Απόφαση 1412 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ. της 28.1/4.2.1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων” (ΦΕΚ Α” 35) “τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α’ Β’ Γ’), από τις οποίες, η κατηγορία Α’ περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β’ κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. και στην κατηγορία Γ’ τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω Β.Δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ’ κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθ” ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το Β.Δ. 882/1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ’ ανώτατο όριο.
Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ΝΔ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ 179 Α’) καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων.
Με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β’81) η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι:
α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών,
β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας.
Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ΝΔ 515/1970 αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 1561/2011).
Από 1/4/2000, μετά το ν. 2874/2000 η υπερεργασία καταργείται και η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι 43 εβδομαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη και επιτρεπτή, η οποία αμείβεται με το επιβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50 % (παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερωρία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για τους μισθωτούς με πενθήμερο. Αν η υπερωρία είναι παράνομη, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομίσθιου) σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1548/2011, ΑΠ 313/2010, ΑΠ 101/2008).
Κατά το άρθρο 1 του ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, “σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).”. 2. “Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα.
Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας”.. 3 “Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως (νόμιμη υπερωριακή απασχόληση) είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)”. 4. “Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία”. 5. “Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%)” (ΑΠ 526/2014, ΑΠ 1602/2011).
Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%, καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010 σε 20% και 80%, αντίστοιχα.
Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Με τον Κανονισμό 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζεται από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων, και στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους, θεσπίσθηκαν κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης
Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησής δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ.
Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου “τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους”.
Απ όλα τα ανωτέρω συνάγεται περαιτέρω ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτως κατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο ή Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες.
Εξάλλου, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ 184/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και η οποία (πρόσθετη) εργασία παρέχεται συνήθως με μισθό, ο εργοδότης, αν δεν έχει συμφωνηθεί ιδιαίτερος πρόσθετος μισθός, ούτε συμφωνήθηκε ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός, υποχρεούται να καταβάλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον ειθισμένο μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται συνήθως σε άλλους μισθωτούς, που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες.
Εξ άλλου από τις αυτές ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 του Ν. 1876/1990 και 2 επ. του Ν.Δ. 3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά την διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται.
Σ’ αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα από το εάν θα παρουσιασθούν περιπτώσεις για παροχή εργασίας, και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ’ αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα για τα κατώτατα όρια αποδοχών, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή και τις προσαυξήσεις για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες κ.λπ., για τον λόγο δε αυτόν στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, οφείλεται ο ειθισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Αντίθετα, στην περίπτωση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπό την μορφή της απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως προς εργασία, στην οποία ο εργαζόμενος συμφωνεί να περιορίσει την προσωπική του ελευθερία, αναλαμβάνοντας μόνο την υποχρέωση να παραμείνει σε ορισμένο τόπο για ορισμένο χρόνο, χωρίς να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, τις οποίες υποχρεούται να κινητοποιήσει μόνο αν υπάρξει ανάγκη, δεν εφαρμόζονται, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες.
Για το λόγο αυτό, στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, ο ειθισμένος μισθός, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Τέλος, το ζήτημα του είδους της ετοιμότητας προς εργασία και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη περίπτωση. (Ολ ΑΠ 10/2009).
Κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού.
Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ.1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ του ΑΚ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν.1082/1980, 4 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, του ν.4504/1961 και 1 παρ.3 του ν.4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30 η Απριλίου και η λήξη το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια με περιορισμό της εφαρμογής των ως άνω κανόνων μόνο στον πρώτο, τα δε από το νόμο απαιτούμενα περαιτέρω περιστατικά για τον προσδιορισμό των ως άνω αξιώσεων του μισθωτού δεν ανάγονται στον καθορισμό της ημέρας καταβολής τους, που είναι επακριβώς βάσει των ορισμών του νόμου καθορισμένη, αλλά στη γένεση και στο ύψος των αξιώσεων αυτών, ήτοι σε περιστατικά πάντοτε ερευνητέα και μη αποκλείοντα την έννοια της δήλης ημέρας. Το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη. Απλώς το ανεκκαθάριστο της απαιτήσεως θα μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική κατά το άρθρο 342 του Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους.
Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από το ότι ο νόμος (άρθρο 18 παρ.1 του Ν.1082/1980) επιβάλλει στον εργοδότη τη χορήγηση στο μισθωτό κατά την εξόφληση σημειώματος αναλυτικού των πάσης φύσεως αποδοχών του και όχι μόνο τον υπό στενή έννοια μισθού του (Ολ.ΑΠ 39/2002, 40/2002). Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία εννοία οι αποζημιώσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο μισθό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται εργασία κατά τις ημέρες που ο μισθωτός δικαιούται εβδομαδιαίας ανάπαυσης λόγω νόμιμης εργασίας του κατά τις Κυριακές, κλπ. αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας δεν ορίζεται από νόμο δήλη, ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι” αυτά αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής ή την τυχόν προηγηθείσα όχληση.( ΑΠ 234/2006 και εξ αντιδιαστολής Ολ ΑΠ 39/2002).
Αριθμός 1412/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά – Εισηγητή, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στο 1ο χιλιόμετρο εθνικής οδού … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Δαρά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Δ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Καντιάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ορεστιάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16/2014 μη οριστική, 13/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 178/2017 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26/6/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Με την κρινόμενη από 26-6-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 178/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, που απέρριψε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 13/389/34//2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας. Με την τελευταία απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών και με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η από 30-8-2013 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατ’ αυτής, Α) υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα: α) Το ποσό των 2.253,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την 6η ημέρα εκάστου μηνός κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την κάθε επί μέρους εργασία του, β) το συνολικό ποσό των 13.175,12 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία, και γ) το συνολικό ποσό των 1.150,16 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους νυκτερινή εργασία, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Β) αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα: α) Το συνολικό ποσό των 16.076,16 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους υπερεργασία και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία και β) συνολικό ποσό των 31.315,77 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία κατά τις Κυριακές και τις νύχτες αυτών και η κάθε επιμέρους κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση και Γ) κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση για το ποσό των 5.000 ευρώ της ως άνω καταψηφιστικής της διάταξης.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
2.- Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της, κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας δικαίου, για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ.(Α.Π. 1972/2013). Ειδικότερα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, αν τυχόν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας, ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη.(ΑΠ 8/2017).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ. της 28.1/4.2.1938 “περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγών αυτοκινήτων” (ΦΕΚ Α” 35) “τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες (Α’ Β’ Γ’), από τις οποίες, η κατηγορία Α’ περιλαμβάνει τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία), στη Β’ κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κ.λ.π. και στην κατηγορία Γ’ τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω Β.Δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ’ κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθ” ό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας, σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το Β.Δ. 882/1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ’ ανώτατο όριο. Εξάλλου, από το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 435/1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ΝΔ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29/11/1985) με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ 179 Α’) καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Με το άρθρο 6 της από 14.2.1984 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20/2/1984 (ΦΕΚ Β’81) η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή της υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και συνεπώς ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του άνω Ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.2.1975 εθνικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ΝΔ 515/1970 αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου. Ειδικώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως. Για τους ίδιους εργαζόμενους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ή 8, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 1561/2011). Από 1/4/2000, μετά το Ν. 2874/2000 η υπερεργασία καταργείται και η απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι 43 εβδομαδιαίως θεωρείται ως ιδιόρρυθμη υπερωρία, νόμιμη και επιτρεπτή, η οποία αμείβεται με το επιβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50 % (παρ. 2 και 4 του άρθρου 4). Υπερωρία συνιστά η απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδομαδιαίως, καθώς και η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως για τους μισθωτούς με πενθήμερο. Αν η υπερωρία είναι παράνομη, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομίσθιου (δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομίσθιου) σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1548/2011, Α.Π. 313/2010, Α.Π. 101/2008). Κατά το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, που αντικατέστησε το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000, “σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).”. 2. “Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας”.. 3 “Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως (νόμιμη υπερωριακή απασχόληση) είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)”. 4. “Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ’ εξαίρεση υπερωρία”. 5. “Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%)” (ΑΠ 526/2014, ΑΠ 1602/2011). Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%, καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 σε 20% και 80%, αντίστοιχα. Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Με τον Κανονισμό 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006, που εφαρμόζεται από 11 Απριλίου 2007, μεταξύ άλλων, και στις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων που γίνονται αποκλειστικά εντός της Κοινότητας, όταν το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου, υπερβαίνει τους 3,5 τόνους, θεσπίσθηκαν κανόνες που διέπουν το χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους ανάπαυσης Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κανονισμού ο ημερήσιος χρόνος οδήγησής δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 9 ώρες, μπορεί όμως να παρατείνεται σε 10 ώρες κατά ανώτατο όριο, όχι περισσότερες από δύο φορές στη διάρκεια της εβδομάδας, ο δε εβδομαδιαίος χρόνος οδήγησης δεν υπερβαίνει τις 56 ώρες και δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του μέγιστου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, όπως καθορίζεται στην οδηγία 2002/15/ΕΚ. Κατά την παράγραφο 5 του προοιμίου “τα μέτρα που προβλέπονται στον Κανονισμό αυτό για τις συνθήκες εργασίας δεν θα πρέπει να θίγουν το δικαίωμα εργοδοτών και εργαζομένων που θεσπίζουν, με συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διατάξεις ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους”. Απ όλα τα ανωτέρω συνάγεται περαιτέρω ότι ο οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου ανεξαρτήτως κατηγορίας αυτού εργάζεται υπερωριακά, όταν ο συνολικός χρόνος ημερήσιας απασχόλησης, υπερβαίνει κάθε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας (εκτός Κυριακής και Σαββάτου) τις εννέα (9) ώρες και κάθε άλλη ημέρα της εβδομάδας (Σάββατο ή Κυριακή) τις οκτώ (8) ώρες. Εξάλλου, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου, που έχει ως αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα εργασίας (ΑΠ 1468/2012, 1548/2011, ΑΠ 184/2007).
Για να είναι ορισμένος ειδικότερα ο προβλεπόμενος από το αρ. 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κήρυξης της αγωγής απαράδεκτης ως αόριστης, πρέπει σύμφωνα και με τις διατάξεις των αρ. 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 να διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ποιο ακριβώς ήταν το περιεχόμενο της αγωγής. Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής για να είναι αυτή ορισμένη κατ’ αρ. 216 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ, με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλα οφειλόμενα από τον εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως δώρα επιδόματα κλπ. είναι η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα. (Α.Π.1413/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του δικογράφου της ένδικης αγωγής ο ενάγων, για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής του για πληρωμή αμοιβής για υπερεργασία, κατ’ εξαίρεση υπερωρία, νυχτερινή εργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές, που προσέφερε στην εναγομένη από 1-1-2008 έως και την 11-11-2011, ισχυρίσθηκε ότι είναι κάτοχος επαγγελματικής άδειας οδήγησης Ε’ κατηγορία και ότι προσλήφθηκε από τον εναγομένη στις 28-3-2005 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου (τρίμηνης διάρκειας), που κατά τη λήξη της μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως οδηγός των φορτηγών αυτοκινήτων της επί έξι ημέρες κάθε εβδομάδα και 40 ώρες εβδομαδιαίως, αντί του νομίμου μηνιαίου μισθού, όπως αυτός διαμορφωνόταν από τις εκάστοτε ισχύουσες ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας/διαιτητικές αποφάσεις των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων όλης της χώρας. Ότι κατά την πρόσληψή του γνωστοποίησε στην εναγομένη τα στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής του κατάστασης και την προϋπηρεσία των τεσσάρων (4) ετών και τριών (3) μηνών που είχε ως οδηγός φορτηγών αυτοκινήτων. Ότι από 1-1-2008 και μέχρι και την 11-11-2011, (οπότε απελύθη) εργάσθηκε στην εναγομένη με την ως άνω ιδιότητά του κατά τους ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής όρους και χρονικά διαστήματα και ότι η εναγομένη υπολόγιζε και του κατέβαλε, ελλιπώς και κατά παράβαση του νόμου, μειωμένες τις νόμιμες αποδοχές του που εδικαιούτο, όπως αυτές ορίζονταν από τις παρατιθέμενες συλλογικές συμβάσεις, που είχαν εφαρμογή στην περίπτωσή του, για την απασχόλησή του πέραν του νομίμου εβδομαδιαίου και ημερήσιου ωραρίου (υπερεργασία και υπερωρία), όσο και το σύνολο της νόμιμης αμοιβής του για την νυχτερινή του εργασία και για την εργασία του κατά τις Κυριακές, καθορίζοντας ειδικότερα τις ώρες έναρξης και λήξης της εργασίας του όλο το ως άνω διάστημα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε με βάση τις διατάξεις από τη σύμβαση εργασίας του, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιγήτου πλουτισμού α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (4.235,39 €) για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων εξακοσίων δέκα πέντε ευρώ και εβδομήντα λεπτών (13.615,39€) για αμοιβή υπεραπασχόλησης και το ποσό των (3.799,22€) για αμοιβή νυχτερινής εργασίας και β) να αναγνωριστεί ( κατόπιν μετατροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά) ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 16.855,44 ευρώ για αμοιβή υπεραπασχόλησης και το ποσό των 38.727, 50 ευρώ για αμοιβή εργασία τις ημέρες των Κυριακών με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Η αγωγή με το περιεχόμενο αυτό, είναι πλήρως ορισμένη και ως προς τα αιτήματά της για πληρωμή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση,, αφού περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη διαδικαστική της πληρότητα στοιχεία και ειδικότερα αναφέρεται σ’ αυτή η εργασιακή σχέση του ενάγοντος με την εναγομένη, οι ειδικότεροι όροι αυτής, η κατοχή από τον ενάγοντα επαγγελματικής άδειας ικανότητας οδήγησης Ε’ κατηγορίας, η καθ’ εκάστη ημέρα διάρκεια της εργασίας του ενάγοντος καθ’ όλο το αιτούμενο χρονικό διάστημα και η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας του για κάθε εβδομάδα εργασίας σε όλη τη διάρκεια της ένδικης εργασιακής σχέσης καθώς και η διάρκεια εργασίας του κατά τις νύχτες και κατά τις Κυριακές.
Συνεπώς, ο σχετικός πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι, παρά το νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή, ως προς το αίτημα της καταβολής αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντα, ως αόριστη, επειδή δεν αναφέρεται σε αυτή η ώρα έναρξης και λήξης της παρεχόμενης εργασίας του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και τη διάρκεια της ημερήσιας παρεχόμενης εργασίας του, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν εκτίθεται σε αυτόν το ακριβές περιεχόμενο της αγωγής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
3.- Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση δίκης. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία-ΟλΑΠ 1/1999 και 32/1996), όταν δηλ. δεν προκύπτει από την απόφαση ποιά πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1131/2007). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό πόρισμά της και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 1872/2008, ΑΠ 1987/2007).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά την διάρκεια της συμβάσεως εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων η παροχή από τον εργαζόμενο, μέσα στο νόμιμο ωράριο, πρόσθετης διαρκούς φύσεως εργασίας, η οποία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν είναι συναφής με την εργασία που συμφωνήθηκε αρχικά και η οποία (πρόσθετη) εργασία παρέχεται συνήθως με μισθό, ο εργοδότης, αν δεν έχει συμφωνηθεί ιδιαίτερος πρόσθετος μισθός, ούτε συμφωνήθηκε ότι δεν θα καταβάλλεται πρόσθετος μισθός, υποχρεούται να καταβάλει για την πρόσθετη αυτή εργασία τον ειθισμένο μισθό, δηλαδή τον μισθό που καταβάλλεται συνήθως σε άλλους μισθωτούς, που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξ άλλου από τις αυτές ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 του Ν. 1876/1990 και 2 επ. του Ν.Δ. 3765/1957, προκύπτει ότι γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά την διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται. Σ’ αυτή τη μορφή ετοιμότητας (γνήσια) θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα από το εάν θα παρουσιασθούν περιπτώσεις για παροχή εργασίας, και έτσι η γνήσια ετοιμότητα εξομοιώνεται με κανονική παροχή εργασίας και εφαρμόζονται σ’ αυτήν, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο, όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ειδικότερα για τα κατώτατα όρια αποδοχών, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή και τις προσαυξήσεις για υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες κ.λπ., για τον λόγο δε αυτόν στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, οφείλεται ο ειθισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Αντίθετα, στην περίπτωση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπό την μορφή της απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως προς εργασία, στην οποία ο εργαζόμενος συμφωνεί να περιορίσει την προσωπική του ελευθερία, αναλαμβάνοντας μόνο την υποχρέωση να παραμείνει σε ορισμένο τόπο για ορισμένο χρόνο, χωρίς να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, τις οποίες υποχρεούται να κινητοποιήσει μόνο αν υπάρξει ανάγκη, δεν εφαρμόζονται, εκτός αν έχει συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο, οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για παροχή νυκτερινής ή υπερωριακής εργασίας ή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες. Για το λόγο αυτό, στην πιο πάνω περίπτωση οφείλεται μόνο ο μισθός που συμφωνήθηκε και, αν δεν έχει συμφωνηθεί, ο ειθισμένος μισθός, σύμφωνα με το άρθρο 653 ΑΚ. Τέλος, το ζήτημα του είδους της ετοιμότητας προς εργασία και ειδικότερα αν πρόκειται για γνήσια ή μη γνήσια (απλή) ετοιμότητα είναι θέμα απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην μία ή την άλλη περίπτωση. (Ολ ΑΠ 10/2009).
Στην προκείμενη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, σε σχέση με το ζήτημα της φύσεως και των ωρών απασχολήσεως του αντιδίκου στην επιχείρηση της εναγομένης, δέχθηκε τα ακόλουθα (φύλλο 19ο) : “Συγκεκριμένα, ο ενάγων εκτελούσε κατά μέσο όρο τα έτη 2008, 2009 και 2010 δύο δρομολόγια προς την πόλη των Τρικάλων, δύο δρομολόγια προς την πόλη της Ξάνθης και ένα δρομολόγιο προς την πόλη της Θεσσαλονίκης τις δύο εβδομάδες εκάστου μηνός και ένα δρομολόγιο προς την πόλη των Τρικάλων, δύο δρομολόγια προς την πόλη της Ξάνθης και δύο δρομολόγια προς την πόλη της Θεσσαλονίκης τις άλλες δύο εβδομάδες εκάστου μηνός, ενώ το έτος 2011 εκτελούσε εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο τρία δρομολόγια προς την πόλη των Τρικάλων και ένα δρομολόγιο προς την πόλη της Ξάνθης, απασχολούμενος και τις τέσσερις Κυριακές εκάστου μηνός, εκτελώντας τα έτη 2008, 2009 και 2010 τα δεύτερα δρομολόγια προς τις πόλεις των Τρικάλων και της Ξάνθης και το έτος 2011 το τρίτο δρομολόγιο προς την πόλη των Τρικάλων.Ήταν υποχρεωμένος να πραγματοποιεί κάθε ταξίδι σύμφωνα με τις υποδείξεις των νόμιμων εκπροσώπων της εναγομένης, να εκτελεί πιστά τα δρομολόγια ως προς τον χρόνο αναχώρησης από το Διδυμότειχο, τους τόπους και τους χρόνους στάθμευσης και την πορεία των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, την ημέρα επανόδου και τον χρόνο αναχώρησης, την ακρίβεια δε της πιστής, κατά τις εντολές, εκτέλεσης των δρομολογίων και της τήρησης των ως άνω όρων ήλεγχε η εναγομένη. Συγκεκριμένα, αναφορικά με την εκτέλεση του δρομολογίου προς την πόλη των Τρικάλων, ο ενάγων έπρεπε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της εναγομένης περί ώρα 21.00. Μετά την πάροδο μίας τουλάχιστον ώρας που απαιτείτο για την προετοιμασία του ψυγείου φορτηγού αυτοκινήτου και την φόρτωση αυτού με τα προϊόντα της εναγομένης, ο ενάγων το παρελάμβανε έμφορτο και αναχωρούσε για τον προορισμό του. Έκανε μία στάση στις κεντρικές αποθήκες του σούπερ μάρκετ … στην πόλη της …., όπου παρέδιδε τα παραγγελθέντα εμπορεύματα, διαρκούσης της διαδικασίας εκφόρτωσης περίπου μία ώρα, και συνέχιζε το δρομολόγιο προς την πόλη των Τρικάλων, όπου ανέμενε περίπου μία ώρα για την εκφόρτωση και παράδοση των προϊόντων της εναγομένης στις κεντρικές αποθήκες του σούπερ μάρκετ …. Κατόπιν, επέστρεφε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Διδυμότειχο περί ώρα 21.00 επόμενης ημέρας (αφού πραγματοποιούσε μία στάση στο υποκατάστημα της εναγομένης στο … για την παραλαβή παλετών και προϊόντων επιστροφών), όπου άφηνε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και απέδιδε λογαριασμό στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης. Περαιτέρω, αναφορικά με την εκτέλεση του δρομολογίου προς την πόλη της Ξάνθης, ο ενάγων μετέβαινε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης κατόπιν τηλεφωνικής εντολής εκ μέρους των νόμιμων εκπροσώπων της περί ώρα 16.00, οπότε παραλάμβανε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και αναχωρούσε για τον προορισμό του. Πραγματοποιούσε μία ενδιάμεση στάση στο υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Αλεξανδρούπολης, προκειμένου να αφήσει την καρότσα του οδηγούμενου από αυτόν οχήματος, και συνέχιζε το δρομολόγιο με τελικό προορισμό το υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Ξάνθης, όπου παρέδιδε τα προς διανομή προϊόντα της, διαρκούσης της διαδικασίας εκφόρτωσης περίπου δύο ώρες, επέστρεφε στις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Διδυμότειχο περί ώρα 01.00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, αφού πραγματοποιούσε μία στάση στο υποκατάστημα της εναγομένης στην πόλη της Αλεξανδρούπολης για την παραλαβή της καρότσας του ψυγείου φορτηγού αυτοκινήτου με επιστροφές προϊόντων, όπου άφηνε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και απέδιδε λογαριασμό στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης. Περαιτέρω, αναφορικά με την εκτέλεση του δρομολογίου προς την πόλη της Θεσσαλονίκης, ο ενάγων έπρεπε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της εναγομένης περί ώρα 13.00, οπότε παρελάμβανε έμφορτο το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο και αναχωρούσε για τον προορισμό του και δη το υποκατάστημα της εναγομένης στο …, μετά την πάροδο περίπου δύο ωρών που απαιτούνταν για την εκφόρτωση του ψυγείου φορτηγού αυτοκινήτου αναφορικά με τα προς διανομή προϊόντα της εναγομένης και την φόρτωση αυτού με επιστροφές προϊόντων της, αναχωρούσε για τις εγκαταστάσεις της εναγομένης στο Διδυμότειχο, όπου επέστρεφε περί ώρα 02.00 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας και παρέδιδε το ψυγείο φορτηγό αυτοκίνητο αποδίδοντας λογαριασμό στους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης. Ο ενάγων μπορεί, βέβαια να μην συμμετείχε στη διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, καθόσον οι αντίστοιχες εργασίες εκτελούνταν από άλλους εργαζόμενους της εναγομένης και δη αποθηκάριους και εργατοτεχνίτες, ωστόσο, στον χρόνο της πραγματικής του απασχόλησης πρέπει να υπολογιστούν και οι προμνησθέντες χρόνοι που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής απαιτούνταν για την φόρτωση και εκφόρτωση των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, οι οποίοι συνιστούν χρόνους αμειβόμενης εργασίας και όχι απλής ετοιμότητας προς εργασία, διότι αυτός και κατά τους προαναφερόμενους χρόνους όφειλε υποχρεωτικά να βρίσκεται στους αντίστοιχους τόπους διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την περίπτωση που ήθελε παραστεί ανάγκη, καθόσον δεν είχε τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, ευρισκόμενος κατά τη διάρκεια της αναμονής σε γνήσια ετοιμότητα εργασίας, διότι εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας του (ευρισκομένου εντός ή πλησίον των οδηγούμενων οχημάτων, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να απομακρυνθεί) υπήρχε και εγρήγορση των δυνάμεών του, πολύ περισσότερο αφού φόρτωση και εκφόρτωση χωρίς τη συμμετοχή του, δεν νοούνταν, επειδή θα έπρεπε να διενεργήσει ο ίδιος, όταν του ζητούνταν, τις απαραίτητες μετακινήσεις του οχήματος που οδηγούσε. Ήταν διάφορο, δηλαδή, εν προκειμένω, το εάν φόρτωναν οι αποθηκάριοι και αυτός απλώς ήταν παρών ή εάν συμμετείχε και αυτός στη φόρτωση, συνακόλουθα, οι αντίστοιχες ώρες θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο ημερήσιο ωράριο του, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ως προαναφέρθηκε, κατά συνέπεια, και ο προκείμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.”. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ενόψει του ως άνω ωραρίου του και του καταβαλλόμενου εκάστοτε μηνιαίου μισθού του, δικαιούται για την πέραν του ωραρίου του παρασχεθείσα εργασία, κατά το ως άνω επίδικο χρονικό διάστημα (2008,2009 και 2010), και ειδικότερα για απλή επιπλέον εργασία, υπερεργασία, κατ’ εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 16.076,16 ευρώ που του επιδίκασε.
Με την κρίση της αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ) καθόσον διέλαβε στην προσβαλλόμενη σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζήτημα της συνδρομής ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, με την εκτεθείσα στην αρχή της παρούσας έννοια. Και τούτο διότι προκύπτει σαφώς από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης η επικληθείσα και γενόμενη δεκτή, πλήρης δέσμευση του χρόνου και των δυνάμεων του ενάγοντος, με αποκλεισμό της παραμικρής δυνατότητας αναπαύσεως ή χρησιμοποιήσεως κατά διαφορετικό τρόπο των εργασιακών του δυνάμεων ή τυχόν ο μερικός περιορισμός της ελευθερίας του (ώστε να είναι στη διάθεση της εργοδότριας), επιπλέον προκύπτει σαφώς για πιο συγκεκριμένο αντικείμενο απαιτείτο πλήρης δέσμευση, ώστε να πρέπει να βρίσκεται στον χώρο εργασίας μία ή 2 ώρες πριν την έναρξη του δρομολογίου του και να παρίσταται κατά την φόρτωση ή εκφόρτωση από άλλους εργαζόμενους, την οποία η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτοί (τρίτοι) έκαναν κατά βάση κι όχι ο ενάγων, και εν τέλει έτσι να κριθεί ότι η απασχόληση αυτή είχε το χαρακτήρα παρεμφερούς και παρακολουθηματικής προς την κύρια απασχόλησή του ως οδηγού εργασίας, την οποία είχε υποχρέωση να προσφέρει στα πλαίσια γνήσιας ετοιμότητάς του προς εργασία.
Κατ’ ακολουθίαν, η προσβαλλομένη απόφαση, δεν στερείται νόμιμης βάσης και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ., σχετικά με το ότι αυτή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το ότι ο ενάγων βρισκόταν σε ετοιμότητα εργασίας κατά το χρόνο φορτοεκφόρτωσης του φορτηγού της εναγομένης κατά την εκτέλεση των δρομολογίων που ως οδηγός του πραγματοποίησε το επίδικο διάστημα, ζήτημα το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είναι αβάσιμα.
Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για το ίδιο ως άνω ζήτημα, με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το Εφετείο, προκειμένου να θεμελιώσει την παραδοχή ότι τάχα ο ενάγων, κατά τη διαδικασία φορτοεκφόρτωσης του φορτηγού του από τρίτους, βρισκόταν σε γνήσια ετοιμότητα εργασίας κι όχι σε απλή ετοιμότητα εργασίας, διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες επί ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και συνεπώς η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως κατ’ άρθρο 559 παρ. 19 ΚΠολΔ., εκθέτοντας ειδικότερα προς θεμελίωση του ισχυρισμού του αυτού ότι η προσβαλλόμενη δέχεται αρχικά (φύλλο 11°) για το ίδιο αποδεικτέο ζήτημα τα ακόλουθα : “Τέλος, κατά το μέρος με το οποίο ο ενάγων αιτείται την καταβολή αμοιβής για την πρόσθετη εργασία του ως φορτοεκφορτωτή, αναφέρεται ο χρόνος που διαρκούσε η πρόσθετη αυτή εργασία μέσα στο νόμιμο ωράριο της κύριας.”. Και στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, ( φύλλο 20 της προσβαλλόμενης) δέχεται ότι: “Ο ενάγων μπορεί, βέβαια να μην συμμετείχε στη διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, καθόσον οι αντίστοιχες εργασίες εκτελούνταν από άλλους εργαζόμενους της εναγομένης και δη αποθηκάριους και εργατοτεχνίτες, ωστόσο, στον χρόνο της πραγματικής του απασχόλησης πρέπει να υπολογιστούν και οι προμνησθέντες χρόνοι που κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής απαιτούνταν για την φόρτωση και εκφόρτωση των οδηγούμενων από αυτόν ψυγείων φορτηγών αυτοκινήτων, οι οποίοι συνιστούν χρόνους αμειβόμενης εργασίας και όχι απλής ετοιμότητας προς εργασία, διότι αυτός και κατά τους προαναφερόμενους χρόνους όφειλε υποχρεωτικά να βρίσκεται στους αντίστοιχους τόπους διατηρώντας τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε ένταση για να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την περίπτωση που ήθελε παραστεί ανάγκη, καθόσον δεν είχε τη δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, ευρισκόμενος κατά τη διάρκεια της αναμονής σε γνήσια ετοιμότητα εργασίας, διότι εκτός από τη δέσμευση της ελευθερίας του (ευρισκομένου εντός ή πλησίον των οδηγούμενων οχημάτων, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να απομακρυνθεί) υπήρχε και εγρήγορση των δυνάμεών του, πολύ περισσότερο αφού φόρτωση και εκφόρτωση χωρίς τη συμμετοχή του, δεν νοούνταν, επειδή θα έπρεπε να διενεργήσει ο ίδιος, όταν του ζητούνταν, τις απαραίτητες μετακινήσεις του οχήματος που οδηγούσε. Ήταν διάφορο, δηλαδή, εν προκειμένω, το εάν φόρτωναν οι αποθηκάριοι και αυτός απλώς ήταν παρών ή εάν συμμετείχε και αυτός στη φόρτωση, συνακόλουθα, οι αντίστοιχες ώρες θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο ημερήσιο ωράριο του, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ως προαναφέρθηκε, κατά συνέπεια, και ο προκείμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.”. Ακολούθως με βάση τις παραδοχές αυτές, έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ενόψει του ως άνω ωραρίου του και του καταβαλλόμενου εκάστοτε μηνιαίου μισθού του, δικαιούται για την πέραν του ωραρίου του παρασχεθείσα εργασία, κατά το ως άνω επίδικο χρονικό διάστημα (2008,2009 και 2010), και ειδικότερα για απλή επιπλέον εργασία, υπερεργασία, κατ’ εξαίρεση υπερωρία το ποσό των 16.076,16 ευρώ που του επιδίκασε.
Με την κρίση της αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (των άρθρων 648, 649, 653 και 659 ΑΚ) και δεν διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζήτημα της συνδρομής ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, με την εκτεθείσα στην αρχή της παρούσας έννοια. Και τούτο διότι η αρχική κρίση της περί πρόσθετης εργασίας φορτοεκφόρτωσης εκ μέρους του ενάγοντος ήδη αναιρεσιβλήτου, αφορά και αναφέρεται στα διάφορα αιτήματα της αγωγής, τα οποία ορθώς κρίθηκαν ορισμένα από την προσβαλλόμενη, ενώ με τη δεύτερη και τελευταία παραδοχή της (της γνήσιας ετοιμότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου για εργασία) που περιέχεται στην Ελάσσονα πρότασή της (παραδοχές της από την αποδεικτική διαδικασία) η προσβαλλόμενη δέχεται ότι αυτός μπορεί να μη συμμετείχε κατά τη διαδικασία φορτοεκφόρτωσης των οδηγούμενων από τον ίδιο φορτηγών αυτοκινήτων καθόσον οι αντίστοιχες εργασίες εκτελούνταν από άλλους εργαζόμενους της εναγομένης ωστόσο βρισκόταν στην κατάσταση της γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, ενόσω άλλοι την εκτελούσαν, με συνέπεια να μην περιέχονται στην προσβαλλόμενη ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το έχον ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ζήτημα της συνδρομής ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση γνήσιας ετοιμότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου προς εργασία.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω είναι και κατά το δεύτερο σκέλος του ο δεύτερος λόγος αναίρεσης αβάσιμος κατ’ ουσίαν και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του.
4.- Κατά το άρθρο 655 του ΑΚ, επί συμβάσεως εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξ άλλου, μισθός κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648 και 649 του Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, είναι κάθε παροχή, την οποία οφείλει ο εργοδότης κατά το νόμο ή τη σύμβαση στο μισθωτό ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία του. Άρα, μισθό υπό την έννοια των ως άνω διατάξεων αποτελούν και οι αμοιβές, που οφείλονται κατά νόμο στο μισθωτό ως αντάλλαγμα υπερεργασίας του, νόμιμης υπερωριακής εργασίας του και επιτρεπόμενης απασχολήσεώς του σε ημέρα αργίας, αφού συνιστούν νόμιμα ανταλλάγματα εργασίας του μισθωτού. Επομένως, και για τις αμοιβές αυτές τάσσεται από το άρθρο 655 του ΑΚ κατά τα ανωτέρω δήλη ημέρα καταβολής, εις τρόπον ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος κατά το άρθρο 341 παρ.1 του Α.Κ. και να οφείλει έκτοτε επί χρηματικού χρέους τόκους υπερημερίας κατά το άρθρο 345 εδάφ. α’ του ΑΚ. Εξ άλλου, ασχέτως του άρθρου 655 του ΑΚ, για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν.1082/1980, 4 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, του Ν.4504/1961 και 1 παρ.3 του Ν.4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30 η Απριλίου και η λήξη το αργότερο του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες. Ειδικότερα, ο νόμος δεν διακρίνει μεταξύ μισθού υπό στενή και υπό ευρεία έννοια με περιορισμό της εφαρμογής των ως άνω κανόνων μόνο στον πρώτο, τα δε από το νόμο απαιτούμενα περαιτέρω περιστατικά για τον προσδιορισμό των ως άνω αξιώσεων του μισθωτού δεν ανάγονται στον καθορισμό της ημέρας καταβολής τους, που είναι επακριβώς βάσει των ορισμών του νόμου καθορισμένη, αλλά στη γένεση και στο ύψος των αξιώσεων αυτών, ήτοι σε περιστατικά πάντοτε ερευνητέα και μη αποκλείοντα την έννοια της δήλης ημέρας. Το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση της υπερημερίας του οφειλέτη. Απλώς το ανεκκαθάριστο της απαιτήσεως θα μπορούσε κατά περίπτωση να στηρίξει ένσταση καταλυτική κατά το άρθρο 342 του Α.Κ. της υπερημερίας του οφειλέτη για έλλειψη υπαιτιότητάς του, λόγω εύλογων αμφιβολιών του περί την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από το ότι ο νόμος (άρθρο 18 παρ.1 του Ν.1082/1980) επιβάλλει στον εργοδότη τη χορήγηση στο μισθωτό κατά την εξόφληση σημειώματος αναλυτικού των πάσης φύσεως αποδοχών του και όχι μόνο τον υπό στενή έννοια μισθού του (Ολ.ΑΠ 39/2002, 40/2002). Αντίθετα δεν αποτελούν μισθό ούτε εν ευρεία εννοία οι αποζημιώσεις κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης στο μισθό για παράνομη εργασία, ήτοι για παράνομη υπερωριακή εργασία, εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται εργασία κατά τις ημέρες που ο μισθωτός δικαιούται εβδομαδιαίας ανάπαυσης λόγω νόμιμης εργασίας του κατά τις Κυριακές, κλπ. αφού αυτές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία. Για τα χρέη αυτά, που δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας δεν ορίζεται από νόμο δήλη, ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι γι” αυτά αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής ή την τυχόν προηγηθείσα όχληση.( ΑΠ 234/2006 και εξ αντιδιαστολής Ολ Α.Π 39/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίπτοντας την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επικύρωσε την τελευταία τόσο ως προς τις καταψηφιστικές διατάξεις της, όσο και ως προς τις αναγνωριστικές διατάξεις της με τις οποίες αναγνώρισε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εργοδότρια οφείλει στον αναιρεσείοντα μισθωτό από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, α) 16.076,16 ευρώ για κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή εργασία του το επίδικο διάστημα και από προσαύξηση αυτής ίση με τα 100% επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου και ότι για την πληρωμή των σχετικών αξιώσεων οφείλονται τόκοι από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία, και β) 31.315,77 ευρώ ως αμοιβή του για την εργασία του κατά τις Κυριακές και τις νύκτες αυτών και για κάθε επιμέρους κατ’ εξαίρεση (παράνομη) υπερωριακή του εργασία που πραγματοποίησε κατ’ αυτές το επίδικο χρονικό διάστημα και ότι για την πληρωμή των σχετικών αξιώσεων οφείλονται νόμιμοι τόκοι από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία.
Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο παραβίασε τις στην αμέσως παραπάνω μείζονα πρόταση διατάξεις, όσον αφορά το χρόνο από τον οποίο οφείλονται τόκοι για τα ποσά που αναγνώρισε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα, καθόσον οι σχετικές απαιτήσεις του ενάγοντος κατά της εναγομένης μεταξύ των οποίων και οι προσαυξήσεις (αστικές ποινές) που αναγνωρίστηκε ότι αυτή ως εργοδότρια υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα μισθωτό για παράνομη υπερωριακή εργασία και εργασία παρά το νόμο τις Κυριακές δεν αποτελούν νόμιμο αντάλλαγμα για νομίμως παρασχεθείσα εργασία, για δε τις σχετικές αξιώσεις του, οι οποίες δεν απορρέουν από τη νόμιμη παροχή εργασίας, δεν ορίζεται από το νόμο δήλη ημέρα πληρωμής τους και οι τόκοι για αυτές αρχίζουν από την επίδοση της αγωγής, ως ώφειλε να κρίνει η προσβαλλόμενη κατ’ ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων σε συνδυασμό με το αίτημα της αγωγής. Επομένως, ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ περί παραβίασης των αναφερομένων στην προεκτεθείσα μείζονα πρόταση διατάξεων είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω τρίτου λόγου αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προοσβαλλόμενη και δή μόνο κατά το μέρος που απέρριψε το σχετικό λόγο, της έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας που αφορά την αναγνώριση καταβολής νόμιμων τόκων από τότε κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία για τις αξιώσεις του ενάγοντα και ήδη αναιρεσιβλήτου που επιδικάσθηκαν σε αυτόν αναγνωριστικά από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Κατ’ ακολουθία, η υπόθεση πρέπει να κρατηθεί από τον Άρειο Πάγο κατά το προαναφερθέν κεφάλαιο που αναιρείται η προσβαλλόμενη. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί από το παρόν δικαστήριο (άρθρο 580 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ). Στη συνέχεια πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η από 5-10-2015 έφεση της εναγομένης κατά της 13/389/34/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας (πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) και δη κατά τον τελευταίο λόγο της, να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη κατά τη σχετική της διάταξη που αναφέρεται μόνο στην αναγνώριση του χρόνου έναρξης καταβολής νομίμων τόκων από την εναγομένη των κεφαλαίων που επιδικάσθηκαν ( αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη ότι οφείλει να καταβάλει τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά) στον ενάγοντα με τις αναγνωριστικές διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης καθώς και κατά τη διάταξή της με την οποία καταδικάστηκε η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η αγωγή κατά το μέρος που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή αυτή εν μέρει με το να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τα ποσά που και εκκαλούμενη απόφαση αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ήτοι: α) το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εβδομήντα έξι ευρώ και δεκαέξι λεπτών (76,80 + 2.678,40 + 16,00 + 460,08 + 38,40 +1.915,20 + 1.329,60 + 2.394,00 + 272,96 + 491, 04 + 279,68 + 503,28 + 2.007,04 + 3.613,68 = 16.076,16 ευρώ) και β) το συνολικό ποσό των τριάντα μία χιλιάδων τριακοσίων δεκαπέντε ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (46,08 + 204,60 + 3.162,00 + 35,20 + 543,02 + 638,72 + 146,08 + 2.260,32 + 21,00 + 182, 60 + 2.825,40 + 8,36 + 37,62 + 580,04 + 38,50 + 594,32 + 75,25 + 157,52 + 2.437,12 + 8,5 9 + 118,14 + 1827,84 + 26,55 + 142,45 + 2.196,74 + 38,52 + 183,15 + 2.541,33 + 138,25 + 532,80 + 9.567,36 = 31.315,77 ευρώ) και τα ως άνω υπό στοιχεία α και β ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση^ της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Περαιτέρω, η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων, που υποβλήθηκε από την αναιρεσείουσα με τις προτάσεις της στο παρόν δικαστήριο, με την οποία ζητεί να της επιστραφεί το ποσό των 54.000 ευρώ που αυτή κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο για το επιδικασθέν με την προσβαλλόμενη κεφάλαιο στον αναιρεσίβλητο για να μην προβεί ο τελευταίος σε αναγκαστική εκτέλεσή της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον δεν συντρέχει η αναγκαία προς τούτο προϋπόθεση, που και κατά τη σχετική αίτησή της είναι η αναίρεση της προσβαλλόμενης ως προς το επιδικασθέν με αυτή κεφάλαιο.
Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας της παρούσας δίκης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας (σάρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), , και να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 178 ΚΠολΔ τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση της έφεσης λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διάδικου μέρους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 178/2017 απόφαση του Εφετείου Θράκης και δη κατά το μέρος που απέρριψε τον τελευταίο λόγο της έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, με τον οποίο αυτή παραπονέθηκε ότι η εκκαλουμένη (υπ’ αριθμ. 13/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδος) αναγνώρισε ότι οφείλονται στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο νόμιμοι τόκοι για τα αναφερόμενα στις αναγνωριστικές διατάξεις της ποσά, με τις οποίες αναγνωρίστηκε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα α) 16.076,16 ευρώ και β) 31.315,77 ευρώ από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό και δη από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασίας.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση κατά το μέρος αυτό.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την 178/2017 απόφαση του Εφετείου Θράκης και δη κατά το μέρος που κατά την ως άνω διάταξη αναιρείται.
ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή κατά το ως άνω μέρος.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τα επιδικασθέντα με τις αναγνωριστικές διατάξεις της υπ’ αριθ. 13/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας ποσά α) των 16.076,16 ευρώ και β) των 31.315,77 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας της παρούσης δίκης που κατέθεσε προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.200) ευρώ και συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση της έφεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ