Σάββας Ρομπόλης-Βασίλης Μπέτσης
Είναι πλέον προφανές ότι στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας, κυρίαρχα χαρακτηριστικά, μεταξύ των άλλων, που σηματοδοτούν την πορεία της σταδιακής κοινωνικής αποσύνθεσης στην Ευρώπη, είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων, της φτωχοποίησης του πληθυσμού και η εγκαθίδρυση διαφόρων κατηγοριών δυϊσμού (π.χ. οικονομικός-κοινωνικός δυϊσμός, δυϊσμός ευρωπαϊκών-περιφερειακών ανισοτήτων, διεύρυνση του εισοδηματικού χάσματος πλουσίων-φτωχών κρατών-μελών καθώς και τμημάτων του πληθυσμού, κ.λ.π.).
Έτσι, στην πορεία αυτή απέκτησε δυναμική, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η θεσμοποίηση της Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων, του κοινωνικού dumping και του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και η πλήρης αποδυνάμωση, της πολιτικά, δημοκρατικά και κοινωνικά ισχυρής και ενιαίας Ευρώπης. Στις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός της Συνόδου Κορυφής στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας (17/11/2017) ότι η υιοθέτηση του «ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων» θα συμβάλλει στον περιορισμό του ανησυχητικού πλέον, για την συνεκτική προοπτική της ΕΕ, διευρυμένου κοινωνικού ελλείμματος, καθίσταται, ουτοπικός και παραπλανητικός.
Κι΄αυτό γιατί η στρατηγική επιλογή νεοφιλελεύθερης έμπνευσης της κοινωνικής αποσύνθεσης της Ευρώπης, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αποτέλεσε και αποτελεί, μεταξύ των άλλων, θεμελιώδη συνιστώσα της μετάβασης της ευρωπαϊκής οικονομίας από το βιομηχανικό υπόδειγμα (τρίτη βιομηχανική επανάσταση) στο τεχνοοικονομικό υπόδειγμα (τέταρτη βιομηχανική επανάσταση).
Στο τελευταίο δεσπόζει η εισαγωγή και η αλληλεπίδραση των τεχνολογικών συστημάτων παραγωγής, του αυτοματισμού, της ψηφιακής τεχνολογίας, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της νανοτεχνολογίας, κ.λ.π. στην παραγωγική διαδικασία και τις εργασιακές σχέσεις. Έτσι, στην πορεία αυτής της τεχνολογικής μετάβασης, η ασκούμενη ευρωπαϊκή πολιτική απάντησε και απαντά μέχρι σήμερα, για την επίτευξη, όπως ισχυρίζεται, ενός νέου επιπέδου ισορροπίας εργασίας-τεχνολογίας, με κοινωνικά επιζήμιες λύσεις.
Μιλάμε φυσικά για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αποδιάρθρωση του κράτους-πρόνοιας, την ευελιξία σε όλες της τις μορφές (εισοδηματικές, ασφαλιστικές, χρόνου, απασχόλησης) της εργασίας, τη διεύρυνση των κοινωνικών-εισοδηματικών ανισοτήτων και τη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού.
Η ανάδυση του αυταρχισμού στην Ευρώπη
Στη δε επόμενη δεκαετία 2020-2030, οι προαναφερόμενες ασκούμενες πολιτικές, εάν δεν αποτραπούν, θα κινδυνεύουν να υλοποιούνται με πολιτικές αυταρχισμού και συρρίκνωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και λειτουργιών. Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις θα ανατρέψουν, μεταξύ των άλλων, την πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος από αθροιστικό (κράτη-μέλη) σε ακέραιο (ΕΕ). Η εν δυνάμει αντιστροφή και μετατροπή του ακέραιου σε αθροιστικό προκαλείται, μεταξύ των άλλων, από τις ασκούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Επιπλέον, προωθούμενες από τις εθνοτικές, εθνικιστικές και ξενοφοβικές δυνάμεις, που αμφισβητούν την συνεκτική προοπτική της ΕΕ, αποπειράται να αναιρεθεί στις επερχόμενες ευρωεκλογές τόσο το δίλημμα της δημοκρατικής ομαλότητας, όσο και να αποκτήσει η πρότασή τους, την προοπτική της πολιτικής κανονικότητας στην Ευρώπη.
Όμως, μία τέτοια προοπτική ουσιαστικά σημαίνει περαιτέρω επιτάχυνση και εμβάθυνση της κοινωνικής αποσύνθεσης, της αποδημοκρατικοποίησης της ΕΕ, της εγκαθίδρυσης του μοντέλου της εξατομίκευσης στην εργασία και της ανάπτυξης των λόμπι εξατομικευμένων συμφερόντων. Τα εξατομικευμένα αυτά συμφέροντα, υπονομεύοντας την όποια κοινωνική συνοχή και κοινωνική αλληλεγγύη, θα λειτουργούν σε όφελος της υλοποίησης δράσεων και πρωτοβουλιών φιλανθρωπίας τόσο από μέρους των κρατικών φορέων, όσο και από μέρους των ιδιωτών-χορηγών.
Η κοινωνική δαπάνη στα τάρταρα
Επιπλέον, η συντελούμενη συρρίκνωση και ελαχιστοποίηση των διαστάσεων του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη, περιόρισε και περιορίζει σημαντικά, μεταξύ των άλλων, το ρόλο του ως «παραγωγού αξίας» και ως αναπαραγωγική συνιστώσα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η παρατήρηση αυτή αποδεικνύει την περιορισμένη αξιοποίηση των βασικών αναπτυξιακών εξωτερικών οικονομιών κλίμακας του κοινωνικού κράτους (εκπαίδευση, υγεία, έρευνα, γνώση, εξειδίκευση, κοινωνική συνοχή, κ.λ.π.).
Με αυτόν τον τρόπο, σε συνδυασμό και με την προοπτική επιβράδυνσης, ενδεχομένως και ύφεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, που σύμφωνα με διεθνείς και Ευρωπαίους αξιωματούχους η ΕΕ δεν θα είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει, ανοίγει ο Ασκός του Αιόλου. Θα μιλάμε για μια ΕΕ που οι συνταξιοδοτικές δαπάνες των 27 κρατών-μελών θα μειωθούν από 11.9% του ΑΕΠ το 2016 σε 11,4% του ΑΕΠ το 2070, ενώ στην Ελλάδα θα μειωθούν από 14,6% του ΑΕΠ το 2020, σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070 (με ανώτερο μνημονιακό επίπεδο 16% του ΑΕΠ). Σύμφωνα με πρόσφατη εργασία μας, θα μιλάμε για συνολικό ποσό της μέσης κύριας και επικουρικής σύνταξης στα 850-900 ευρώ μεικτά και συντελεστή αναπλήρωσης των συντάξεων από 75% το 2009 σε 45% το 2070!
Σημειώνεται ότι το 25% του συνολικού πληθυσμού (124 εκατ. άτομα) στην ΕΕ είναι συνταξιούχοι και από αυτούς τα 17,3 εκατ. άτομα, δηλαδή 18,2% των συνταξιούχων απειλούνται από τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού. Στην κατεύθυνση αυτή, η κατά κεφαλή κοινωνική δαπάνη στην ΕΕ από 7.700 ευρώ το 2018 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 8.900 ευρώ το 2060, ενώ στην Ελλάδα η κατά κεφαλή κοινωνική δαπάνη από 4.500 ευρώ το 2017 θα μειωθεί στα 3.700 ευρώ το 2060.
Οι διεθνείς οργανισμοί δίνουν άλλοθι
Στις συνθήκες αυτές, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων στην ΕΕ πλήττει και τις πιο ανεπτυγμένες και πιο πολυπληθείς (50% περίπου του πληθυσμού) χώρες της, όπως τη Γαλλία και τη Γερμανία. Πράγματι, στη Γαλλία από το 1983 μέχρι το 2015, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100% έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού.
Το ίδιο και στην Γερμανία, όπου σύμφωνα με έκθεση (2016) της Bundesbank το πλουσιότερο 10% των Γερμανών κατέχει το 60% του πλούτου της χώρας και το φτωχότερο 50% του γερμανικού πληθυσμού καρπούται μόλις το 2,5% του συνολικού πλούτου της χώρας. Η νεοφιλελεύθερη αυτή στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων της «σταθεροποίησης της οικονομίας με αποσταθεροποίηση της εργασίας και του κοινωνικού κράτους» και τα αντίστοιχα περιοριστικά μέτρα πολιτικής, υποστηρίχθηκαν και υποστηρίζονται τεχνικά από τους διεθνείς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, Κομισιόν, Eurostat, κ.λ.π.).
Με αυτόν τον τρόπο αποπειρώνται να προσδώσουν άλλοθι ουδετερότητας, αντικειμενικότητας και τεχνικής τεκμηρίωσης, με στόχο την αφομοίωση της πολιτικής ευθύνης των πολιτικών κέντρων λήψης των αποφάσεων (Υπουργικά Συμβούλια, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κ.λ.π.).
Στην κατεύθυνση αυτή τροποποιήθηκαν το εννοιολογικό-θεωρητικό περιεχόμενο και η μεθοδολογία υπολογισμού και μέτρησης, για παράδειγμα του ορισμού και του επιπέδου της ανεργίας, της απασχόλησης, των συλλογικών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, του ορισμού και του επιπέδου της φτώχειας, των συντάξεων, της επάρκειας των συνταξιοδοτικών παροχών κ.λ.π. Κεντρική επιδίωξη είναι η συρρίκνωση της συλλογικότητας (κοινωνικές δαπάνες), η διεύρυνση της ατομικότητας (εξατομίκευση στην εργασία και ιδιωτική επιβάρυνση της κοινωνικής δαπάνης), που οδηγούν σε πτώση του βιοτικού επιπέδου.