Ο νομοθέτης ανέθεσε στα άμισθα υποθηκοφυλακεία έργο, το οποίο, ως εκ της φύσεως της αποστολής τους (ταυτόσημης με εκείνη των έμμισθων υποθηκοφυλακείων που αποτελούν οργανικές μονάδες-υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης), συνάπτεται άμεσα με την εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας και την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος αναγομένων στη διασφάλιση των συναλλαγών. Συναφώς, τα άμισθα υποθηκοφυλακεία αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες υπό λειτουργική έννοια και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία ασκείται «με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας τους. Ενόψει δε της σπουδαιότητας των καθηκόντων του άμισθου υποθηκοφύλακα από απόψεως δημοσίου συμφέροντος, τα οποία είναι σύμφυτα με την κατά το νόμο αποστολή του υποθηκοφυλακείου και δεν διαφέρουν από τα καθήκοντα του έμμισθου υποθηκοφύλακα (βλ. και άρθρο 23 παρ. 5 εδ. α΄ του ν. 2664/1998), ο νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το υπηρεσιακό καθεστώς του και υπέβαλε σε έντονη κανονιστική ρύθμιση την οργάνωση των άμισθων υποθηκοφυλακείων και το εργασιακό καθεστώς του προσλαμβανόμενου προς υποβοήθηση του έργου του άμισθου υποθηκοφύλακα προσωπικού με τις ισχύουσες και πριν από την έκδοση της κ.υ.α. 37480/4.5.2012 σχετικές διατάξεις.
Η σύνταξη Εθνικού Κτηματολογίου έχει αναχθεί, με το άρθρο 24 παρ. 2 εδ. τελευταίο του Συντάγματος, όπως ισχύει από το 2001, σε υποχρέωση του Κράτους, διότι αναγνωρίσθηκε ως αναγκαίο και πρόσφορο μέσο για την επίτευξη πολλαπλών σκοπών δημοσίου συμφέροντος, όπως, μεταξύ άλλων, η πλήρης καταγραφή, ανάδειξη και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η καταγραφή των δικαιωμάτων της εγγείου ιδιοκτησίας προς διασφάλιση της δημόσιας πίστης, η ορθολογική οργάνωση και ανάπτυξη της χώρας βάσει αξιόπιστων πληροφοριών ως προς τα γεωχωρικά δεδομένα και τις χρήσεις γης, και ειδικότερα η χάραξη και εφαρμογή πολιτικής γης, αγροτικής πολιτικής, αναπτυξιακού σχεδιασμού σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο σχεδιασμού για την προστασία του περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων και των ευαίσθητων οικοσυστημάτων και τη συμβολή στην αντικειμενική εκτίμηση των γεωτεμαχίων και οικοδομών (ΣτΕ 805/2016 7μ).
Από το άρθρο 9 του κ.δ. της 19/23.7.1941 που προέβλεψε τη δυνατότητα της εφεξής μετατροπής σε έμμισθα των αμίσθων υποθηκοφυλακείων που εδρεύουν σε πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 40.000 κατοίκων, συνάγεται ότι η παραχώρηση της ανωτέρω δημόσιας υπηρεσίας σε ιδιώτες συνδέεται ιστορικά προεχόντως με την οικονομική και διοικητική ανεπάρκεια του Κράτους να υποστηρίξει την ίδρυση εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, δηλαδή διοικητικών υπηρεσιών strictosensu, σε περιοχές με περιορισμένο πληθυσμό και, επομένως, περιορισμένες εγγραπτέες πράξεις και αντίστοιχα τέλη για το Δημόσιο. Περαιτέρω, από τη ρητή επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 92 του Συντάγματος ότι “Οι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες μεταγραφών και υποθηκών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες ή θέσεις. …” συνάγεται ότι το Σύνταγμα δεν περιέχει εγγύηση θεσμού για τα άμισθα υποθηκοφυλακεία, όπως και για τα υποθηκοφυλακεία εν γένει. Πράγματι, η παραπάνω παρ.4 του άρθρου 92 δεν κατοχυρώνει τα άμισθα υποθηκοφυλακεία ως θεσμό και ως οργανωτικό σχήμα δημόσιας υπηρεσίας υπαγόμενης στην εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εξαρτημένης από τις δικαστικές αρχές, υπό την έννοια ότι απαγορεύει στο νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη ρύθμιση της οργάνωσης και στελέχωσης των δημοσίων υπηρεσιών, να επιλέξει άλλο σύστημα καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων των πολιτών και του Δημοσίου στην ακίνητη περιουσία, να αναθέσει σε υπηρεσίες οργανωμένες κατά διαφορετικό τρόπο τόσο την τήρηση του νέου αυτού συστήματος, όσο και, μεταβατικά, μέχρι την πλήρη λειτουργία του εν λόγω συστήματος, την τήρηση του συστήματος μεταγραφών και υποθηκών και, συνεπώς, να καταργήσει τα υποθηκοφυλακεία.
Με την αίτηση προβάλλεται ότι το άρθρο 1 παρ. 1, 3 και 5 καθώς και το άρθρο 18 του ν. 4512/2018, που προβλέπουν την κατάργηση των άμισθων υποθηκοφυλακείων και την υπαγωγή των άμισθων υποθηκοφυλάκων στο νεοϊδρυόμενο φορέα (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία “Ελληνικό Κτηματολόγιο”, το οποίο υπόκειται στον καθολικό έλεγχο και την άμεση εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αντίκεινται στο άρθρο 92 παρ. 4 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, διότι συνεπάγονται την πλήρη αποξένωση των δικαστικών αρχών από την εποπτεία των άμισθων υποθηκοφυλάκων. Επειδή η επίδικη ρύθμιση αποβλέπει στην εξυπηρέτηση σκοπών που εντάσσονται στα πλαίσιο της οργανωτικής εξουσίας του νομοθέτη (ΣτΕ 655/2016 Ολ.), οι ειδικότεροι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η κατάργηση των αμίσθων υποθηκοφυλακείων αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι δεν υπαγορεύεται από επιτακτικούς σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και επιχειρείται για αμιγώς ταμιευτικούς λόγους, πρέπει να απορριφθούν.
Ενόψει του ότι στο άρθρο 15 του ν.4512/2018 προβλέπεται σταδιακή κατάργηση των υποθηκοφυλακείων, με βάση αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, δηλαδή την πρόοδο της κτηματογράφησης, την ψηφιοποίηση των αρχείων των προς κατάργηση υποθηκοφυλακείων, τον αριθμό των πράξεων που ήδη διενεργούνται ηλεκτρονικά και τη συνεκτίμηση των οικονομικών και λειτουργικών στοιχείων των προς κατάργηση δομών, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η κατάργηση των υποθηκοφυλακείων αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι δεν προβλέπονται κριτήρια ή/και όροι, που λαμβάνουν υπόψη τα προσόντα, τις ικανότητες και την εν γένει υπηρεσιακή απόδοση των άμισθων υποθηκοφυλάκων, καθώς και ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται επίσης στην αρχή της ορθολογικής και αποτελεσματικής παροχής της δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να απορριφθούν.
Οι αρχές της ισότητας και της ίσης πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις, τις οποίες καθιερώνει το άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 4 του Συντάγματος, αποτελούν συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Η παραβίαση των συνταγματικών αυτών αρχών ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ΄ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, με την μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια ή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση εντελώς τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους.
Δεν αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας το γεγονός ότι οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες, που διευθύνουν υποθηκοφυλακεία, στις έδρες των οποίων δεν προβλέπεται η σύσταση Κτηματολογικών Γραφείων ή Υποκαταστημάτων Κτηματολογικών Γραφείων, εντάσσονται σε προσωποπαγείς θέσεις Αναπληρωτών Προϊσταμένων Κτηματολογικών Γραφείων ή Υποκαταστημάτων τους, για τους οποίους ο ν. 4512/2018 δεν προβλέπει δυνατότητα εξέλιξης σε θέση Προϊσταμένου Κτηματολογικού Γραφείου ή Υποκαταστήματος ούτε συγκεκριμένες αρμοδιότητες και στους οποίους δεν προβλέπεται η καταβολή μηνιαίου επιδόματος θέσης ευθύνης. Και τούτο, τόσο διότι το κριτήριο της τοποθέτησης αμίσθων υποθηκοφυλάκων στις παραπάνω προσωποπαγείς θέσεις, συνδεόμενο με την μη πρόβλεψη σύστασης Κτηματολογικών Γραφείων ή Υποκαταστημάτων τους στην έδρα των αντίστοιχων καταργούμενων αμίσθων υποθηκοφυλακείων, είναι αντικειμενικό και εύλογο σε σχέση με τη ρύθμιση, όσο και διότι η εξασφάλιση της υπηρεσιακής εξέλιξης των υπαλλήλων δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς υπό την έννοια της υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη να εξασφαλίζει με κατάλληλες ρυθμίσεις τη δυνατότητα προαγωγής των υπαλλήλων σε ανώτερες βαθμίδες της υπαλληλικής ιεραρχίας (πρβλ. ΣτΕ 3765/2012).
Παράλληλα, η περιέλευση του εξοπλισμού από την κυριότητα του ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα στην κυριότητα του ν.π.δ.δ. “Ελληνικό Κτηματολόγιο” δεν συνιστά στέρηση ή ρύθμιση της χρήσης της ιδιοκτησίας των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλάκων αντίθετη στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος ή το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., διότι η κτήση του εν λόγω εξοπλισμού δεν έγινε από την προσωπική περιουσία των αμίσθων υποθηκοφυλάκων, αλλά καλύφθηκε από δημόσιους πόρους, με την πρόβλεψη ειδικής επιπλέον παρακράτησης, με σκοπό τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των αμίσθων υποθηκοφυλακείων. Εξάλλου, η ένταξη των αμίσθων υποθηκοφυλάκων στο νέο φορέα και η περιέλευση σε αυτόν του εξοπλισμού των αμίσθων υποθηκοφυλακείων δεν αποκλείει την έγερση διαφορών στα αρμόδια δικαστήρια για τυχόν υπερβάλλουσες δαπάνες κατά την κτήση του εν λόγω εξοπλισμού, οι οποίες δεν επηρεάζουν το κύρος του θεσμού. Επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.
Με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα. Ειδικότερη εκδήλωση αυτής της ελευθερίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου. Στην ελευθερία αυτή μπορεί ο νόμος να επιβάλει περιορισμούς για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, να τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης δραστηριότητας, να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού και να μην είναι δυσανάλογοι, σε σχέση προς αυτόν (ΣτΕ 959/2015 Ολ., 228, 229, 420-4, 3299, 3962/2014 Ολ., 2527-2531/2013 Ολ., 1621/2012 Ολ, 2764-8/2011 Ολ., 2204-2224, 2227/2010 Ολ. κ.ά.). Περαιτέρω, με το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν αποκλείεται από την έννοια της «ιδιωτικής ζωής» δραστηριότητες επαγγελματικής ή επιχειρηματικής φύσεως. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με την παρ. 2 του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. μία επέμβαση στην άσκηση ενός δικαιώματος προστατευόμενου από το άρθρο αυτό πρέπει να “προβλέπεται από τον νόμο”, να δικαιολογείται από τον ή τους θεμιτούς σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και να είναι “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία” για την επιδίωξη αυτού ή αυτών των σκοπών.
Εν προκειμένω , την κατάργηση των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων, όπως άλλωστε και των εμμίσθων, επιβάλλουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, αναγόμενοι στη διαμόρφωση νέου, κτηματοκεντρικού συστήματος καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων, στη θέση του ισχύοντος προσωποκεντρικού, συστήματος, τη θεραπεία των λειτουργικών αδυναμιών που παρατηρούνται κατά το μεταβατικό στάδιο παροχής και των δύο παραπάνω συστημάτων από τα υποθηκοφυλακεία και τη διασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας του νέου φορέα με τα καταβαλλόμενα από τους λήπτες των υπηρεσιών τέλη. Συνεπώς, οι λόγοι αυτοί δημοσίου συμφέροντος, στους οποίους αποβλέπει η κατάργηση των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων, δικαιολογούν τον περιορισμό της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας των υποθηκοφυλάκων που τα διευθύνουν, ενόψει και του ότι α) η εκτέλεση του επιτελούμενου στα ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία έργου έχει αναχθεί από τον νομοθέτη σε αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια και η άσκηση της δραστηριότητας αυτής, που γίνεται κατά κρατική παραχώρηση, τελεί υπό ειδικό καθεστώς που προσιδιάζει στη φύση της αποστολής του αμίσθου υποθηκοφυλακείου (ΣτΕ 2573/2015), β) ο ειδικός άμισθος υποθηκοφύλακας, ο οποίος κατά νόμον διευθύνει το υποθηκοφυλακείο υπό την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού και έχει καθήκοντα νομοθετικώς καθοριζόμενα και ομοειδή με εκείνα του έμμισθου υποθηκοφύλακα- δικαστικού υπαλλήλου, δεν ασκεί τα καθήκοντα αυτά υπό την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, έστω και αν υπέχει ορισμένες επιμέρους υποχρεώσεις (όπως φορολογικές και εργοδοτικές υποχρεώσεις, αστική ευθύνη), που προσιδιάζουν σε τέτοιου είδους επαγγελματία, ούτε ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, γ) το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας δεν εμπεριέχει αξίωση του υποθηκοφύλακα να παρέχει στο διηνεκές τις υπηρεσίες του.
Όπως έχει κριθεί, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται από την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης να προβαίνει, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, στην εισαγωγή ρυθμίσεων διαφορετικών από αυτές που ίσχυσαν στο παρελθόν και προς τις οποίες έχουν προσαρμοσθεί και αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (ΣτΕ 652- 4/2016 Ολ. σκ. 9, 2151/2015 Ολ. σκ, 14, 16/2015 Ολ. σκ. 30, 2824/2002 Ολ. σκ. 6, 1723/2016 7μ.). Ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας που θα στηριζόταν σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφισταμένης ρύθμισης, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και ματαίωση της αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις, όχι μόνον εκείνες που θα ιδρυθούν στο μέλλον αλλά και τις ήδη συνεστημένες – εντός βεβαίως του πλαισίου της συνταγματικής τάξεως – σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος αναλόγως και με τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες (ΣτΕ 16/2015 Ολ. σκ. 30, 691/2013 Ολ. σκ. 9, 376/2013 σκ. 13, 1786/2012 σκ. 15, 96/2009 7μ. σκ. 11).
Στην προκειμένη περίπτωση, η μεταβολή των αντιλήψεων του νομοθέτη ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων επί της ακίνητης περιουσίας υπαγορεύτηκε στο πλαίσιο της μέριμνάς του για τη θέσπιση ενός ορθολογικού και ενιαίου τρόπου οργάνωσης των υπηρεσιών αυτών, που κατά την αντίληψή του, η οποία υπόκειται σε οριακό έλεγχο, διασφαλίζεται με την ανάθεση των εν λόγω υπηρεσιών, όπως και της αρμοδιότητας για την ολοκλήρωση των έργων κτηματογράφησης της χώρας, σε ενιαίο αυτοχρηματοδοτούμενο φορέα, οργανωμένο ως ν.π.δ.δ. Στο πλαίσιο δε της αναδιοργάνωσης των προαναφερόμενων υπηρεσιών, ο νομοθέτης μερίμνησε για την ένταξη, βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, του προσωπικού των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων σε θέσεις του νέου ενιαίου φορέα, τακτικές οργανικές ή προσωποπαγείς, και, ειδικότερα, για την ένταξη των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλάκων σε τακτικές οργανικές θέσεις Προϊσταμένων ή προσωποπαγείς θέσεις Αναπληρωτών Προϊσταμένων των Κτηματολογικών Γραφείων και των Υποκαταστημάτων τους με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, καθώς και για την ένταξη του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των καταργούμενων ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων σε προσωποπαγείς θέσεις του προσωρινού κλάδου υπαλλήλων Κτηματολογικών Γραφείων και Υποκαταστημάτων Κτηματολογικών Γραφείων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 20 παρ. 5-7 του ν. 4512/2018. Με βάση τα παραπάνω και λαμβανομένου υπόψη ότι οι ειδικοί άμισθοι υποθηκοφύλακες, όπως οι αιτούντες, εντάσσονται σε θέσεις Προϊσταμένων/Αναπληρωτών Προϊσταμένων των περιφερειακών υπηρεσιών του νέου φορέα, ενώ οι υπάλληλοι των ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων σε θέσεις απλών υπαλλήλων των ίδιων υπηρεσιών, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης λόγω της εξομοίωσης των τελούντων υπό διαφορετικές συνθήκες ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλάκων και των υπαλλήλων των αμίσθων υποθηκοφυλακείων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επιμέλεια: Δήμητρα Μαντουβάλου /Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
Αποφαίνεται κατ’αρχή ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης. Λόγω όμως της σπουδαιότητας των ζητημάτων που ανακύπτουν αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 92 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. α΄ του π.δ/τος 18/89, να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.