Το σκεπτικό του Δικαστηρίου για την απόρριψη των ισχυρισμών της δανειολήπτριας – Τι αναφέρεται για τον έλεγχο καταχρηστικότητας του όρου για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο
Όπως έγινε γνωστό, πριν λίγες μέρες η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (απόφαση 4/2019) απέρριψε την αίτηση ανάιρεσης δανειολήπτριας σε ελβετικό φράγκο, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας.
Σημείωση συντακτών: Δεδομένης της μεγάλης σημασίας της απόφασης για το νομικό κόσμο και, φυσικά, τους δανειολήπτες, προς τιμή των αρμόδιων υπηρεσιών του Αρείου Πάγου, η απόφαση δημοσιεύθηκε άμεσα, προκειμένου να λάβουν γνώση οι ενδιαφερόμενοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση ελήφθη μεν με μεγάλη πλειοψηφία, ωστόσο και στους δύο λόγους αναιρέσεως υπήρξε μειοψηφία από αρκετούς ανώτατους δικαστές, μεταξύ των οποίων και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, κ. Βασίλειος Πέππας.
Με βάση το ιστορικό της υπόθεσης, η δανειολήπτρια, η οποία ισχυρίστηκε ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας ουδέποτε την ενημέρωσαν επαρκώς, ως όφειλαν, για τους κινδύνους από τη μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ζητούσε:
Α) Να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος της δανειακής σύμβασης που προέβλεπε ότι “ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής”.
Β) να αναγνωρισθεί ως μόνη ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλόμενου σε ελβετικά φράγκα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, όπως ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του ποσού του δανείου, δηλαδή η ισοτιμία 1 προς 1,6215 και
Γ) να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της οφειλής της προς την εναγόμενη, βάσει της επίδικης δανειακής σύμβασης, καθώς και ότι η εναγόμενη ουδεμία χρηματική απαίτηση διατηρεί εναντίον της από τη σύμβαση αυτή.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απέρριψε τους ισχυρισμούς της δανειολήπτριας, με την ίδια να ασκεί αναίρεση κατά της απόφασης αυτής.
Το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δύο λόγους αναίρεσης.
Οι λόγοι αναίρεσης που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια
Με τους παραπεμφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια πρώτο και δεύτερο (κατά το οικείο μέρος του) λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η πρώτη (κύρια) από τις ως άνω αιτιολογίες, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με το να δεχθεί, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ότι ο εν λόγω όρος της δανειακής συμβάσεως είναι δηλωτικός όρος αυτής και επομένως εκφεύγει του ελέγχου καταχρηστικότητας, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του ν. 2251/1994 και εσφαλμένα εφάρμοσε τη μη μεταφερθείσα στο εθνικό δίκαιο διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Επομένως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, κρίνοντας ότι η εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας θεμελιώνεται “σε ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13”, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα, διότι, έστω και αν η εξαίρεση αυτή δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, εμπεριέχεται, κατά τα προπαρατιθέμενα στην πρώτη νομική σκέψη, στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας σύμφωνης με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της.
Συνεπώς, κατά την γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως.
Μειοψηφία
Πέντε όμως μέλη της Ολομέλειας και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πέππας, η Αντιπρόεδρος Μαρία Χυτήρογλου και οι Αρεοπαγίτες Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιος Παπανδρέου και Ευφροσύνη Καλογεράτου είχαν τη γνώμη ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, διότι η εξαίρεση αυτή, η οποία δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ερμηνευτικά ότι εμπεριέχεται στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994.
Σύμφωνα με τη μειοψηφία, “αν ο εθνικός νομοθέτης ήθελε τη μεταφορά του, θα το έπραττε με ρητό και ειδικό τρόπο, σε κάθε δε περίπτωση οι εξαιρέσεις από τον κανόνα (ότι όλοι οι ΓΟΣ πρέπει να ελέγχονται για καταχρηστικότητα) πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ώστε να μη φαλκιδεύεται ο κανόνας αυτός. Τούτο δικαιολογείται από το γεγονός ότι η Οδηγία 93/13/ΕΚ προέβη σε μερική μόνο κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 του Προοιμίου της, παρέχοντας με το άρθρο 8 αυτής εξουσιοδότηση στα κράτη να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από αυτήν, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή. Τούτο επιτυγχάνεται με τη μη μεταφορά διατάξεων της Οδηγίας που περιορίζουν το πεδίο προστασίας του καταναλωτή, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, που δεν μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, παρά τις διαδοχικές, τροποποιήσεις του ν. 2251/1994. Έτσι, εφόσον υπήρξε σκόπιμη παράλειψη μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της επίμαχης Οδηγίας, αυτή (Οδηγία), κατά τη μη μεταφερθείσα διάταξή της, δεν παράγει άμεσο οριζόντιο (μεταξύ ιδιωτών) αποτέλεσμα, ούτε είναι δυνατή η σύμφωνη προς το πνεύμα και τους σκοπούς της Οδηγίας ερμηνεία του εθνικού δικαίου και δη της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994), αφού θα προκαλούσε απομείωση της μεγαλύτερης προστασίας του καταναλωτή στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του ν. 2251/1994 (με τη μη μεταφορά της εξαίρεσης του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας) και συνεπώς θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου”.
Περαιτέρω, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, έκρινε ότι ο επίμαχος όρος 7 περ. α’ §2 της δανειακής συμβάσεως συνιστά δηλωτικό όρο κατά την προαναφερόμενη έννοια, διότι επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ και με τη σκέψη αυτή απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας, ως μη νόμιμη. Έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις (ουσιαστικού δικαίου) διατάξεις των άρθρων 291, 305, 306 ΑΚ και 2 παρ. 6 εδ. α ν. 2251/1994, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής.
Συνεπώς, κατά την γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το οικείο μέρος του, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια.
Μειοψηφία
Έντεκα, όμως, μέλη της Ολομέλειας και συγκεκριμένα ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πέππας, οι Αντιπρόεδροι Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού και οι Αρεοπαγίτες Διονυσία Μπιτζούνη, Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδης Χατζηγεωργίου, Γεώργιος Αποστολάκης, Ευφροσύνη Καλογεράτου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού και Κων/νος Παναρίτης είχαν την ακόλουθη γνώμη:
Κατά το άρθρο 806 ΑΚ, “με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.” Με το ν. 2842/2000 αντικαταστάθηκε η δραχμή με το ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ενώ με το άρθρο 5 παρ. 1 αυτού καταργήθηκε η προϊσχύουσα εξαιρετική νομοθεσία και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα. Έκτοτε εγκύρως συνομολογείται δάνειο σε αλλοδαπό νόμισμα. Με τη σύμβαση δανείου ο μεν δανειστής μεταβιβάζει κατά κυριότητα στον δανειζόμενο χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα (δάνεισμα), ο δε δανειζόμενος έχει την υποχρέωση να του αποδώσει άλλα πράγματα της αυτής ποσότητας και ποιότητας. Δεν είναι όμως ασυμβίβαστη προς την έννοια το δανείου η συνομολόγηση όρου, κατά τον οποίο ο δανειολήπτης, αντί του ληφθέντος ξένου νομίσματος, οφείλει να αποδώσει το δάνεισμα διαζευκτικά είτε σε ξένο είτε σε εγχώριο νόμισμα.
Μία τέτοια διαζευκτική ενοχή (διαζευκτική πληρωμή) παραγωγικό λόγο έχει εν προκειμένω τη σύμβαση, ρυθμίζεται δε από τα άρθρα 305-315 ΑΚ. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής (έναντι της διαζευκτικής ή υπαλλακτικής ευχέρειας, που παρέχεται στον οφειλέτη μίας ήδη απλής ενοχής να καταβάλλει αντί της οφειλόμενης παροχής άλλη) είναι ότι επί διαζευκτικής ενοχής παράγεται μία ενιαία αξίωση του δανειστή, οφείλονται όμως από την αρχή της συστάσεώς της in obligatione δύο ή περισσότερες αυτοτελείς παροχές, από τις οποίες τελικά μία μόνο θα καταβληθεί (in solutione), που θα καθορισθεί από τον δικαιούμενο να κάνει την επιλογή. Με την επιλογή της μίας παροχής και την καταβολή της καταλύεται η ενοχή. Η διαζευκτικότητα της ενοχής μπορεί να αναφέρεται όχι μόνο σε ποιοτικά διάφορες παροχές, αλλά και σε μερικά μόνο στοιχεία ή ιδιότητες της μιας και μόνης οφειλόμενης παροχής, όπως π.χ. τόπο, χρόνο και τρόπο εκπληρώσεως αυτής. Το -διαπλαστικής φύσεως- δικαίωμα της επιλογής και συγκέντρωσης της ενοχής, αν δεν έχει ορισθεί διαφορετικά στη σύμβαση, έχει ο οφειλέτης (άρθρο 305 ΑΚ), είναι δε ανεπίδεκτο αίρεσης ή όρου. Γίνεται με δήλωση προς το άλλο μέρος και είναι αμετάβλητη (άρθρο 306 ΑΚ). Μπορεί να γίνει και σιωπηρά, χωρίς πανηγυρικό τύπο, με την πραγματική καταβολή της μίας από τις διαζευκτικά προβλεπόμενες παροχές αντί της άλλης.
Η επιλογή απλοποιεί την διαζευκτική ενοχή για το μέλλον, έκτοτε δε οφείλεται αποκλειστικά η επιλεγείσα. Εξάλλου, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει ότι “όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.” Προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω -ενδοτικού δικαίου- διατάξεως, η οποία όντας στο γενικό μέρος του ενοχικού δικαίου καταλαμβάνει όλες τις συμβάσεις, στιγμιαίες και διαρκείς, επομένως και τις δανειακές, είναι: α) Χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα. β) Οφειλή πληρωτέα στην Ελλάδα.
Παρέχει δε στον οφειλέτη διαζευκτική ευχέρεια πληρωμής του οφειλόμενου ξένου νομίσματος σε εγχώριο (με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής). Επομένως, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά επί απλής ενοχής ξένου νομίσματος με ή χωρίς διαζευκτική ευχέρεια πληρωμής σε εγχώριο νόμισμα. Αντίθετα, δεν εφαρμόζεται επί διαζευκτικής ενοχής (δηλαδή υποχρεώσεως πληρωμής είτε σε εγχώριο είτε σε αλλοδαπό νόμισμα), στην περίπτωση που ο οφειλέτης, ως είχε δικαίωμα, ήδη επέλεξε την πληρωμή σε εγχώριο νόμισμα. Εφαρμόζεται, όμως, επί τέτοιας διαζευκτικής ενοχής στην περίπτωση, που ο δικαιούμενος στη επιλογή επέλεξε την πληρωμή στην ημεδαπή με αλλοδαπό νόμισμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι επί τραπεζικού δανείου με δάνεισμα σε αλλοδαπό νόμισμα, αν προβλέπεται στην δανειακή σύμβαση διαζευκτική υποχρέωση (και όχι απλή ευχέρεια) του οφειλέτη δανειολήπτη να εκπληρώσει τις εκ του δανείου υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο (αλλοδαπό) νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ (με βάση την τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης κατά το χρόνο καταβολής) και ο οφειλέτης, έχοντας προς τούτο το δικαίωμα, επέλεξε να πληρώσει σε ευρώ, στο οποίο και συγκεντρώθηκε η απλή πλέον ενοχή του, δεν είναι εφαρμοστέα η ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ, αφού αυτή προϋποθέτει χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα.
Για το λόγο αυτό ο ως άνω συμβατικός όρος περί πληρωμής του δανείσματος είτε σε αλλοδαπό είτε σε εγχώριο νόμισμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δηλωτικός όρος κατά την προπαρατεθείσα έννοια, δηλαδή ως συμβατική ρήτρα που απηχεί εθνική νομοθετική ρύθμιση αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου και συγκεκριμένα εκείνη του άρθρου 291 ΑΚ.
Κατά συνέπεια, αν συνιστά γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ), δεν εξαιρείται από τον έλεγχο καταχρηστικότητας κατά το ν. 2251/1994, υποκείμενη μεταξύ άλλων και σε έλεγχο με βάση την αρχή της διαφάνειας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α ν. 2251/1994, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 της ΥΑ 5338/2018, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση 4/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.