Απόφαση 277/2019 ΙΙΙ Τμήματος Ελεγκτικού Συνεδρίου
30/04/2019
Απόφαση 277/2019 ΙΙΙ Τμήματος Ελεγκτικού Συνεδρίου: Προδικαστικό ερώτημα (άρθρο 108 Α παρ.2 π.δ. 1225/81) προς επίλυση ζητημάτων μείζονος σπουδαιότητας αναφορικά με διατάξεις του νέου συνταξιοδοτικού νόμου ν.4387/2016 – Παραπομπή στην Ολομέλεια
Απόσπασμα της απόφασης
28. Ως εκ του ερείσματος αυτού επί του Συντάγματος (ΕλΣΟλ. 244/2017) αλλά και λόγω της φύσης αυτού ως περιουσιακού δικαιώματος (άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των δημόσιων εν γένει λειτουργών και υπαλλήλων, προστατεύεται και υπό την όψη αυτού ως θεμιτής προσδοκίας των ακόμη εν ενεργεία εργαζομένων προς λήψη συντάξεως στο μέλλον. Όμως η προστασία της προσδοκίας αυτής, δοθείσης της φύσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος ως χρηματικής παροχής εξαρτώμενης από την εκάστοτε οικονομική αντοχή του συνόλου συνταξιοδοτικού συστήματος, δεν φθάνει μέχρι του σημείου της κατοχύρωσης κεκτημένων δικαιωμάτων σε συνταξιοδοτική παροχή συγκεκριμένου ποσού στο μέλλον.
Πάντως, παραβιάζεται η θεμιτή προσδοκία του εξερχόμενου της ενεργού υπηρεσίας δημοσίου εν γένει λειτουργού ή υπαλλήλου όταν, δυνάμει αλλαγής του νομοθετικού καθεστώτος που επισυμβαίνει εγγύς του χρόνου της συνταξιοδότησής του, υφίσταται τέτοια μείωση στη συνταξιοδοτική παροχή που ανέμενε υπό το προϊσχύσαν καθεστώς ώστε ουσιαστικώς να αναιρείται ο πυρήνας του θεμελιώδους δικαιώματος αυτού στη σύνταξη, ήτοι η αποτελεσματικότητα της σύνταξης εν όψει του δικαιολογητικού της λόγου.
Ως κριτήρια προς εκτίμηση από το Δικαστήριο αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση αναιρέσεως του πυρήνα του ως άνω δικαιώματος μπορεί να χρησιμοποιηθούν (i) το ποσοστό της μείωσης που υφίσταται ο δικαιούχος υπό το νέο καθεστώς, (ii) ο μέσος όρος του ποσού συντάξεως στη χώρα κατά το έτος κανονισμού της σύνταξης, (iii) το ποσό της κατώτατης σύνταξης κατά το ίδιο έτος, (iv) το όριο της φτώχειας επίσης κατά το ίδιο κρίσιμο έτος, (v) αν ο δικαιούχος μπορούσε να παραμείνει στην υπηρεσία, (vi) σε ποιά ηλικία συνταξιοδοτήθηκε, (vii) ποιός ήταν ο χρόνος υπηρεσίας αυτού, καθώς και άλλα στοιχεία, εφόσον είναι διαθέσιμα, όπως ιδίως το συνολικό ποσό ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλε και τι ποσοστό αυτό αντιπροσώπευε επί των αποδοχών του.
Το Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, θεωρεί ότι ο έλεγχος που, ως εκ της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, δικαιούται να ασκήσει εν προκειμένω είναι οριακός και, συνεπώς, μόνον αν διαπιστωθεί από αυτό η κατά τα ανωτέρω αναίρεση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος στη σύνταξη δικαιούται να κρίνει ως αντισυνταγματική την επίμαχη ρύθμιση. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, εν όψει των στοιχείων που παρατίθενται στη σκέψη 32, δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης ως εφαρμόζεται στην εκκαλούσα.
29. Αναφορικώς με τον προβληθέντα από την εκκαλούσα λόγο ότι το κριτήριο διαφοροποίησης αυτής από τις λοιπές συγκρίσιμες με αυτήν περιπτώσεις, ήτοι, το κριτήριο εκ της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, είναι αυθαίρετο και άρα αντίθετο στην αρχή της ισότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι το κριτήριο αυτό, συναρτώμενο με την εκδήλωση βουλήσεως εκ μέρους του δικαιουμένου σύνταξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απρόσφορο σε σχέση μάλιστα με άλλα κριτήρια τα οποία ο νομοθέτης, διαθέτων σχετικώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, δύναται να θεσπίσει, όπως λ.χ. η ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου ή η ημερομηνία ανακοίνωσης από την Κυβέρνηση της πρόθεσης αυτής να θεσμοθετηθεί το σχετικό μέτρο. Ούτε έχρηζε ιδιαίτερης επεξήγησης ή θεμελίωσης από τον νομοθέτη η επιλογή του κριτηρίου της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης, δοθέντος ότι ο λόγος επιλογής της ημερομηνίας αυτής, ήτοι ο σεβασμός της βουλήσεως του δικαιούχου σύνταξης, είναι προφανής και, κατά τα ανωτέρω, εύλογος.
30. Αναφορικώς με τον τρίτο ως άνω λόγο εφέσεως, ήτοι την προσβολή του περιουσιακού δικαιώματος στη σύνταξη, σε συνδυασμό με την αρχή της ισότητας εις βάρος της εκκαλούσας λόγω της -κατά τους ισχυρισμούς της- σημαντικής διαφοροποίησης ως προς τη σύνταξη που δικαιούνται μεταξύ “παλαιών” και “νέων” συνταξιούχων, το Δικαστήριο επισημαίνει τα εξής:
Εφόσον τη βάση του νέου συστήματος αποτέλεσε η ανάγκη εξυγίανσης του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος της χώρας με τη δημιουργία ενιαίου φορέα ασφάλισης – ο οποίος θα διέθετε τους εξ ορισμού περιορισμένους κοινωνικο-ασφαλιστικούς πόρους με πνεύμα ισότητας και εθνικής αλληλεγγύης σε όλους τους υπαγόμενους σ’ αυτόν δικαιούχους σύνταξης -, τότε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για να δικαιολογηθεί μια ενδεχομένως ουσιώδης διαφοροποίηση ως προς το ύψος της συνταξιοδοτικής παροχής μεταξύ των συνταξιοδοτηθέντων υπό το παλαιό και αυτών που συνταξιοδοτούνται υπό το νέο καθεστώς, πρέπει να συντρέχουν σοβαροί ουσιαστικοί λόγοι, πέραν αυτού που στηρίζεται στο κριτήριο του χρόνου συνταξιοδότησης.
Δεν αρκεί δε ως τέτοιος σοβαρός ουσιαστικός λόγος, καθόσον σε όλους κατανέμεται το αυτό ασφαλιστικό κεφάλαιο, η προστασία του επιπέδου ζωής των ήδη συνταξιοδοτηθέντων, όταν οι λοιποί ασφαλισμένοι, με τη σύνταξη που δικαιούνται υπό το νέο καθεστώς, κινδυνεύουν να έχουν επίπεδο ζωής σημαντικώς κατώτερο των παλαιών συνταξιούχων.
Όμως, το Δικαστήριο κρίνει σχετικώς ότι, εν όψει του μεταβατικού χαρακτήρα των ρυθμίσεων που εφαρμόσθηκαν στην εκκαλούσα και, ειδικότερα, των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων που αυτές παρήγαγαν στην κρινόμενη περίπτωση, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, υπό την ως άνω μορφή αυτής, που πάντως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποτελεί πλήρως προστατευόμενη από το Σύνταγμα πτυχή της αρχής της ισότητας, αποτελούσα αναπόσπαστο μέρος αυτής.
32. Στο άρθρο 108 Α παρ.2 του π.δ/τος 1225/1981 ορίζεται: «Όταν Τμήμα του Ελεγκτικού συνεδρίου επιλαμβάνεται υπόθεσης στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων (…) χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στην Ολομέλεια».
Το Δικαστήριο, ενόψει (α) του μεγάλου όγκου των υποθέσεων που εκτιμά ότι θα προκύψουν από τον κανονισμό των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών με βάση τις διατάξεις του ν. 4387/2016, (β) των ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής των προσώπων αυτών στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης από 1.1.2017, (γ) του ζητήματος σχετικώς με τη συνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 και 4, 7, 8, 13, 14 και 15 του ν. 4387/2016 περί του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών των ως άνω προσώπων και τη συμβατότητα αυτών με το άρθρο 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και (δ) της διαπίστωσης ότι δεν υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που να έχει επιλύσει τα ζητήματα που τίθενται στην κρινόμενη υπόθεση, κρίνει ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις παραπομπής στην Ολομέλεια (ΕλΣ Ολ. 487/2016, ΕλΣ 401/2017) των νομικών ζητημάτων που αντιμετώπισε στις σκέψεις 20 και 21 (συνταγματικότητα της υπαγωγής των δημοσίων εν γένει λειτουργών και υπαλλήλων σε ενιαίο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, και συνταγματικότητα του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων των ανωτέρω), 28 (συνταγματικότητα της μείωσης στη σύνταξη των δημοσίων εν γένει λειτουργών και υπαλλήλων που προκύπτει από το νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων), 30 (αναγνώριση ότι στην αρχή της ισότητας, όπως προστατεύεται από το Σύνταγμα, περιλαμβάνεται και η αρχή της μη κατάδηλης διαφοροποίησης “παλαιών” και “νέων” συνταξιούχων, εν όψει του επιπέδου ζωής που διασφαλίζεται εκατέρωθεν από τις συντάξεις αυτών).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο elsyn.gr