Οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως αυξήθηκαν σε ποσοστό 2,6% στα 1,8 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2018, σύμφωνα με νέα στοιχεία που δημοσίευσε το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Βρίσκονται, δηλαδή, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1988 και 76% υψηλότερα από το χαμηλό της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, το 1998. Λόγω της εφαρμογής του νέου προγράμματος προμήθειας όπλων υπό την κυβέρνηση Trump, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ αυξήθηκαν για πρώτη φορά μετά επτά χρόνια φτάνοντας τα 649 δισ. δολάρια. Κανένα άλλο έθνος δεν πλησιάζει καν αυτό το νούμερο, το οποίο ισοδυναμεί σχεδόν με το άθροισμα των δαπανών των επόμενων 8 χωρών με τις υψηλότερες δαπάνες.
Η Κίνα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη επίδοση πίσω από τις ΗΠΑ, αυξάνοντας τα επίπεδα των στρατιωτικών δαπανών της για 24η διαδοχική χρονιά. Ξόδεψε περίπου 250 δισεκατομμύρια δολάρια στις ένοπλες δυνάμεις της το 2018, σχεδόν δέκα φορές υψηλότερα από ό,τι το 1994. Η Σαουδική Αραβία είχε τις τρίτες υψηλότερες δαπάνες με εκτιμώμενο συνολικό ποσό λίγο κάτω από 68 δισ. δολάρια, ακολουθούμενη από την Ινδία (67 δισ. δολάρια) και τη Γαλλία (64 δισ. δολάρια). Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, ωστόσο, όταν οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί εκτιμώνται ως ποσοστό του ΑΕΠ της κάθε χώρας.
Παρόλο που η Σαουδική Αραβία πέρυσι μείωσε τις στρατιωτικές δαπάνες κατά 4,6 δισ. δολάρια, αυτές εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το 8,8% του ΑΕΠ του βασιλείου, το μεγαλύτερο ποσοστό οποιασδήποτε χώρας στην ανάλυση του SIPRI. Αντίθετα, τα 649 δισ. δολάρια που δαπανήθηκαν από την Ουάσιγκτον αντιπροσώπευαν “μόνο” το 3,2% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ενώ οι πρόσφατες αυξήσεις των δαπανών της Ρωσίας αντιπροσωπεύουν το 3,9%. Αλλού στη λίστα, ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Γερμανίας ανέρχεται στο 1,2% του ΑΕΠ, ένα ποσοστό δαπανών που έχει προσελκύσει επανειλημμένα σκληρή κριτική από τον Πρόεδρο Trump. Το ΝΑΤΟ καλεί όλα τα μέλη του να αφιερώσουν το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα και μέχρι στιγμής μόνο έξι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται πάνω από αυτό το όριο.