Σύνταξη και εφάπαξ με λιγότερες απώλειες «κλειδώνουν» οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ένστολοι που θα αποχωρήσουν ως το 2020, με όρια ηλικίας από 58 ως 60,5 ετών ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας τους ως το 2012, ή με 35 και 37 έτη μετά το 2013.
Ειδικά για τους ένστολους, που ασφαλίστηκαν πριν από το 1993, η έξοδος στη σύνταξη δεν προϋποθέτει όριο ηλικίας, αλλά μόνον έτη ασφάλισης που για το 2019 είναι τα 31 έτη. Από τη στιγμή που όριο ηλικίας δεν τίθεται ως προϋπόθεση, το κίνητρο εξόδου είναι το μεγαλύτερο εφάπαξ που παίρνουν από τα Ταμεία τους και φτάνει ως 70.000 ευρώ για όσους αποχωρούν από την ΕΛ.ΑΣ. και έχουν καταβάλει εισφορές στο ΤΕΑΠΑΣΑ.
Από το 2021 και μετά το σύστημα αλλάζει τόσο ως προς τον υπολογισμό της σύνταξης, όσο και ως προς το εφάπαξ, καθώς σύμφωνα με τις ήδη ψηφισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, από 1/1/2021, το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης θα καθορίζεται χωρίς την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών αλλά με βάση το ποσοστό μεταβολής των αποδοχών όλων των εργαζομένων από το 2002 και μετά.
Αυτό σημαίνει ότι αν οι μισθοί όλων των εργαζομένων έχουν κατά μέσον όρο μείωση 5% στο διάστημα από 2002 ως 2020, τότε αυτό το -5% θα επηρεάσει και τις αποδοχές όσων υπαλλήλων δεν είχαν μείωση στο ίδιο διάστημα. Αναπόφευκτα, οι συντάξιμες αποδοχές θα βγουν μικρότερες επηρεάζοντας προς τα κάτω και τη σύνταξη.
Με τα ισχύοντα ως και το 2020, όπως επισημαίνει ο Ελ. Τύπος, οι συντάξιμες αποδοχές βγαίνουν από το μέσο όρο των αποδοχών κάθε ασφαλισμένου και με τιμαριθμική αναπροσαρμογή για κάθε έτος από το 2002 και μετά.
Για παράδειγμα:
- Δημόσιος υπάλληλος που αποχωρεί το 2019, ή το 2020, και έχει μέσο όρο αποδοχών από το 2002 ως το 2019, ή το 2020, στα 1.500 ευρώ, με 35 έτη, θα πάρει ανταποδοτική σύνταξη 507,15 ευρώ και 384 ευρώ εθνική, δηλαδή 891,15 ευρώ συνολικά.