Στην υπ’ αριθμ. 134/2018 απόφασή του το ΣΤ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου εξέτασε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του υποκειμενικού στοιχείου της γνώσης στην εγκληματική πράξη της αποδοχής προϊόντος.
Ειδικότερα, η υπ’ αριθμ. 813/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων (δικάσαντος κατ’ έφεση), κατόπιν συνεκτίμησης όλων των αποδεικτικών μέσων, ήταν καταδικαστική σε βάρος τον αναιρεσειόντα Α. Κ. για την πλημμεληματική πράξη της αποδοχής προϊόντος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (394 παρ. 1 και 4 ΠΚ). Σε μία περαιτέρω επισκόπηση, ο Σ. Ε., ο οποίος υπήρξε συγκατηγορούμενος του αναιρεσειόντα στη δευτεροβάθμια δίκη, αλλά όχι στην παρούσα, δέχθηκε στην κατοχή του μεταξύ των ημερομηνιών 19 Ιουνίου 2010 και 25 Ιουνίου 2010 από άγνωστο πρόσωπο αυτοκίνητο αξίας 80.000-90.000 ευρώ, το οποίο είχε κλαπεί από δράστη άγνωστης ταυτότητας. Στη συνέχεια, προχώρησε σε τυπική μόνο μεταβίβαση της κατοχής του αυτοκινήτου αυτού στους Δ. Π. και Κ. Μ. και επί της ουσίας στον αναιρεσειόντα Α. Κ. στις 15 Φεβρουαρίου 2011, αφού προηγουμένως είχε προβεί σε ορισμένες μετατροπές και πλαστογράφηση στοιχείων αναγνώρισής του. Ο Α. Κ. αγόρασε το κλαπέν αυτοκίνητο έναντι του ποσού των 44.000 ευρώ, με πλήρη γνώση τόσο του γεγονότος ότι επρόκειτο για προϊόν κλοπής, όσο και των μετατροπών και της πλαστογράφησης στοιχείων αναγνώρισης διαπραχθείσες από τον Σ. Ε.. Το Πλημμελειοδικείο εντόπισε το στοιχείο του δόλου του Α. Κ. στη δυσαναλογία μεταξύ της αξίας του κλαπέντος αυτοκινήτου και του καταβληθέντος ποσού.
Ο Άρειος Πάγος διαπίστωσε την έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με αποτέλεσμα την εν μέρει αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς καταδικαστικές διατάξεις για τον αναιρεσειόντα. Η μη αναφορά της αγοραίας αξίας του αυτοκινήτου κατά τον χρόνο αγοράς του από τον Α. Κ. (Φεβρουάριο 2011) καθιστά αδύνατη την αντιπαραβολή της με το καταβληθέν τίμημα, ώστε να διακριβωθεί η τυχόν μεγάλη και ασυνήθιστη για τις νόμιμες συναλλαγές διαφορά των δύο ποσών και κατ’ επέκταση η γνώση του αναιρεσειόντα ότι αποτελούσε προϊόν, προερχόμενο από αξιόποινη πράξη και δη την κλοπή.
Για ολόκληρη την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου μπορείτε να ανατρέξετε στον ακόλουθο σύνδεσμο.
Επιμέλεια: Λυδία Παπαγιαννοπούλου / Επιστημονική Συνεργάτης e-Θέμις
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στο αδίκημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων (394 παρ.1 ΠΚ) κρίνεται απαραίτητο η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία να εκτείνεται στο στοιχείο της γνώσης του γεγονότος ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη.