FacebookTwitterLinkedInEmailPrintShares86
Είναι γνωστό ότι η Γερμανία έχει μεγάλο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της. Από που προέρχεται αυτό το πλεόνασμα; Η πρώτη οικονομία της Ευρώπης ωφελήθηκε τα μέγιστα από τη δημιουργία της Ευρωζώνης. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ είχε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του γερμανικού πλεονάσματος.
Οι καθαρές εξαγωγές είχαν, επίσης, σημαντική επίδραση στη μεγέθυνση του γερμανικού ΑΕΠ. Οι μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία επέδρασαν σημαντικά στον περιορισμό των μισθών, οδηγώντας σε σταθερό μοναδιαίο κόστος εργασίας ή και σε μειούμενο. Αυτό αντιστρόφως αύξησε το μερίδιο των κερδών και το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στη Γερμανία, μετά τις αρχικές επιπτώσεις της επανένωσης, τα εργατικά συνδικάτα στο τέλος της δεκαετίας του 1990 συμφώνησαν να διατηρήσουν τον ρυθμό αύξησης των μισθών χαμηλότερα από τον αντίστοιχο της παραγωγικότητας. Ακολούθησε η μεταρρύθμιση που ονομάσθηκε “Ατζέντα Σρέντερ 2010” και η οποία είχε στόχο να αποτρέψει την εκροή των γερμανικών επενδύσεων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Η λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz και ειδικά η τέταρτη μεταρρύθμιση (αρχές της δεκαετίας του 2000) μείωσε τον καταβαλλόμενο φόρο για τους χαμηλόμισθους, μείωσε την ανεργία και κατηύθυνε όλες τις ωφέλειες της αύξησης της απασχόλησης στη γερμανική οικονομία.
Ως συνέπεια των παραπάνω το μοναδιαίο κόστος εργασίας τελμάτωσε ή μειώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 μέχρι και το μέσον της δεκαετίας του 2000. Η εξέλιξη αυτή ενδυνάμωσε την ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού βιομηχανικού τομέα. Η εισαγωγή του ευρώ καθόρισε, ουσιαστικά, ως μοναδικό κριτήριο της ανταγωνιστικότητας την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Ας σημειωθεί ότι στην Ευρωζώνη κατευθύνεται περίπου το 50%-60% των γερμανικών εξαγωγών. Αν ληφθεί υπόψη ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας των υπολοίπων χωρών την ίδια περίοδο αυξάνεται, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό μειώνεται, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές της Γερμανίας.
Κέρδισε ανταγωνιστικότητα
Τα στοιχεία δεν απαντούν το εξής ερώτημα: Η παραγωγικότητα αυξήθηκε ως συνέπεια των μεταρρυθμίσεων, ή ήταν οι μεταρρυθμίσεις που επέκτειναν την πραγματική προσφορά εργασίας στη Γερμανία και ως εκ τούτου διατήρησαν χαμηλά τους ονομαστικούς μισθούς; Η Γερμανία, πάντως, κέρδισε ανταγωνιστικότητα εντός της Ευρωζώνης μέχρι το 2007, παρά τη μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας της.
Αυτό που διαχώρισε την γερμανική οικονομία από τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης ήταν η ασθενής αύξηση των μισθών στη Γερμανία. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις στην αγορά εργασίας μετέβαλλαν την κατανομή του εισοδήματος από τους μισθούς προς τα κέρδη. Αυτό δεν είναι μόνο συνέπεια της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και της μειωμένης εγχώριας απορρόφησης. Η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης αυξάνει την εγχώρια αποταμίευση. Για ένα δεδομένο επίπεδο εγχώριου σχηματισμού κεφαλαίου, πάντως, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξάνει. Πάντως η μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ δεν συνοδεύεται από μείωση του λόγου ιδιωτική κατανάλωση προς ΑΕΠ την ίδια περίοδο.
Το χαμηλότερο μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ οδήγησε σε αυξημένο μερίδιο των αποταμιεύσεων (εταιρειών και συνολικό). Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι επενδύσεις στη Γερμανία μειώθηκαν (όχι σημαντικά), συμβάλλοντας στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Ως γνωστό, το άνοιγμα αυτό είναι η άλλη όψη του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πράγματι, οι γερμανικές αποταμιεύσεις αυξήθηκαν χονδρικά από το 20% το 2001 στο 30% του ΑΕΠ το 2015. Οι δε εγχώριες επενδύσεις έμειναν περίπου σταθερές γύρω από το 20% του ΑΕΠ.
Στη Γερμανία ο επιχειρηματικός τομέας από δανειζόμενος κατά 6% του ΑΕΠ στις αρχές του 2000 μεταβλήθηκε σε δανειστή κατά 2-3% του ΑΕΠ στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Βοήθησε έτσι στην επέκταση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, διότι δεν επένδυσε στην εγχώρια αγορά, αλλά τοποθέτησε την αποταμίευσή του σε ξένα στοιχεία ενεργητικού. Με τον τρόπο αυτό οι καθαρές τοποθετήσεις της Γερμανίας σε ξένα περιουσιακά στοιχεία έγινε θετική.
Η Γερμανία παρουσίασε ρεκόρ υψηλού πλεονάσματος ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2015 (8,5% του ΑΕΠ), ξεπερνώντας το αντίστοιχο της Κίνας και καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Η σημαντικότατη αύξηση του πλεονάσματος άρχισε από την υιοθέτηση του ευρώ. Οι γερμανικές εξαγωγές αυξήθηκαν από το 30% του ΑΕΠ το 2000 στο 47% του ΑΕΠ το 2015. Την ίδια χρονιά οι εισαγωγές αποτελούσαν το 39% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία προμηθεύει κεφάλαιο στον υπόλοιπο κόσμο με υψηλό ρυθμό.
Η συναλλαγματική ισοτιμία
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες το γερμανικό μάρκο και στη συνέχεια το γερμανικό ευρώ κέρδισαν πάνω από 15% σε ονομαστικούς όρους. Δεδομένου, όμως, του περιορισμού των τιμών κατανάλωσης, στην πραγματικότητα εξασθένισε περισσότερο από 15% σε πραγματικούς όρους στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία της Γερμανίας και η πραγματοποιηθείσα πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε μόνο την περίοδο 2012-2013. Αυτή η παρατήρηση ενδυναμώνεται, αν για τον υπολογισμό της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας χρησιμοποιηθεί το κόστος ανά μονάδα εργασίας.
Είναι κοινή πεποίθηση ότι η δημιουργία του ευρώ (με τη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική) επέτρεψε στη Γερμανία να επιτύχει και να διαχειριστεί ένα πολύ μεγαλύτερο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πριν από το ευρώ, η γερμανική οικονομία ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστεί και να ανακυκλώσει μεσοπρόθεσμα ένα πλεόνασμα υψηλότερο του 4% του ΑΕΠ. Οι γερμανικές τράπεζες ήταν βασικά ανίκανες να κτίσουν μακροχρόνιες διεθνείς θέσεις όταν το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφθανε σε αυτό το ύψος. Η αιτία ήταν πως οι επιχειρήσεις (χρηματοπιστωτικές και πραγματικής οικονομίας) δεν ήταν έτοιμες να το δεχτούν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την περιοδική ανατίμηση του μάρκου.
Αυτό οδηγούσε σε εγχώρια ανακύκλωση των πλεονασμάτων, σε υψηλότερους πραγματικούς μισθούς, στην απώλεια ανταγωνιστικότητας, σε χαμηλότερα κέρδη και αποταμιεύσεις. Αυτή η εξέλιξη διακόπηκε με τη γερμανική ενοποίηση, όταν οι επενδύσεις εκτοξεύτηκαν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε σε αρνητικό. “Εξαφανίσθηκε” έτσι το καθαρό πλεόνασμα των ξένων στοιχείων ενεργητικού που είχε συσσωρεύσει η γερμανική οικονομία για μια γενιά.
Η ύπαρξη του ευρώ επέτρεψε στη γερμανική οικονομία να ανακυκλώσει τα πλεονάσματα της στην Ευρωζώνη, χωρίς το τραπεζικό της σύστημα να αναλάβει ιδιαίτερο συναλλαγματικό κίνδυνο. Αυτό της επέτρεψε να διαχειριστεί πλεονάσματα ύψους 7,5% του ΑΕΠ (2007). Από την άλλη πλευρά οι περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης δέχθηκαν μια καταιγίδα χρηματοδοτικών πόρων χαμηλού κόστους, γεγονός που εκτόξευσε τα ελλείμματα των ισοζυγίων πληρωμών τους.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έδειξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει τραπεζική επένδυση χωρίς κίνδυνο. Το αποτέλεσμα ήταν το γερμανικό τραπεζικό σύστημα να βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρά προβλήματα. Η έκθεσή του πρωταρχικά στο χρέος των περιφερειακών κρατών της Ευρωζώνης είναι μια ένδειξη. Η Γερμανία, όμως, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μηχανισμό διάσωσης στα μέτρα της. Διέσωσε το τραπεζικό της σύστημα από αυτή την έκθεση, χωρίς η ίδια μέχρι τώρα να επιβαρυνθεί ως οικονομία, αλλά αντιθέτως να αποκομίσει και σημαντικό κέρδος.