Δικαστήριο ΕΕ: Εφόσον καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης για εύρεση εργασίας, διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου επιπλέον διάστημα, όχι λιγότερο από εξάμηνο
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 11-04-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος, έχοντας ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, απέκτησε την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (οδηγία σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών), λόγω της δραστηριότητας που άσκησε σε αυτό το κράτος μέλος επί δύο εβδομάδες, βάσει εργασιακής σχέσεως μη στηριζόμενης σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και ακολούθως κατέστη ακουσίως άνεργος, διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία.
Επιπλέον, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν, κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται στην εν λόγω οδηγία, ο υπήκοος αυτός έχει, κατά συνέπεια, το δικαίωμα να λαμβάνει επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας ή, ενδεχομένως, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ως εάν ήταν υπήκοος του κράτους μέλους υποδοχής.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο Neculai Tarolaείναι Ρουμάνος υπήκοος, ο οποίος εισήλθε για πρώτη φορά στην Ιρλανδία τον Μάιο του 2007, όπου εργάσθηκε από τις 5 έως τις 30 Ιουλίου 2007 και εν συνεχεία από τις 15 Αυγούστου έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2007. Μολονότι δεν αποδεικνύεται ότι παρέμεινε στην Ιρλανδία μεταξύ του έτους 2007 και του έτους 2013, δεν αμφισβητείται αντιθέτως ότι εργάστηκε εκ νέου στην Ιρλανδία από τις 22 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2013 και στη συνέχεια από τις 8 έως τις 22 Ιουλίου 2014, και ότι, στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής απασχολήσεως, έλαβε αμοιβή ύψους 1.309 ευρώ. Επιπλέον, εργάσθηκε επίσης ως ανεξάρτητος υπεργολάβος από τις 17 Νοεμβρίου έως τις 5 Δεκεμβρίου 2014.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2013, ο Tarola υπέβαλε προς τον Υπουργό Κοινωνικής Προστασίας αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας (jobseeker’s allowance), η οποία απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν είχε αποδείξει ούτε τη συνήθη διαμονή του στην Ιρλανδία ούτε τους πόρους του για την περίοδο από τις 15 Σεπτεμβρίου 2007 έως τις 22 Ιουλίου 2013.
Ως εκ τούτου, στις 26 Νοεμβρίου 2013, ο Tarola υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση επικουρικού επιδόματος κοινωνικής πρόνοιας (supplementary welfare allowance), η οποία επίσης απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν κατόρθωσε να προσκομίσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο είχε καλύψει τις ανάγκες του και είχε καταβάλει το μίσθωμά του από τον Σεπτέμβριο του 2013 έως τις 14 Απριλίου 2014.
Στις 6 Νοεμβρίου 2014, ο Tarola υπέβαλε δεύτερη αίτηση για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας, η οποία απορρίφθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2014, με την αιτιολογία ότι, από τότε που αυτός εισήλθε στην Ιρλανδία, δεν είχε εργασθεί για διάστημα μεγαλύτερο του έτους και ότι τα στοιχεία που είχε προσκομίσει δεν ήταν επαρκή για να αποδειχθεί ότι είχε τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος.
Ως εκ τούτου, ο Tarola υπέβαλε στον Υπουργό Κοινωνικής Προστασίας αίτηση μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως της 26ης Νοεμβρίου 2014, η οποία απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η σύντομη περίοδος εργασίας που ολοκλήρωσε ο προσφεύγων τον Ιούλιο του 2014 δεν μπορούσε να κλονίσει τη διαπίστωση ότι αυτός δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ιρλανδία.
Στις 10 Μαρτίου 2015, ο Tarola ζήτησε από τον Υπουργό Κοινωνικής Προστασίας να επανεξετάσει την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, υποστηρίζοντας ιδίως ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, είχε δικαίωμα διαμονής στην Ιρλανδία λόγω διατηρήσεως της ιδιότητας του εργαζομένου κατά το εξάμηνο μετά την παύση της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον Ιούλιο του 2014. Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε στις 31 Μαρτίου 2015 με την αιτιολογία ότι, από τότε που εισήλθε στην Ιρλανδία, ο Tarola δεν απασχολήθηκε επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ούτε διέθετε επαρκείς ίδιους πόρους για τη συντήρησή του.
Ο Tarola άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία), η οποία απορρίφθηκε στις 20 Απριλίου 2016. Το High Court έκρινε ότι ο Tarola δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «εργαζόμενος», και, επομένως, ως έχων τη συνήθη διαμονή του στην Ιρλανδία, ώστε να δικαιούται επίδομα κοινωνικής πρόνοιας στο πλαίσιο αυτό.
Στις 5 Μαΐου 2016, ο Tarola άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής του ενώπιον του Court of Appeal (εφετείου, Ιρλανδία), το οποίο εκτιμά ότι το κεντρικό ζήτημα της υποθέσεως της κύριας δίκης είναι κατά πόσον ένα πρόσωπο που έχει εργαστεί λιγότερο από ένα έτος διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ.
Συγκεκριμένα, το Court of Appeal διερωτάται αν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Tarola διατήρησε την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, λόγω του ότι εργάστηκε επί χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων τον Ιούλιο του 2014, με αποτέλεσμα να δικαιούται καταρχήν να λάβει το επίδομα ανεργίας, στο μέτρο που κατέστη ακουσίως άνεργος και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο που αναζητεί εργασία.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Court of appeal αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ζητήσει από το Δικαστήριο να διευκρινίσει, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ έχει την έννοια ότι υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος, έχοντας ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, εργάσθηκε σε άλλο κράτος μέλος επί δύο εβδομάδες, βάσει εργασιακής σχέσεως μη στηριζόμενης σε σύμβαση ορισμένου χρόνου, και ακολούθως κατέστη ακουσίως άνεργος διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου και, συνακόλουθα, έχει το δικαίωμα να λαμβάνει επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας ή, ενδεχομένως, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ως εάν ήταν υπήκοος του κράτους μέλους υποδοχής.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, ότι η οδηγία 2004/38/ΕΚ αποσκοπεί, στη διευκόλυνση της ασκήσεως του θεμελιώδους και ατομικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών που παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι η οδηγία αυτή έχει ιδίως ως σκοπό να ενισχύσει το εν λόγω δικαίωμα.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει σε δύο περιπτώσεις τη διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου, μισθωτού ή μη μισθωτού, επί χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου. Η μεν πρώτη περίπτωση αφορά την κατάσταση του εργαζομένου ο οποίος απασχολήθηκε βάσει συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη του ενός έτους και ο οποίος κατέστη ακουσίως άνεργος μετά τη λήξη ισχύος της συμβάσεως αυτής. Η δε δεύτερη περίπτωση αφορά την κατάσταση κάθε εργαζομένου που καθίσταται ακουσίως άνεργος κατά τη διάρκεια των πρώτων δώδεκα μηνών.
Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι επειδή ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν εργάσθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη περίοδο δραστηριότητας, βάσει συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, καταρχήν δεν εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση. Το ερώτημα αφορά, επομένως, το αν ένας εργαζόμενος όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο οποίος εργάσθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής επί δύο εβδομάδες, βάσει εργασιακής σχέσεως μη στηριζόμενης σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και ακολούθως κατέστη ακουσίως άνεργος, εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση.
Εντούτοις, το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ δε μπορεί να καθορισθεί αν ο προσφεύγων της κύριας δίκης εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση, καθώς η ως άνω διάταξη δεν διευκρινίζει ούτε αν αυτή έχει εφαρμογή στους μισθωτούς ή στους μη μισθωτούς ή ακόμη και στις δύο κατηγορίες εργαζομένων ούτε αν αφορά τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους, τις συμβάσεις αορίστου χρόνου ή και οποιοδήποτε είδος συμβάσεως ή δραστηριότητας, ούτε τέλος αν οι δώδεκα μήνες στους οποίους αυτή αναφέρεται αφορούν την περίοδο διαμονής ή την περίοδο απασχόλησης του οικείου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, με βάση την πάγια νομολογία του, η δυνατότητα πολίτη της Ένωσης, ο οποίος έχει παύσει προσωρινά να ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, να διατηρήσει την ιδιότητα του εργαζομένου βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, καθώς και το αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, στηρίζεται στην προκείμενη ότι ο πολίτης αυτός έχει τη διάθεση και την ικανότητα να επανενταχθεί στην αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ διασφαλίζει σε κάθε μισθωτό ή μη μισθωτό εργαζόμενο, μεταξύ άλλων, δικαίωμα διαμονής για χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών στο κράτος μέλος υποδοχής.
Το Δικαστήριο συνάγει ότι ο πολίτης της Ένωσης ο οποίος άσκησε μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου χωρίς χρονικό περιορισμό, πρώτον, αν κατέστη προσωρινά ανίκανος προς εργασία λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, δεύτερον, αν άσκησε μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα άνω του ενός έτους πριν καταστεί ακουσίως άνεργος, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, ή, τρίτον, αν παρακολουθεί πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η διάρκεια διατηρήσεως της ιδιότητας του εργαζομένου ενός πολίτη της Ένωσης που άσκησε μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής μπορεί μεν να περιορισθεί από το εν λόγω κράτος μέλος, πλην όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη του εξαμήνου, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, όταν ο εν λόγω πολίτης κατέστη άνεργος για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, πριν κατορθώσει να συμπληρώσει ένα έτος δραστηριότητας.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τη δεύτερη περίπτωση που προβλέπεται στη διάταξη αυτή, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος υποχρεώθηκε, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του, να παύσει τη δραστηριότητά του στο κράτος μέλος υποδοχής πριν από την πάροδο ενός έτους, ανεξαρτήτως της φύσεως της δραστηριότητας που άσκησε και του είδους της συμβάσεως εργασίας που συνήφθη προς τον σκοπό αυτό, ήτοι ανεξαρτήτως του αν αυτός είχε ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα και αν είχε συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους, σύμβαση αορίστου χρόνου ή άλλου είδους σύμβαση.
Επιπλέον, το Δικαστήριο τονίζει ότι η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον προαναφερθέντα κύριο σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 2004/38/ΕΚ, καθώς και με τον σκοπό που επιδιώκει ειδικώς το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση, διά της διατηρήσεως της ιδιότητας του εργαζομένου, του δικαιώματος διαμονής των προσώπων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα λόγω έλλειψης εργασίας η οποία οφείλεται σε περιστάσεις ανεξάρτητες από τη βούλησή τους.
Σε κάθε δε περίπτωση, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία αυτή δύναται να θέσει σε κίνδυνο την υλοποίηση ενός από τους λοιπούς σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2004/38/ΕΚ, ήτοι εκείνον της επίτευξης δίκαιης εξισορρόπησης μεταξύ της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, αφενός, και της διασφάλισης ότι τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής δεν θα επιβαρύνονται με υπέρμετρο βάρος, αφετέρου.
Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι όταν το εθνικό δίκαιο αποκλείει από το δικαίωμα στις κοινωνικές παροχές τα πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει για σύντομο μόνο χρονικό διάστημα μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο στους εργαζομένους άλλων κρατών μελών που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία.
Εξ όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ έχει την έννοια ότι υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος, έχοντας ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, απέκτησε την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, λόγω της δραστηριότητας που άσκησε σε αυτό το κράτος μέλος επί δύο εβδομάδες, βάσει εργασιακής σχέσεως μη στηριζόμενης σε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, και ακολούθως κατέστη ακουσίως άνεργος διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο του εξαμήνου, υπό την προϋπόθεση ότι έχει καταγραφεί στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, ο υπήκοος αυτός έχει, κατά συνέπεια, το δικαίωμα να λαμβάνει επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας ή, ενδεχομένως, παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως ως εάν ήταν υπήκοος του κράτους μέλους υποδοχής.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA