Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας
Εισηγήτρια: Ερατώ Κολέση
Δικηγόροι: Αγγελική Γκρίντζαλη, Μαρία Ριζοπούλου
Αίτηση διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής κατά την εκούσια δικαιοδοσία μη στρεφόμενη εναντίον άλλου, με αίτημα μόνο διόρθωση και όχι αναγνώριση της κυριότητας που μπορεί να ζητηθεί μόνο με τακτική αγωγή.
Με το ν. 3127/03 δυνατή χρησικτησία σε ακίνητο του Δημοσίου εμβαδού μέχρι 2000 τμ εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων, επί καλόπιστης νομής για 30 έτη, ή για 10 με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία καταρτισθέντα και μεταγραφέντα μετά την 23.2.1945. Καλή πίστη νομέα όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα.
Απαράδεκτη μεταβολή της βάσης αγωγής ή αίτησης με προσθήκη νέων περιστατικών που την τροποποιούν.
Επί θεμελίωσης της αίτησης σε κυριότητα κτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία κατά τον ΑΚ, παραδεκτή συμπλήρωση περί κτήσης της και με την ειδική χρησικτησία του άνω νόμου.
Καλή πίστη νομέα που αν γνώριζε ότι το Δημόσιο αξιώνει δικαίωμα επί του ακινήτου δεν θα το δήλωνε στα φορολογικά έντυπα, ενώ δεν συντάχθηκε σε βάρος του πρωτόκολλο αποβολής και εκ των αεροφωτογραφιών προκύπτει ότι η ευρύτερη περιοχή καλλιεργούνταν και ήταν ήδη μερικώς οικοδομημένη.
{…} ΙΙ. Οι αιτούντες (εφεσίβλητοι) με την αίτησή τους, την οποία απηύθυναν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ισχυρίσθηκαν ότι έγιναν κύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας (πρωτότυπα με έκτακτη χρησικτησία, αλλά και με την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 ν. 3127/2003) ενός ακινήτου που έλαβε κατά την κτηματογράφησή του ΚΑΕΚ …. Ότι στις αρχικές εγγραφές του κτηματολογίου καταχωρίστηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Α. Μ. ανακριβώς «άγνωστου ιδιοκτήτη», ενώ το ορθό είναι ότι ανήκει σ’ αυτούς κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Για τους λόγους αυτούς ζήτησαν: α) να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα επί του ανωτέρω ακινήτου και β) να διαταχθεί η διόρθωση της κατά τα ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σ.. Στη δίκη παρενέβη κυρίως το Ελληνικό Δημόσιο (εκκαλούν) και, υποστηρίζοντας ότι για όσους λόγους αναφέρει είναι ο αληθινός κύριος του ανωτέρω ακινήτου, ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητά του επ’ αυτού και να γίνει η ανάλογη υπέρ αυτού διόρθωση της αρχικής εγγραφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, διέταξε τη συνεκδίκαση της αιτήσεως και της κύριας παρέμβασης. Ακολούθως, τη μεν αίτηση δέχτηκε μόνο ως προς το αίτημα της διορθώσεως και της αναγνωρίσεως της κυριότητας των αιτούντων με βάση την έκτακτη χρησικτησία του αστικού κώδικα αλλά και την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 ν. 3127/2003, τη δε κύρια παρέμβαση απέρριψε ως αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής (αριθ. 313/2009) παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του το κυρίως παρεμβαίνον για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί ώστε να γίνει δεκτή η παρέμβασή του και να απορριφθεί η αίτηση.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 2664/1998, «Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο Κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β’ του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου». Επίσης, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη «άγνωστου ιδιοκτήτη» κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της κύριας παρέμβασης. Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού». Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αίτηση διορθώσεως εκδικάζεται με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και δε χρειάζεται να στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το αίτημα αυτής είναι αποκλειστικά η διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου. Επομένως, δεν μπορεί να ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου, διότι το αίτημα αυτό μπορεί να ζητηθεί μόνον με την άσκηση τακτικής αγωγής. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί η κατ’ αντιδικία κρίση της αναγνώρισης κυριότητας, η οποία γίνεται με την αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Αντίθετη γνώμη συγκρούεται με το όλο πνεύμα, που διέπει τη λειτουργία και το σκοπό της εκούσιας δικαιοδοσίας στο ελληνικό σύστημα δικαίου. Ενισχύεται δε (η άποψη ότι δεν θα μεταφερθεί η αντιδικία της κρίσης περί κυριότητας στην εκούσια) από την ήδη τροποποιηθείσα διάταξη και αντικατασταθείσα με το ν. 3481/2006 §3 του άρθρου 6 ν. 2664/1998 κατά την οποία (εδ. 7 αυτής) ορίζεται ότι εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί ν’ ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Βέβαια το Δικαστήριο για να διατάξει τη διόρθωση του κτηματολογικού φύλλου, αν είναι αναγκαίο, θα ερευνήσει παρεμπιπτόντως και την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτούντος επί του επιδίκου ακινήτου (ΕφΑθ 3060/2009, ΕφΑθ 265/2008, ΕφΑθ 4502/2007 ΝοΒ 2008. 86, ΕφΑθ 4080/2008 Δνη 50. 873, ΕφΑθ 2943/2008, ΕφΑθ 1298/2008 Δνη 49. 1518 και 1715 αντίστοιχα, ΕφΑθ 5106/2009 αδημ., ΕφΑθ 1298/2008 Δνη 2008. 1715).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3127 της 17/19.3.2003 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2310/1995 και 2664/1998 για την Κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι: «1. Σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, αδιαταράκτως για δέκα (10) έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23.2.1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη, ή β) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στο χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α’ και β’ προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 του ΑΚ» (§1) «Οι διατάζεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο εμβαδού μέχρι 2.000…» (§2). Επίσης, κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3127/2003 πρέπει ο νομέας, μεταξύ άλλων, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου. Ο νομέας θεωρείται κακής πίστης μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στο χρόνο νομής του διαδόχου. Με το ως άνω άρθρο εισάγεται υπό προϋποθέσεις εξαίρεση στο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του α.ν.1539/1938, απαράγραπτο των υφισταμένων επί των ακινήτων δικαιωμάτων κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου (ΑΠ 411/2012, ΑΠ 786/2012, ΑΠ 1518/2012, ΑΠ 1455/2008 Νόμος). Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ιδιώτης μπορεί να αποκτήσει με χρησικτησία την κυριότητα ακινήτου ανήκοντος στο Δημόσιο, που βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τμ, εφόσον νέμεται αδιαταράκτως το εν λόγω ακίνητο με τις διαγραφόμενες στην §1, υπό στοιχεία α’ και β’, προϋποθέσεις, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου (3127/2003), δηλαδή, μέχρι τις 19.3.2003 (ΑΠ 821/2010 αδημ.).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην εκούσια δικαιοδοσία (άρθρο 741 ΚΠολΔ), είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται κατά την παρ. 1 του άρθρου 237 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής επέρχεται όταν στις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου γίνεται προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 391/2010 αδημ.).
Εν προκειμένω, οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι με την υπό κρίση αίτησή τους θεμελίωσαν το δικαίωμα της συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου ακινήτου, για το οποίο ζήτησαν τη διόρθωση της εγγραφής, σε πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία κατά τον Αστικό Κώδικα). Μετά δε την άσκηση της συνεκδικαζόμενης κύριας παρέμβασης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου και ενόψει την ειδικής και αιτιολογημένης εκ μέρους αυτού άρνησης της συγκυριότητας τόσο των ιδίων, όσο και των δικαιοπαρόχων τους, οι αιτούντες, με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, συμπλήρωσαν την αίτησή τους, ισχυριζόμενοι ότι έγιναν κύριοι του επιδίκου ακινήτου με την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003 ειδική χρησικτησία, σύμφωνα με τις οποίες ιδιώτης μπορεί να αποκτήσει με χρησικτησία την κυριότητα ακινήτου ανήκοντος στο Δημόσιο, που βρίσκεται σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων, που έχει οριοθετηθεί, εμβαδού μέχρι 2000 τμ, εφόσον νέμεται αδιαταράκτως το εν λόγω ακίνητο με τις διαγραφόμενες στην §1, υπό στοιχεία α’ και β’, προϋποθέσεις, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου (3127/2003), δηλαδή, μέχρι τις 19.3.2003. Η συμπλήρωση αυτή ήταν, σύμφωνα και με τις προπαρατιθέμενες αιτιολογίες, παραδεκτή, διότι η βάση της αιτήσεως στηριζόταν, όπως προαναφέρθηκε, σε πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας (έκτακτη χρησικτησία κατά τον Αστικό Κώδικα), κατά την οποία επικαλούνταν οι αιτούντες ότι η νομή τόσο των ιδίων όσο και της άμεσης δικαιοπαρόχου τους υπερέβαινε, κατά προσμέτρηση, τα 30 έτη, ήταν καλόπιστη και αφορούσε ακίνητο έκτασης 50,82 τμ κείμενο εντός του οικισμού «Χ.», η συμπλήρωση δε αφορούσε στο ότι ο οικισμός αυτός ήταν προϋφιστάμενος του 1923 και με πληθυσμό μικρότερο των 2.000 κατοίκων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1β και 2 του ν. 3127/2003, προκειμένου, στα πλαίσια της διαδικασίας σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου, να θεωρηθεί κάποιος κύριος έναντι του Δημοσίου επί ακινήτων της ιδιωτικής περιουσίας του. Με τους ειδικότερους όρους του εν λόγω άρθρου αναγνωρίζεται πλέον στους ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλεστούν έναντι του Ελληνικού Δημοσίου τρόπο κτήσης κυριότητας την τακτική ή την έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ανωτέρω έφεση είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως.
IV. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο, εκτάσεως 50,82 τμ, που βρίσκεται εντός των ορίων του οικισμού «Χ.» του Δήμου Α. και αποτυπώνεται μεταξύ των στοιχείων 1.2.3.4.1. στο από το Δεκέμβριο του 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ν.Α., συνορεύει δε βορειοανατολικά σε πλευρά 1.2. μέτρων 5,56 με δημοτική οδό, νοτιοανατολικά σε πλευρά 2.3. μέτρων 9,87 με ιδιοκτησία καταχωρημένη στο κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ … και φερόμενο ως δικαιούχο τον Δ. Π., νοτιοδυτικά σε πλευρά 3.4. μέτρων 5,90 με ιδιοκτησία Μ. Κ. και βορειοδυτικά σε πλευρά 4.1. μέτρων 8,14 με την ιδιοκτησία Μ.Κ. καταχωρημένη στο κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ …. Το ακίνητο αυτό το νεμόταν η γιαγιά των αιτούντων Κ. συζ. Γ. Α., το γένος Δ., η οποία, το έτος 1957, μεταβίβασε άτυπα τη νομή του στη μητέρα των αιτούντων Μ. και αυτή στη συνέχεια, το έτος 1983-1984, μεταβίβασε επίσης άτυπα τη νομή αυτού στους αιτούντες. Τόσο η μητέρα τους, όσο και οι αιτούντες, χρησιμοποιούσαν αυτό ως κήπο για την καλλιέργεια διαφόρων κηπευτικών για οικιακή χρήση, όπως αγκινάρες και κουκιά, και φρόντιζαν και μία αμυγδαλιά που υπήρχε εντός αυτού. Το ακίνητο αυτό έχει καταχωριστεί ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Ωστόσο, από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι το οικόπεδο που περιγράφεται στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα ταυτίζεται με το προπεριγραφόμενο ακίνητο που έχει λάβει ΚΑΕΚ … Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι το Ελληνικό Δημόσιο ενεργούσε στο επίδικο πράξεις νομής, δηλαδή ελέγχου και φύλαξης, διά των αρμοδίων οργάνων του κατά την περίοδο των ετών 1830 – 1915, δεδομένου ότι ούτε ο μάρτυρας που αυτό εξέτασε, δεν εξέθεσε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί η επί μακρόν διάνοια κυρίου αναφορικά με την έκταση αυτή, αλλά ούτε και προέκυψε ότι τα πρόσωπα που προέβαιναν στις παραπάνω πράξεις είχαν την πεποίθηση ότι αυτές αφορούσαν κρατική και όχι ιδιωτική ή δημοτική έκταση, λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι οι αρμοδιότητες ελέγχου και φύλαξης τόσο των αστυνομικών οργάνων όσο και των δασοφυλάκων δεν αφορούν μόνο τη δημόσια περιουσία αλλά και την ιδιωτική. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι μολονότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο υπέβαλε την …/19.4.2002 δήλωση και την …/12.9.2002 ένσταση περί κυριότητάς του στην εν λόγω έκταση (βλ. σχ. τα …/14.4.2009 και …/21.5.2008 έγγραφα της Διεύθυνσης Δασών Μ.), καμία από αυτές δεν έγινε δεκτή, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι το επίδικο γεωτεμάχιο φέρεται ως «άγνωστου» ιδιοκτήτη.
Ακόμη όμως και αν το ανωτέρω ακίνητο αποτελούσε έκταση, ανήκουσα στην κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου, η κυριότητα του τελευταίου καταλύθηκε, όπως βάσιμα υποστηρίζουν κατ’ ένσταση οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, διότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους όλες οι προϋποθέσεις της ειδικής χρησικτησίας του άρθρου 4 του ν. 3127/2003. Ειδικότερα: 1) Ο οικισμός «Χ.» της Α., στα όρια του οποίου βρίσκεται στο επίδικο, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. …/27.4.2009 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Σ. της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μ., είναι οικισμός υφιστάμενος προ του 1923 και έχει πληθυσμό μικρότερο των 2.000 κατοίκων. Επίσης έχει οριοθετηθεί, γεγονός που δεν αμφισβητείται από το κυρίως παρεμβαίνον. 2) Το επίδικο έχει εμβαδόν μικρότερο των 2.000 τμ. 3) Βρίσκονται αδιαταράκτως στη νομή του οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών πριν από την έναρξη ισχύος της προαναφερόμενης διάταξης στις 5.6.2003, δεδομένου ότι εγκαταστάθηκαν στη νομή του ήδη από το έτος 1983, κατά διαδοχή στην καλόπιστη νομή της μητέρας τους που αφετηριάζεται στο έτος 1957. Κατά τον τρόπο αυτό, με προσμέτρηση του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου μητέρας τους, οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση – αιτούντες είχαν καταστεί συγκύριοι του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 25% ο καθένας τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενοι αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας πριν ακόμα από την υποβολή των δηλώσεων κτηματογράφησης του ν. 2307/1995. 4) Κατά την κτήση της νομής το έτος 1983 βρίσκονταν σε καλή πίστη ως προς την επαγωγή κυριότητας σε αυτούς με την άνω διαδοχή της χρησικτησίας της μητέρας τους, διότι αφενός δικαιολογημένα αγνοούσαν ότι το επίδικο οικόπεδο που νέμονταν ήταν του Ελληνικού Δημοσίου και αφετέρου η δικαιοπάροχός τους νεμόταν και αυτή το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ο ισχυρισμός που πρότεινε το κυρίως παρεμβαίνον περί κακής πίστεως των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση – αιτούντων κατά την κτήση της νομής τους ουδόλως αποδείχθηκε.
Οι αιτούντες έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, δήλωναν αυτό στην φορολογική τους αρχή, ήδη από το έτος 2005 περιλαμβάνοντάς το στο έντυπο Ε9, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν ότι αξιώνει επ’ αυτού δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 863/2011 Νόμος), ενώ από την 17.6.1997 δήλωσαν αυτό στο Ελληνικό Κτηματολόγιο ισχυριζόμενοι ότι είναι κύριοι αυτού κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά (25% εξ αδιαιρέτου στον καθένα). Η κρίση αυτή του δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι δεν συντάχθηκε σε βάρος των αιτούντων ή των δικαιοπαρόχων τους πρωτόκολλο αποβολής, ούτε υποβλήθηκε από αυτούς αίτηση εξαγοράς του επιδίκου ακινήτου. Περαιτέρω και από τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1995, που με επίκληση προσκομίζει το κυρίως παρεμβαίνων, Ελληνικό Δημόσιο, δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι η επίδικη περιοχή κατά το χρόνο κτήσεως της νομής του επιδίκου από την απώτερη δικαιοπάροχο των αιτούντων (1957) είχε στοιχεία δασικής ή χορτολιβαδικής έκτασης. Αντιθέτως κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο (1957) η ευρύτερη περιοχή καλλιεργούνταν με κουκιά και αγκινάρες και ήταν ήδη χτισμένα σε αυτήν μερικά σπίτια. Ειδικότερα, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο οποίος γεννήθηκε το 1932 στην Α. και γνωρίζει το επίδικο ακίνητο αυτό βρίσκεται δίπλα σε σπίτια και καλλιεργούνταν πάντα, τόσο από τους αιτούντες όσο και από την μητέρα τους με αγκινάρες. Η κατάθεση αυτή δεν αντικρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα του κυρίως παρεμβαίνοντος, που έχει ειδικές γνώσεις (δασολόγος), ο οποίος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ως υπόροφος της δασικής βλάστησης που εμφανίζεται στην αεροφωτογραφία λήψης 1995 να είναι φυτά χαμηλότερου ύψους (ποώδης βλάστηση) ή κάποια κηπευτική καλλιέργεια, ενώ στην αεροφωτογραφία λήψης 1945 η επίδικη έκταση εμφανίζεται με ανοικτό χρώμα, δηλωτικό έλλειψης δασικής βλάστησης. Επομένως, οι καθ’ ων η κύρια παρέμβαση κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου, κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας με τα προσόντα της ειδικής χρησικτησίας κατά τους όρους του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, η οποία είναι αντιτάξιμη έναντι και του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το νόμο 2308/1995. Επειδή δε οι αιτούντες μολονότι υπέβαλαν τις υπ’ αριθμ. …/17.6.1997 δηλώσεις ιδιοκτησίας για τα ανωτέρω εμπράγματα δικαιώματά τους κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής στη νήσο Α., κατά τις γενόμενες εγγραφές στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σ. η επίδικη ιδιοκτησία έλαβε μεν ΚΑΕΚ …, φέρεται όμως αγνώστου ιδιοκτήτη και όχι των αιτούντων (βλ. το από 24.4.2009 αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου του ακινήτου με τις αρχικές εγγραφές). Η ανωτέρω αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματα των αιτούντων επί του επιδίκου, διότι τούτο εμφανίζεται στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σ. ως αγνώστου ιδιοκτήτη με υπό αίρεση δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αίτηση και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σ., δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αυτού αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους λόγους εφέσεως του κυρίως παρεμβαίνοντος, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθώς και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της