Δικαστήριο ΕΕ: Συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο τέτοια εθνική νομοθεσία, εφόσον διασφαλίζεται το 48ωρο ως μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 11-04-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι εθνική νομοθεσία μπορεί να θεσπίζει περιόδους αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας που αρχίζουν και λήγουν σε καθορισμένες ημερομηνίες, χωρίς το γεγονός αυτό να αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ (οδηγία σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας).
Εντούτοις, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι τέτοια νομοθεσία πρέπει να περιλαμβάνει μηχανισμούς που καθιστούν δυνατό να διασφαλιστεί η τήρηση της μέσης μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας 48 ωρών σε κάθε εξάμηνη περίοδο που επιμερίζεται μεταξύ δύο διαδοχικών προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς.
Ιστορικό της υπόθεσης
Mεταξύ της Syndicat des cadres de la sécurité intérieure (Συνδικαλιστικής οργανώσεως προσωπικού ασφαλείας ανωτέρας βαθμίδας) και των γαλλικών αρχών ανέκυψε διαφορά, σχετικά με την περίοδο αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας του επιχειρησιακού προσωπικού που υπηρετεί στην εθνική αστυνομία.
Το εφαρμοστέο στο προσωπικό αυτό γαλλικό διάταγμα προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η καταγραφόμενη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, ανά επταήμερο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ ώρες κατά μέσο όρο για περίοδο ενός εξαμήνου του ημερολογιακού έτους.
Στις 28 Μαρτίου 2017, η Syndicat des cadres de la sécurité intérieure προσέφυγε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία), ζητώντας την ακύρωση της διατάξεως αυτής. Υποστηρίζει, ιδίως, ότι η διάταξη αυτή αντιβαίνει στους κανόνες της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και ιδίως με την παρέκκλιση που επιτρέπει στα κράτη μέλη να επεκτείνουν την περίοδο αναφοράς στο εξάμηνο, καθότι για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, λαμβάνει υπόψη περίοδο αναφοράς η οποία συμπίπτει με τα εξάμηνα του ημερολογιακού έτους και όχι εξάμηνη περίοδο αναφοράς με κυλιόμενη ημερομηνία ενάρξεως και λήξεως.
Το Conseil d’État διερωτάται αν το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην επίμαχη γαλλική νομοθεσία, κατά την οποία οι περίοδοι αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας δεν είναι κυλιόμενες, αλλά αρχίζουν και λήγουν σε καθορισμένες ημερομηνίες.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, ιδίως δεδομένου ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ σιωπά ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερα να ορίζουν τις περιόδους αναφοράς σύμφωνα με τη μέθοδο της επιλογής τους, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι σκοποί της οδηγίας.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η οδηγία 2003/88/ΕΚ αποσκοπεί στη βελτίωση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, προβλέποντας συγκεκριμένο όριο για τη μέση μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας. Το εν λόγω μέγιστο όριο αποτελεί ιδιαίτερης σπουδαιότητας κανόνα του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, ο οποίος πρέπει να ισχύει για κάθε εργαζόμενο ως ελάχιστη αναγκαία προδιαγραφή προς διασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτές καθ’ εαυτές οι προκαθορισμένες και οι κυλιόμενες περίοδοι αναφοράς συνάδουν προς τον εν λόγω σκοπό της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, κατά το μέτρο που καθιστούν δυνατό να εξακριβωθεί ότι ο εργαζόμενος δεν εργάζεται πλέον των 48 ωρών κατά μέσο όρο καθ’ όλη τη διάρκεια της οικείας περιόδου και ότι, ως εκ τούτου, τηρούνται οι επιταγές σχετικά με την υγεία και την ασφάλειά του. Προς τούτο, είναι αδιάφορο αν ως έναρξη και λήξη της περιόδου αναφοράς ορίζονται συγκεκριμένες ημερομηνίες ή αν η έναρξη και η λήξη της μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου.
Εντούτοις, κατά το Δικαστήριο, οι συνέπειες που έχει για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων η χρήση προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς εξαρτώνται από το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, όπως η φύση και οι συνθήκες της εργασίας, καθώς και, μεταξύ άλλων, η μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας και η διάρκεια της περιόδου αναφοράς τις οποίες έχει ορίσει το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Ως προς αυτό το ζήτημα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι σε αντίθεση με τις κυλιόμενες, οι προκαθορισμένες περίοδοι αναφοράς μπορούν να δημιουργήσουν καταστάσεις στις οποίες ενδεχομένως να μην επιτυγχάνεται ο σκοπός περί προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Σε περίπτωση εφαρμογής προκαθορισμένης περιόδου αναφοράς, υφίσταται το ενδεχόμενο να επιβάλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο συνεχόμενα διαστήματα αυξημένου χρόνου εργασίας κατά τη διάρκεια δύο διαδοχικών προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς με αποτέλεσμα να υπάρξει υπέρβαση, κατά μέσο όρο, της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας επί χρονικό διάστημα το οποίο επιμερίζεται μεν στις δύο αυτές προκαθορισμένες περιόδους, αλλά θα μπορούσε όμως να αντιστοιχεί και σε ισόχρονη προς αυτές κυλιόμενη περίοδο αναφοράς.
Συνεπώς, μολονότι αυτή καθεαυτή μια μεμονωμένη κυλιόμενη ή προκαθορισμένη περίοδος αναφοράς συνάδει προς τον σκοπό περί προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, εντούτοις ο συνδυασμός δύο διαδοχικών προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς μπορεί, ανάλογα με τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας και τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς τις οποίες έχει ορίσει το συγκεκριμένο κράτος μέλος, να δημιουργήσει καταστάσεις όπου η επίτευξη του σκοπού αυτού μπορεί να διακυβευθεί, παρά την τήρηση των προβλεπόμενων στην οδηγία 2003/88/ΕΚ περιόδων αναπαύσεως.
Το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι η χρήση προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς θα πρέπει να συνοδεύεται από μηχανισμούς οι οποίοι καθιστούν δυνατό να διασφαλιστεί η τήρηση της μέσης μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας 48 ωρών σε κάθε εξάμηνη περίοδο που επιμερίζεται μεταξύ δύο διαδοχικών προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς. Προσθέτει δε ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει κατά πόσον μία εθνική νομοθεσία προβλέπει τέτοιους μηχανισμούς συμμόρφωσης.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι εθνική νομοθεσία μπορεί να θεσπίζει περιόδους αναφοράς για τον υπολογισμό του μέσου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας που αρχίζουν και λήγουν σε καθορισμένες ημερομηνίες, υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή περιλαμβάνει μηχανισμούς που καθιστούν δυνατό να διασφαλιστεί η τήρηση της μέσης μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας 48 ωρών σε κάθε εξάμηνη περίοδο που επιμερίζεται μεταξύ δύο διαδοχικών προκαθορισμένων περιόδων αναφοράς.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA