικών εκπροσώπων και για την επιδίωξη των αξιώσεων της εταιρείας βαρύνει την τελευταία (όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 προστέθηκε με το άρθρο 31 ν. 3604/2007).
Ο νόμος προβλέπει, στην παράγραφο 3 του πιο πάνω άρθρου, τη δυνατότητα διορισμού ειδικών εκπροσώπων. Οι εκπρόσωποι αυτοί διορίζονται είτε από τη γενική συνέλευση (χωρίς δικαστική παρέμβαση), σε περίπτωση που η ίδια είχε ζητήσει την άσκηση της εταιρικής αγωγής, είτε από το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρ. 740 παρ. 1 και 786 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν, από 1-1-2016, μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο έκτο παρ. 2 ν. 4335/2015, ενώ προηγουμένως αρμόδιο ήταν το Ειρηνοδικείο, κατ’ άρθρ. 17 παρ. 1 και 20 ν. 4055/2012, 3 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ, 9 παρ. 1 ν. 4138/2013, 8 παρ. 1 ν. 4198/ 2013 και 65 παρ. 4 ν. 4139/2013) της έδρας της εταιρείας, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ), ύστερα από αίτηση της μειοψηφίας του 1/10 που ζήτησε τη δίωξη των υπαίτιων συμβούλων. Η παρέμβαση αυτή του δικαστηρίου στην αυτονομία του νομικού προσώπου έχει προσωρινό και εξαιρετικό χαρακτήρα. Οι ειδικοί εκπρόσωποι έχουν ως μοναδική αποστολή την ορθή διεξαγωγή της δίκης κατά των υπαίτιων μελών του διοικητικού συμβουλίου, ενώ, κατά τα λοιπά, η διοίκηση της εταιρείας εξακολουθεί να ασκείται από το διοικητικό συμβούλιο. Οι εκπρόσωποι αυτοί, συνεπώς, δεν υποκαθιστούν το διοικητικό συμβούλιο, αλλά έχουν την ειδική και αποκλειστική αρμοδιότητα μόνο για την άσκηση της εταιρικής αγωγής και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης, αποτελώντας όργανο της ανώνυμης εταιρείας στη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση. Για την άσκηση των καθηκόντων τους αυτών, έχουν δικαίωμα ενημέρωσης για καθετί σχετικό με την εταιρική δραστηριότητα που αφορά τη διεξαγωγή της δίκης. Οι αυστηρές έως ασφυκτικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 22β παρ. 3 ν. 2190/1920 δικαιολογούνται από τη βαρύτητα που έχει ο διορισμός ειδικών εκπροσώπων, καθώς πρόκειται για την εισαγωγή ενός νέου οργάνου στη διοικητική οργάνωση της ανώνυμης εταιρείας που, παρά το περιορισμένο των αρμοδιοτήτων του, ασκεί οπωσδήποτε επιρροή στις ενδοεταιρικές σχέσεις και ειδικά στην περίπτωση που ο πλειοψηφών μέτοχος είναι συγχρόνως και μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή έχει εκλέξει ως μέλη αυτού πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης και ελέγχου του. Με την ίδια διάταξη διασφαλίζεται, αφενός μεν, η διοικητική ηρεμία και συνέχεια στην εταιρεία, αφετέρου δε, η αντιμετώπιση του ενδεχόμενου κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων σε ό,τι αφορά τη διεξαγωγή της δίκης από τα ίδια πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφεται η εταιρική αγωγή. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι οι ειδικοί εκπρόσωποι αποτελούν ένα περιορισμένου αντικειμένου όργανο της ανώνυμης εταιρείας που ορίζεται αποκλειστικά για τη διεξαγωγή του κατά το άρθρο 22β ν. 2190/1920 δικαστικού αγώνα και αντικαθιστούν ειδικά για τη διεξαγωγή της δίκης το διοικητικό συμβούλιο, κατά τα προεκτιθέμενα, ασκώντας, ως προς το περιορισμένο αυτό έργο τους, προσωρινή διοίκηση έως την περάτωση τούτου, η αντικατάστασή τους υπόκειται, κατ’ αρχήν, στην ουσιαστικού δικαίου ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 786 παρ. 3 εδάφ. α’ ΚΠολΔ, κατά την οποία, όπως ισχύει, από 1-1-2016, μετά την αντικατάστασή της (όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 65 παρ. 5 ν. 4139/2013) με το άρθρο 1 άρθρο έκτο παρ. 2 ν. 4335/2015, “το δικαστήριο μπορεί με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να αντικαταστήσει την προσωρινή διοίκηση ή τους εκκαθαριστές για σπουδαίους λόγους…”. Σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη δικαστική παρέμβαση για την αντικατάσταση των ειδικών εκπροσώπων συντρέχει σε δύο κυρίως περιπτώσεις: α) είτε εφόσον δεν εκτελούν ή εκτελούν πλημμελώς τα καθήκοντά τους στο συγκεκριμένο έργο που δεσμευτικά τους έχει ανατεθεί, ήτοι η εμπρόθεσμη άσκηση της ηθελημένης από τη γενική συνέλευση ή αντίστοιχα από τη μειοψηφία του 1/10 εταιρικής αγωγής και η διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα με την επιμέλεια που επιβάλλεται στις συναλλαγές, υπό τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες, ανεξάρτητα από το αν αιτία της δυσλειτουργίας αυτής είναι ή έλλειψη της απαιτούμενης ικανότητας ή ο δόλος και β) είτε εφόσον δημιουργείται κίνδυνος για τα συμφέροντα της εταιρείας, όταν οι ειδικοί εκπρόσωποι είναι ευθέως φορείς συγκρουόμενων προς τα συμφέροντα της εταιρείας δικών τους συμφερόντων ή είναι δεκτικοί πίεσης και ελέγχου από φορείς συμφερόντων που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εταιρείας. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη και το ότι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 786 παρ. 3 ΚΠολΔ είναι, από πλευράς περιεχομένου, ανάλογη με εκείνη του άρθρου 778 εδάφ. β’ ΑΚ, κατά την οποία “σε περίπτωση διαφωνίας ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους”, ως σπουδαίος λόγος μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί και κάθε γεγονός, από το οποίο προκύπτει ότι η διατήρηση του ειδικού εκπροσώπου δεν εξασφαλίζει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή του συγκεκριμένου έργου που έχει αναλάβει και δημιουργεί φόβους σοβαρών ζημιών στα συμφέροντα της εταιρείας και των μετόχων της ή από το οποίο προκύπτει ότι η εξακολούθηση της διαχειριστικής εξουσίας του αποβαίνει μη ανεκτή, κατά την καλή συναλλακτική πίστη και τα χρηστά ήθη, από την πλευρά της εταιρείας. Ο σπουδαίος λόγος μπορεί να αναφέρεται και στις σχέσεις του ειδικού εκπροσώπου με εκείνον που ζητεί την αντικατάστασή του. Στην τελευταία περίπτωση ανήκει και η μεταξύ του ειδικού εκπροσώπου και των μετόχων εχθρότητα, ακόμη και από λόγους άσχετους προς την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου που έχει ανατεθεί στον ειδικό εκπρόσωπο, καθώς και η δικαιολογημένη δυσπιστία μετόχων της εταιρείας ως προς το πρόσωπό του, η οποία μπορεί να ανάγεται είτε σε ενέργειές του από τις οποίες δημιουργήθηκε ένταση και εύλογη αμφιβολία για την ομαλή και καλή διενέργεια του εν λόγω έργου είτε σε πιθανολογούμενη μονομερή προστασία των συμφερόντων κάποιου ή κάποιων από τους μετόχους και, βέβαια, και η ύπαρξη διαφωνιών και διενέξεων μεταξύ των παραπάνω προσώπων, εξαιτίας των οποίων καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η πραγματοποίηση του έργου του ειδικού εκπροσώπου (πρβλ. ΑΠ 1274/2001, ΑΠ 1363/1998). Το συμπέρασμα αυτό απορρέει και από το νόημα της πιο πάνω ρύθμισης και η αντικατάσταση του ειδικού εκπροσώπου γίνεται αναγκαία προς επίτευξη του σκοπού της ρύθμισης αυτής. Οι σπουδαίοι λόγοι, για την αντικατάσταση του ειδικού εκπροσώπου που διορίστηκε δικαστικά, είναι αόριστη νομική έννοια, της οποίας το περιεχόμενο εξειδικεύεται ερμηνευτικά και όχι κατά τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Γι’ αυτό, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου.
Σημειώνεται ότι η συχνά απαντώμενη στη νομολογία και επικαλούμενη και από τους εφεσιβλήτους έννοια του σπουδαίου λόγου που σχετίζεται με την εχθρότητα μεταξύ του διορισθέντος και κάποιου εταίρου, την ύπαρξη διαφωνιών και διενέξεων μεταξύ των διορισθέντων και των εταίρων εξαιτίας των οποίων καθίσταται αδύνατη ή πολύ δυσχερής η πραγματοποίηση του έργου των πρώτων, καθώς και την δικαιολογημένη δυσπιστία ενός από τους εταίρους προς το πρόσωπο του διορισθέντος, αναγόμενη στη μονομερή προστασία των συμφερόντων του ενός ή μερικών των εταίρων, σε σχέση προφανώς με τα συμφέροντα απάντων αυτών… προσιδιάζει περισσότερο στην περίπτωση της αντικατάστασης των εκκαθαριστών… Ειδικότερα, τα καθήκοντα και η επαφή των εκκαθαριστών με τους εταίρους είναι κατά κανόνα διαρκή μέχρι το πέρας της εκκαθάρισης, και, επιπλέον, οι εκκαθαριστές εισπράττουν, διανέμουν, καταβάλλουν σε τρίτους και εν γένει διαχειρίζονται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης ολόκληρη την εταιρική περιουσία, γεγονός που δεν συντρέχει και για τους ειδικούς εκπροσώπους, οι οποίοι δεν έχουν διαρκή διαχειριστική δράση, αλλά αποτελούν όργανο της τελευταίας με μοναδικό αντικείμενο αρμοδιότητας τη δικαστική άσκηση των εταιρικών αξιώσεων προς ικανοποίηση της ίδιας της εταιρείας.
Συνεπώς, η μοναδική τους αυτή ιδιότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι σχέσεις των ειδικών εκπροσώπων με τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που, σε μεγάλο βαθμό, ταυτίζονται εν προκειμένω με τα πρόσωπα των εκκαλουμένων, είναι συνήθως εξ ορισμού τεταμένες λόγω της ύπαρξης της δικαστικής διένεξης, δεν καθιστά τις τυχόν μεταξύ τους εντάσεις πρώτιστο κριτήριο για την ύπαρξη σπουδαίου λόγου αντικατάστασης του ειδικού εκπροσώπου.
Επιμέλεια: Παναγιώτα Ντάρα / Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
…το δικαστήριο μπορεί με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να αντικαταστήσει την προσωρινή διοίκηση ή τους εκκαθαριστές για σπουδαίους λόγους…