Από το άρθρο 14 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο τύπος επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα, ασκώντας καθήκοντα τα οποία ο ίδιος επιλέγει, βάσει της αποστολής του, που συνίσταται στην πληροφόρηση και τη σύμπραξη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η ελευθερία του τύπου δεν αποτελεί όμως αυτοσκοπό και συνακολούθως δεν πρέπει να συνεπάγεται, χωρίς άλλο, τη θυσία άλλων έννομων αγαθών και για το λόγο αυτό υπάγεται, κατά τα ανωτέρω, στο γενικό περιορισμό της τηρήσεως των νόμων του Κράτους, οι οποίοι και αποτελούν το γενικό νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου κινείται και αναπτύσσεται ελευθέρως ο τύπος. Με νόμο, επομένως, μπορεί να περιοριστεί η ελευθερία διαδόσεως των στοχασμών και η αντίστοιχη ελευθερία πληροφορήσεως, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να είναι γενικής φύσεως, να αποτελούν μόνο κατασταλτικά μέτρα και να μη θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας του τύπου.
Επίσης, το άρθρο 10 παρ.1 της ΕΣΔΑ (κυρ. ν.δ. 52/1974) προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα, όμως τούτο υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ (και 19 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα-κυρ. ν.2462/1997), σε περιορισμούς και κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων.
Εξάλλου, κατά το άρθρο μόνο παρ.1 του ν. 1178/1981, περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά τα άρθρα 914, 919 και 920 Α.Κ. υπαιτιότητα, πρόθεση και γνώση ή υπαίτια άγνοια αντιστοίχως, συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτου του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Στην παρ.2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο παρ.4 ν.2243/1994, η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγουμένη παράγραφο πράξεις ορίζεται, εφόσον αυτές τελέστηκαν δια του τύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των αναφερόμενων κατά περίπτωση ποσών.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς, ότι αναφέρονται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου, και όχι στο συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή τον εκδότη του εντύπου (αν αυτός δεν ταυτίζεται με τον ιδιοκτήτη) ή τον διευθυντή συντάξεως. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι ο συντάκτης (του επιλήψιμου δημοσιεύματος), ο εκδότης (αν δεν είναι και ιδιοκτήτης του εντύπου) ή ο διευθυντής συντάξεως παύουν να ευθύνονται προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης που έχει προκληθεί από επιλήψιμο δημοσίευμα, αλλά η ευθύνη τους θεμελιώνεται στις κοινές διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 Π.Κ.
Περαιτέρω, προσβολή της προσωπικότητος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 Α.Κ., υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν αυτήν (προσωπικότητα) και προσδιορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητος του βλαπτομένου. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως είτε είναι, από άποψη εννόμου τάξεως, ήσσονος σπουδαιότητος, είτε ασκείται καταχρηστικώς. Για την προστασία της προσωπικότητος δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητος, δόλου ή αμελείας, αυτού που προσβάλλει, η οποία όμως (υπαιτιότης) απαιτείται για την αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 παρ. 3 Α.Κ. παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικαιοπραξιών (914 επ. Α.Κ.). Προσβολή της προσωπικότητος με αδικοπραξία πραγματώνεται και με ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361,362 και 363 του Π.Κ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με αυτήν του άρθρου 367 του Π.Κ. προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξυβρίσεως και της απλής δυσφημήσεως αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον, στα πλαίσια της ελευθερίας του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα, τα οποία συνδέονται αμέσως με τη λειτουργία του, για τη δημοσίευση ειδήσεων και γεγονότων, σχετιζομένων με τη συμπεριφορά προσώπων ή ομάδων προσώπων, που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο.
Εκ τούτου παρέπεται, ότι τα ως άνω συνδεόμενα με τον τύπο πρόσωπα μπορούν να προβαίνουν σε αντίστοιχη δημοσίευση για πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού ακόμη και με οξεία κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς σε βάρος των προαναφερομένων προσώπων ή ομάδων, όμως και στην περίπτωση αυτή, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση, ή όταν, από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι εγνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει την τιμή άλλου Α.Π. 1231/2004, 1897/2006, 967/2011,179/2011,19/2012).
Η διάταξη του άρθρου 367 Π.Κ. για την ενότητα της εννόμου τάξεως εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. Α.Κ. Επομένως, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των ως άνω αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της ΠΚ 367 παρ.2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιου συμπεριφοράς ως όρου της αντιστοίχου αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ. αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής, ενώ η προβολή, από τον προσβληθέντα ισχυρισμού από την διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 του Π.Κ. αποτελεί αντένσταση κατά της, από την διάταξη της πρώτης παραγράφου του αυτού άρθρου από το άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ., ενστάσεως (Α.Π. 354/2012, 121/2012).
Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως αποτελεί νομική έννοια, υποκειμένη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνεπέρανε, ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφρασθεί ο δράστης, δηλαδή ποιες, αντί εκείνων που χρησιμοποίησε, εκφράσεις μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εκδηλώσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του και ότι αυτός, καίτοι γνώριζε τον άλλον αυτόν τρόπο, χρησιμοποίησε εν γνώσει του τον συγκεκριμένο μη αναγκαίο, έχοντας ειδικό σκοπό εξυβρίσεως ή απλής δυσφημήσεως του προσβληθέντος παθόντος (Α.Π. 285/2012, 1395/2005, 825/2002, 780/2004).
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου, που δέχτηκε ότι ο άδικος χαρακτήρας της δημοσίας προσβολής της φωτογραφίας του ενάγοντος και αναιρεσείοντος σε εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, αίρεται, στο πλαίσιο της κατοχυρωμένης από το άρθρο 14 του Συντάγματος ελευθερίας του τύπου, δεδομένου ότι ο τελευταίος κατά την χρονική εκείνη περίοδο αποτελούσε πρόσωπο που ενδιέφερε το κοινωνικό σύνολο και απασχολούσε την τρέχουσα επικαιρότητα, καθώς και ότι η αδικοπραξία η οποία ετελέσθη με το επίμαχο δημοσίευμα σε βάρος του, δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της συκοφαντικής δυσφημήσεως, αφού οι συντάκτες του επίμαχου άρθρου δεν τελούσαν εν γνώσει της αναληθείας των περιεχομένων σ’ αυτό γεγονότων, αλλά της απλής δυσφημήσεως, της οποίας όμως αίρεται ο άδικος χαρακτήρας, κατά την εκ του άρθρου 367 παρ.1 εδ. γ’ Π.Κ. σχετική ένσταση των αναιρεσιβλήτων. Και τούτο διότι από τον τρόπο της εκδηλώσεως και τις περιστάσεις τελέσεως της ανωτέρω πράξεως των δευτέρου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων (συντακτών του άρθρου), δεν προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως του αναιρεσείοντος, αλλ’ ότι αυτοί όπως και ο πρώτος αναιρεσίβλητος (εκδότης) που επέτρεψε την δημοσίευση του σχετικού άρθρου, ενήργησαν από δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, ενώ τα διαλαμβανόμενα στο σχετικό άρθρο δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο της εκφράσεως και της δημοσιογραφικής πρακτικής και δεοντολογίας για την πληροφόρηση του κοινού.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Λαμπρινούδης / επιστημονικός συνεργάτης e-themis