Οι 6 προτάσεις των τραπεζών για να επαναφέρουν «κόκκινα» δάνεια ύψους 12-15 δισ. µέχρι το τέλος του 2021 στην «πράσινη περιοχή»
«Αλά καρτ» ρυθµίσεις βάζουν µπροστά οι τράπεζες, µε στόχο να επαναφέρουν κόκκινα δάνεια ύψους 12-15 δισ. ευρώ µέχρι το τέλος του 2021 στην «πράσινη περιοχή», και για να το πετύχουν προσφέρουν λύσεις προσαρµοσµένες στις πραγµατικές δυνατότητες αποπληρωµής του κάθε δανειολήπτη.
Οι ρυθµίσεις αυτές απευθύνονται σε δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, ο αριθµός τους υπολογίζεται σε περισσότερους από 75.000 µε 80.000 οφειλέτες, δηλαδή σε νοικοκυριά, πολύ µικρές και µικροµεσαίες επιχειρήσεις, που δεν πληρούν τα κριτήρια να ενταχθούν στις νέες ευνοϊκές πρόνοιες του νόµου για την προστασία της κύριας κατοικίας τους από τον πλειστηριασµό. Σύµφωνα µε τραπεζικά στελέχη, την περίοδο από τα τέλη του 2018 µέχρι το τέλος του 2021 στόχος είναι το 60% των ρυθµισµένων δανείων να έχει «ζωντανέψει» και να εξυπηρετείται κανονικά. Να σηµειωθεί ότι στα τέλη ∆εκεµβρίου 2018, σύµφωνα µε τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 37,6% των «κόκκινων» δανείων, δηλαδή πάνω-κάτω δάνεια 31 δισ. ευρώ, ήταν σε κάποιου είδους ρύθµιση.
Ωστόσο η ΤτΕ διαπιστώνει ότι εξακολουθεί να παραµένει υψηλό το ποσοστό των δανείων που ρυθµίζονται και «σκάνε» εκ νέου µόλις τρεις µήνες µετά τη ρύθµιση. Οι τράπεζες, λοιπόν, για να είναι αποδοτικές οι ρυθµίσεις, προχωρούν σε λύσεις µακροπρόθεσµες, µε έµφαση κυρίως στην επιµήκυνση της διάρκειας αποπληρωµής και δευτερευόντως σε ρυθµίσεις που περιλαµβάνουν µείωση επιτοκίου και «σπάσιµο» του δανείου στα δύο (split balance). Ενώ και η «άφεση χρέους», δηλαδή «κούρεµα» µέρους της οφειλής σε ποσοστό της τάξης του 20%, είναι ανάµεσα στις λύσεις που προτείνουν στους «κόκκινους» δανειολήπτες.
Οι λύσεις αυτές προβλέπονται και από τον Κώδικα ∆εοντολογίας της ΤτΕ, «εργαλείο» που µπορεί να συµβάλει -σε συνδυασµό µε το νέο πλαίσιο της πρώτης κατοικίας από τον πλειστηριασµόστη σηµαντική µείωση των προβληµατικών δανείων. Οι τράπεζες έχουν µπροστά τους 32 µήνες -µέχρι το τέλος του 2021- για να µειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 53 δισ. ευρώ, ώστε αυτά να περιοριστούν στα 28 δισ. ευρώ από τα 81 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2018. Το 80% των ρυθµίσεων στις οποίες προχωρούν πλέον οι τράπεζες είναι µακροπρόθεσµες, έχουν δηλαδή διάρκεια µέχρι την πλήρη αποπληρωµή του δανείου.
Λαµβάνοντας υπόψη και τη µελλοντική ικανότητα αποπληρωµής του δανειολήπτη, οι µακροπρόθεσµες ρυθµίσεις προσφέρουν δέσµη λύσεων, που εφαρµόζονται και συνδυαστικά, όπως για παράδειγµα:
- Μείωση του επιτοκίου ή του περιθωρίου.
- Επιµήκυνση της διάρκειας αποπληρωµής του δανείου, που είναι σε συνάρτηση µε την ηλικία του δανειολήπτη ή του εγγυητή.
- «Σπάσιµο» της οφειλής σε δύο µέρη. Η ρύθµιση είναι γνωστή ως Split Balance, το δάνειο «σπάει» στα δύο. Το ένα τμήμα ο δανειολήπτης το αποπληρώνει κανονικά. Το δεύτερο τμήμα «παγώνει» και τακτοποιείται μεταγενέστερα.
- «Κούρεμα», δηλαδή ένα ποσοστό του δανείου «σβήνει» και δεν υφίσταται ως οφειλή, ώστε ο δανειολήπτης να είναι σε θέση να εξυπηρετεί κανονικά το υπόλοιπο ποσό.
Επιπλέον, για τα επιχειρηματικά δάνεια στις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις συγκαταλέγονται λύσεις όπως:
- Λειτουργική αναδιάρθρωση της επιχείρησης, ώστε να καταστεί βιώσιμη και ικανή για την ομαλή εξυπηρέτηση των οφειλών της. Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να περιλαμβάνονται ενέργειες όπως η αλλαγή διοίκησης, η πώληση περιουσιακών στοιχείων, ο περιορισμός του κόστους, ο εταιρικός μετασχηματισμός, η ανανέωση πιστωτικών ορίων ακόμα και η παροχή νέων δανείων.
- Συμφωνία ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο. Στη ρύθμιση αυτή ένα τμήμα του δανείου μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε το ύψος της εναπομένουσας οφειλής να μπορεί να εξυπηρετηθεί ομαλά. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ο στόχος είναι το 50% με 60% των δανείων που ρυθμίζεται μακροπρόθεσμα να καταστεί και πάλι ενήμερο μέχρι την πλήρη εξόφλησή του.
Οριστική διευθέτηση για περιπτώσεις στάσης πληρωμών άνω της τριετίας
Για πιο δύσκολες περιπτώσεις καθυστερούμενων δανείων, για εκείνα δηλαδή που βρίσκονται σε «βαθύ κόκκινο» και έχουν να πληρωθούν δόσεις για διάστημα μεγαλύτερο της τριετίας, εφαρμόζονται λύσεις οριστικής διευθέτησης, που επίσης προβλέπονται από τον Κώδικα Δεοντολογίας. Στις περιπτώσεις αυτές η δανειακή σχέση μεταβάλλεται ή τερματίζεται με στόχο την οριστική τακτοποίηση του δανείου. Η λύση αυτή μπορεί να συνδυάζεται με εθελοντική παράδοση του ακινήτου ή ακόμα και με οικειοθελή ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων, για να τακτοποιηθεί η οφειλή.
Ειδικότερα:
- Ο δανειολήπτης που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το δάνειο, παραχωρεί με τη θέλησή του, χωρίς δηλαδή να υπάρξει δικαστική εμπλοκή -με διαταγή πληρωμής, πρόγραμμα πλειστηριασμού-, το ενυπόθηκο ακίνητο στην τράπεζα. Και ακόμα στη νέα συμφωνία του δανειολήπτη με την τράπεζα διατυπώνεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου. Η συγκεκριμένη λύση μπορεί να αφορά κατοικία ή επαγγελματική στέγη.
- Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα και υπογράφει σύμβαση ενοικίασης/ χρηματοδοτικής μίσθωσης. Ετσι έχει τη δυνατότητα μίσθωσης του ακινήτου για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο. Και αυτή η λύση μπορεί να αφορά κατοικία ή επαγγελματική στέγη.
- Η λύση της εθελοντικής εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Δηλαδή ο δανειολήπτης με τη θέλησή του, αλλά και με τη σύμφωνη γνώμη της τράπεζας, προχωρά στην πώληση του ακινήτου. Το ποσό που θα εισπράξει το πληρώνει στην τράπεζα. Αν τώρα το τίμημα της πώλησης είναι μικρότερο από τη συνολική οφειλή, η τράπεζα προχωρά στη διαγραφή της εναπομένουσας οφειλής. Η εν λόγω λύση μπορεί να αφορά τόσο οικιστικό ακίνητο όσο και επαγγελματική στέγη.
- Προβλέπεται η λύση του διακανονισμού απαιτήσεων. Πρόκειται για εξωδικαστική συμφωνία κατά την οποία η τράπεζα λαμβάνει είτε εφάπαξ σε μετρητά (ή ισοδύναμα μετρητών) είτε σε προκαθορισμένες δόσεις την οφειλή του δανειολήπτη. Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα μπορεί να προχωρήσει και σε μερική διαγραφή της απαίτησης («κούρεμα»).
- Το υποθηκευμένο ακίνητο βγαίνει σε πλειστηριασμό και η τράπεζα υπερθεματίζει αποκτώντας την κυριότητά του, στο πλαίσιο ευρύτερης συμφωνίας οριστικής διευθέτησης της οφειλής, με τη συναίνεση του δανειολήπτη.
- Και τέλος υπάρχει η ολική διαγραφή της οφειλής. Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα αποφασίζει τη διαγραφή του συνόλου της οφειλής εφόσον δεν υπάρχουν ρευστοποιήσιμα στοιχεία και δεν αναμένεται περαιτέρω ανάκτηση.