Περίληψη
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ/μα της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α` του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), στις οποίες περιλαμβάνονται και τα συνεργεία, για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του ως άνω νόμου σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου) οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα δικαιούμενα αντ’ αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο, οπότε εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 938/2013).
Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του Α.Ν. 1846/1951 “Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων” συνάγεται ότι εάν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ, δηλαδή εάν το ατύχημα συνέβη στον τόπο εργασίας του που βρίσκεται στην ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ (η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια με το άρθρο τρίτο του Ν.1305/1982), ανεξαρτήτως του εάν κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παθών είχε πράγματι ασφαλισθεί ή όχι στο ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπομένη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915, ειδική αποζημίωση, ακόμη και εάν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων. Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ.2 του Α.Ν. 1846/1951 διαφορά μεταξύ του ποσού της, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που λόγω του ατυχήματος το ΙΚΑ χορηγεί στον εργαζόμενο. Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη δεν αφορά όμως και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ο παθών υπέστη από το ατύχημα (ή, σε περίπτωση θανάτου, προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των συγγενικών του προσώπων), όταν το ατύχημα προκλήθηκε από πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (ΟλΑΠ 1117/1986). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κωδικοποιηθέντος Ν. 551/1915 (ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 412/2008).
Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι
α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει,
β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και
γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας.
Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Τοιαύτη παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά συνιστά και η παράλειψη του εργοδότη, στο πλαίσιο λήψης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης κινδύνων, να εφοδιάσει τον εργαζόμενο με τον προβλεπόμενο από το νόμο αναγκαίο εξοπλισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 7 του Π.Δ/τος 396/1996 (ΦΕΚ Α 220), με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις της με αριθ. 89/656 Οδηγίας, στον οποίο (εξοπλισμό) κατά το παράρτημα ΙΙ του ως άνω Π.Δ/τος, υπό τον τίτλο “Ενδεικτικός και μη εξαντλητικός κατάλογος διαφόρων εξοπλισμών ατομικής προστασίας”, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 αυτού, περιλαμβάνεται η παροχή προστατευτικού κράνους και προστατευτικών γυαλιών για την προστασία του κεφαλιού και των οφθαλμών του εργαζομένου αντίστοιχα. Εξ άλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 ,3, 5 και 7 του Π.Δ/τος 17/1996 (ΦΕΚ Α 11), με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις των με αριθ. 89/291 και 91/383 Οδηγιών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερα από 50 άτομα, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας, με ελάχιστο χρόνο ετήσιας απασχόλησης 25 ωρών, εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι και 20 άτομα. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 1568/1985 “Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων” (ΦΕΚ Α 177), στον οποίο (νόμο) παραπέμπουν οι διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 4 του Π.Δ/τος 17/1996, ο τεχνικός ασφαλείας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων, οι οποίες (γραπτές υποδείξεις) καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, θεωρούμενο από την Επιθεώρηση Εργασίας, στο πλαίσιο δε των αρμοδιοτήτων του ο τεχνικός ασφαλείας επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγιεινής και ασφάλειας, αναφέροντας στον εργοδότη οποιαδήποτε σχετική παράλειψη και προτείνοντας μέτρα αντιμετώπισής της, επιβλέπει για την ορθή χρήση των ατομικών μέσων προστασίας, συμβουλεύει τον εργοδότη για την αποτελεσματικότητα των ατομικών μέσων προστασίας και την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού και ελέγχει την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας και πρόληψης ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους υπευθύνους της επιχείρησης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 6 του ως άνω υπ’ αριθ. 17/1996 Π.Δ/τος ο εργοδότης υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 81/2013). Εξ άλλου, από τις ως άνω διατάξεις του ΑΚ προκύπτει ότι εάν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος ή τρίτου, δεν οφείλεται σε αυτόν αποζημίωση και συνακόλουθα χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην πρόκληση της ζημίας ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (ΑΠ 331/2014).
Περαιτέρω σε περίπτωση διαζευκτικής αιτιότητας, οσάκις δηλαδή η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες όλες αποτελούν δυνητικούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποία συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε τη ζημία ή ποίο το ποσοστό συμβολής της σε αυτήν, δημιουργείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 926 του ΑΚ παθητική εις ολόκληρο ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 του ΑΚ και συνακόλουθα έκαστος των συναιτίων ευθύνεται έναντι του ζημιωθέντος για ολόκληρη τη ζημία και όχι αναλόγως του ποσοστού ευθύνης του. Προϋπόθεση δε της κατά τα άνω εις ολόκληρο ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή των περισσοτέρων συναιτίων από τον ζημιωθέντα, αλλά η πραγματική συνδρομή του νομίμου λόγου ευθύνης για τον κάθε συναίτιο χωριστά (ΑΠ 462/2017, ΑΠ 1229/2013, ΑΠ 1685/2009, ΑΠ 901/2004).
Αριθμός 1389/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Λουκά Μόρφη και Γεώργιο Δημάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 15 Μαΐου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στη … και εκπροσωπήθηκε νόμιμα, 2)Χ. Σ. και 3)Γ. Κ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Λαμπρινή Κουλούρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Α. Α. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τρανταλίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/2/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2699/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 3704/2011 του Εφετείου Αθηνών, η οποία διορθώθηκε με την 6256/2011 του ίδιου δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 24/4/2012 αίτησή τους επί της οποίας εκδόθηκε η 1808/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου που την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο. Κατόπιν αυτής εκδόθηκε η 3440/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/12/2017 αίτησή τους και τους από 9/1/2018 προσθέτους λόγους, επίσης με τις από 24/4/2018 προτάσεις τους ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 18.12.2017 και με αριθ. κατάθεσης …3/19.12.2017 αίτηση αναίρεσης και τους από 9.1.2018 και με αριθ. κατάθ. …1/10.1.2018 δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 3440/7.7.2017 απόφαση του (Τριμελούς) Εφετείου Αθηνών, ως δικαστηρίου της παραπομπής (άρθ. 581 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρο 580 παρ.3 του ΚΠολΔ) που επιλήφθηκε της διαφοράς κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 1880/12.9.2014 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε για τυπικούς λόγους η προηγουμένη με αριθ. 3704/ 12.7.2011 απόφαση (ομοίως κατ’ ουσία αποφανθείσα) του (Τριμελούς) Εφετείου Αθηνών, όπως η τελευταία στη συνέχεια διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 6256/8.11.2011 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Με την προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 3440/2017 απόφαση έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 16.12.2009 και με αριθ. κατάθ. …33/16.12.2009 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφανίσθηκε η υπ’ αριθ. 2699/17.11.2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που είχε δεχθεί κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη την από 27.2. 2008 και υπ’ αριθ. κατάθ. …48/29.2.2008 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη σε εργατικό ατύχημα και έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή αυτού κατά το εν λόγω κεφάλαιο για μεγαλύτερο ποσό. Με την ίδια απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 15.12.2009 και με αριθ. κατάθ. …85/15.12.2009 αντίθετη έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Επίσης οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση του οικείου δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 10 Ιανουαρίου 2018 (αρ. κατ. 11/10.1.2018) και επίδοση αυτού στις11 Ιανουαρίου 2018 στον αναιρεσίβλητο, όπως προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένη με αριθμό …32/11.1.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Κ., ήτοι περισσότερες από τριάντα ημέρες πριν την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 15ης Μαΐου 2018 (άρθ. 569 παρ.2 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτοί και (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στα άνω δικόγραφα λόγων αναίρεσης (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων”, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ/μα της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 38 εδ. α` του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου (εργατικό ατύχημα), στις οποίες περιλαμβάνονται και τα συνεργεία, για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας, (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες παροχή της εργασίας (ΟλΑΠ 1287/1986). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 16 του ως άνω νόμου σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (ή της ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου) οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ως άνω κωδικοποιηθέντος Νόμου 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα δικαιούμενα αντ’ αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρεται μόνο στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο, οπότε εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 938/2013). Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ.3 του Α.Ν. 1846/1951 “Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων” συνάγεται ότι εάν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βιαίου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ, δηλαδή εάν το ατύχημα συνέβη στον τόπο εργασίας του που βρίσκεται στην ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ (η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια με το άρθρο τρίτο του Ν.1305/1982), ανεξαρτήτως του εάν κατά το χρόνο του ατυχήματος ο παθών είχε πράγματι ασφαλισθεί ή όχι στο ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη προς αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπομένη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1915, ειδική αποζημίωση, ακόμη και εάν το ατύχημα οφειλόταν στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων. Μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ.2 του Α.Ν. 1846/1951 διαφορά μεταξύ του ποσού της, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο, αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών, που λόγω του ατυχήματος το ΙΚΑ χορηγεί στον εργαζόμενο. Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη δεν αφορά όμως και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ο παθών υπέστη από το ατύχημα (ή, σε περίπτωση θανάτου, προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των συγγενικών του προσώπων), όταν το ατύχημα προκλήθηκε από πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (ΟλΑΠ 1117/1986). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης), αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κωδικοποιηθέντος Ν. 551/1915 ( ΑΠ 910/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 412/2008).
Από δε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Τοιαύτη παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά συνιστά και η παράλειψη του εργοδότη, στο πλαίσιο λήψης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης κινδύνων, να εφοδιάσει τον εργαζόμενο με τον προβλεπόμενο από το νόμο αναγκαίο εξοπλισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 7 του Π.Δ/τος 396/1996 (ΦΕΚ Α 220), με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις της με αριθ. 89/656 Οδηγίας, στον οποίο (εξοπλισμό) κατά το παράρτημα ΙΙ του ως άνω Π.Δ/τος, υπό τον τίτλο “Ενδεικτικός και μη εξαντλητικός κατάλογος διαφόρων εξοπλισμών ατομικής προστασίας”, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 αυτού, περιλαμβάνεται η παροχή προστατευτικού κράνους και προστατευτικών γυαλιών για την προστασία του κεφαλιού και των οφθαλμών του εργαζομένου αντίστοιχα. Εξ άλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 ,3, 5 και 7 του Π.Δ/τος 17/1996 (ΦΕΚ Α 11), με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις των με αριθ. 89/291 και 91/383 Οδηγιών, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερα από 50 άτομα, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας, με ελάχιστο χρόνο ετήσιας απασχόλησης 25 ωρών, εφόσον πρόκειται για επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι και 20 άτομα. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 6 και 7 του Ν. 1568/1985 “Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων” (ΦΕΚ Α 177), στον οποίο (νόμο) παραπέμπουν οι διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 4 του Π.Δ/τος 17/1996, ο τεχνικός ασφαλείας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων, οι οποίες (γραπτές υποδείξεις) καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, θεωρούμενο από την Επιθεώρηση Εργασίας, στο πλαίσιο δε των αρμοδιοτήτων του ο τεχνικός ασφαλείας επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγιεινής και ασφάλειας, αναφέροντας στον εργοδότη οποιαδήποτε σχετική παράλειψη και προτείνοντας μέτρα αντιμετώπισής της, επιβλέπει για την ορθή χρήση των ατομικών μέσων προστασίας, συμβουλεύει τον εργοδότη για την αποτελεσματικότητα των ατομικών μέσων προστασίας και την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού και ελέγχει την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας και πρόληψης ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους υπευθύνους της επιχείρησης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 6 του ως άνω υπ’ αριθ. 17/1996 Π.Δ/τος ο εργοδότης υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε (ΑΠ 81/2013). Εξ άλλου, από τις ως άνω διατάξεις του ΑΚ προκύπτει ότι εάν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος ή τρίτου, δεν οφείλεται σε αυτόν αποζημίωση και συνακόλουθα χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην πρόκληση της ζημίας ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (ΑΠ 331/2014).
Περαιτέρω σε περίπτωση διαζευκτικής αιτιότητας, οσάκις δηλαδή η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις περισσοτέρων προσώπων, οι οποίες όλες αποτελούν δυνητικούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποία συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε τη ζημία ή ποίο το ποσοστό συμβολής της σε αυτήν, δημιουργείται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 926 του ΑΚ παθητική εις ολόκληρο ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 του ΑΚ και συνακόλουθα έκαστος των συναιτίων ευθύνεται έναντι του ζημιωθέντος για ολόκληρη τη ζημία και όχι αναλόγως του ποσοστού ευθύνης του. Προϋπόθεση δε της κατά τα άνω εις ολόκληρο ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή των περισσοτέρων συναιτίων από τον ζημιωθέντα, αλλά η πραγματική συνδρομή του νομίμου λόγου ευθύνης για τον κάθε συναίτιο χωριστά (ΑΠ 462/2017, ΑΠ 1229/2013, ΑΠ 1685/2009, ΑΠ 901/2004).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.
Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Τέλος, απαράδεκτος κρίνεται ο αναιρετικός λόγος, που στηρίζεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει οσάκις με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από την επισκόπηση του περιεχομένου της από τον Άρειο Πάγο, στο πλαίσιο έρευνας του σχετικού αναιρετικού λόγου (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), προκύπτει το αντίθετο. Επίσης, λόγος αναίρεσης με τον οποίο βασίμως πλήττεται κάποιο από τα επάλληλα ερείσματα που στηρίζουν το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, εφόσον τα λοιπά ερείσματα αυτής επαρκούν για τη στήριξη του διατακτικού της (σχετ. ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 25/1994, ΑΠ 10/2016, ΑΠ 1652/2010, ΑΠ 406/2010, ΑΠ 318/2009)
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η πρώτη εναγομένη είναι ομόρρυθμη εταιρεία και οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι [ήδη αναιρεσείοντες] είναι ομόρρυθμοι εταίροι αυτής. Έχει ως αντικείμενό την επισκευή φρένων φορτηγών αυτοκινήτων και διατηρεί εξειδικευμένο συνεργείο στη …. Ο ενάγων [ήδη αναιρεσίβλητος] προσλήφθηκε από τους νόμιμους εκπροσώπους της εναγομένης εταιρείας τον Μάρτιο του 2003, προκειμένου να εργασθεί ως τεχνίτης, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Στις 17.4.2003 και περί ώρα 8.15 κατά τη διάρκεια της εργασίας του και, ενώ επισκεύαζε τα φρένα ενός αυτοκινήτου, μάρκας MERCEDES, στην προσπάθεια του ν’ αφαιρέσει ένα φθαρμένο ρουλεμάν, το οποίο είχε σφηνώσει στον άξονα ανάρτησης του φορτηγού και ενώ το κτυπούσε με κατσαβίδι και κοπίδι, εκτοξεύτηκε ένα γρέζι από το ρουλεμάν και εισήλθε στο δεξιό οφθαλμό του. Προκλήθηκε διαμπερές τραύμα εξ αιτίας του οποίου απώλεσε την όρασή του σ’ αυτόν τον οφθαλμό. Αμέσως μετά τον τραυματισμό του μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο “…” …, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο “…” .. και μετά στο Γενικό Νοσοκομείο “…” …, όπου υποβλήθηκε την ίδια ημέρα σε συρραφή του τραύματος, ενώ στις 24.4.2003 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με τη μέθοδο της υαλοειδοκτομής, προκειμένου να αφαιρεθεί το αλλότριο σώμα (βλ. τις υπ’ αριθμ. ….6/5.5.2003 και ..0/25.6.2003 ιατρικές βεβαιώσεις του Π. Θ., Αναπληρωτή Διευθυντή της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Γ.Ν.Α. “…”). Στις 16.5.2003 υποβλήθηκε εκ νέου σε χειρουργική επέμβαση στο “…”, όπου του έγιναν φακοθρυψία και υαλοειδοκτομή (βλ. το από 17.9.2003 πιστοποιητικό του Οφθαλμιατρείου Αθηνών). Περαιτέρω χειρουργήθηκε από μετατραυματικό καταρράκτη στις 27.1.2005. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του επηρεάσθηκε ψυχολογικά, εμφανίσας καταθλιπτικές εκδηλώσεις αντιδραστικού τύπου (βλ. το από 5.5.2005 παραπεμπτικό της στρατιωτικής γιατρού – ψυχολόγου Ε. Μ.). Με την από 29.5.2018 και με αριθ. ..4 Γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Συντάξεων ΙΚΑ κρίθηκε ως ανάπηρος με ποσοστό 50%. Βάσει των παραπάνω ο τραυματισμός του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα, που οφείλεται στην αμέλεια των δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, ως νόμιμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης, που δεν μερίμνησαν ώστε να εφοδιάσουν τον ενάγοντα με προστατευτικό κράνος και άθραυστα γυαλιά (άρθρα 4 παρ. 1, 9 παρ. 4 Π.Δ. 396/1994), ούτε επέβλεπαν την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, με την παρουσία του τεχνικού ασφαλείας (άρθ. 4 παρ. 3α , 5, 7 και 7 παρ. 6 Π.Δ. 17/1996). Μάλιστα οι δεύτερος και τρίτος εναγόμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεους σε βάρος του ενάγοντος, καθώς και της πράξης της μη έγκαιρης αναγγελίας εργατικού ατυχήματος, με την υπ’ αριθμ. 5788/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Γ’ Τριμ. Πλημ/των), που κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 615/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος κατά ποσοστό 99% που πρότειναν οι εναγόμενοι, επαναφερθείσα με το δεύτερο λόγο της έφεσης, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, αφού αποδείχθηκε ότι δεν είχαν εφοδιάσει τον ενάγοντα με προστατευτικά γυαλιά, ούτε υπήρχε στο συνεργείο διαθέσιμος εξολκέας και συνεπώς ο ενάγων χρησιμοποίησε τα εργαλεία, που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες σε ανάλογες περιπτώσεις. Οι εναγόμενοι με τον τρίτο λόγο έφεσης τους ισχυρίζονται ότι κατά ποσοστό 99% συνυπαίτιοι είναι τρίτοι και συγκεκριμένα οι γιατροί που αντιμετώπισαν το προαναφερθέν περιστατικό του ενάγοντος. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τέτοιος ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί στη δίκη αναγωγής μεταξύ των συνυπαίτιων της προκληθείσας ζημίας και πάντως αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι οι εναγόμενοι είναι αποκλειστικά υπαίτιοι της επελθούσας ζημίας στον ενάγοντα. Ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο τέταρτος λόγος έφεσης των εναγομένων που ισχυρίζονται ότι πρέπει ν’ απορριφθεί η ένδικη αγωγή, λόγω του ότι ο ενάγων έχει ασκήσει αγωγή για αδικοπραξία κατά τρίτων ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ότι έχει λάβει χώρα κατάθεση τέτοιας αγωγής, δεν δημιουργείται εξ αυτού του λόγου απαράδεκτο της ένδικης αγωγής. Το αίτημα για τη διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο, καθόσον τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα είναι επαρκή για να σχηματίσει το Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος μετά τον επίδικο τραυματισμό του. Επίσης απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο είναι και το αίτημα των εναγομένων να προσκομίσει ο ενάγων το βιβλιάριο ασθενείας για το διάστημα από το 2000, καθώς και αποφάσεις του ΙΚΑ για το ποσοστό αναπηρίας του για τα έτη 2007 – 2009 για τον ίδιο λόγο που απορρίφθηκε και το αμέσως προαναφερθέν αίτημα τους.
Συνεπώς είναι απορριπτέοι οι έκτος και έβδομος λόγοι έφεσης των εναγομένων ως ουσία αβάσιμοι. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες τραυματίσθηκε ο ενάγων, τον βαθμό υπαιτιότητας των εναγομένων, το μέγεθος της βλάβης του ενάγοντα, την άριστη υγεία του έως το χρόνο του ατυχήματος, την ηλικία του (39 ετών), την οικογενειακή κατάστασή του (έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα εννέα και δύο ετών), την οικονομική κατάσταση των διαδίκων (ο ενάγων με μέτρια οικονομική κατάσταση και η πρώτη εναγομένη εταιρεία με μεγάλη οικονομική επιφάνεια) κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το δε εύλογο ύψος αυτής πρέπει να καθορισθεί σε 40.000 ευρώ, αναγνωριζομένης της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρο το εν λόγω ποσό, έντοκα από την επίδοση της αγωγής”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε στο σύνολό της την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη και, κατά μερική παραδοχή σχετικού λόγου της αντίθετης έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, ως βάσιμου κατ’ ουσία, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2699/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που είχε επιδικάσει στον ενάγοντα ως χρηματική του ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από το εν λόγω ατύχημα το ποσό των 20.000 ευρώ και δικάζοντας την αγωγή κατά το εν λόγω κεφάλαιο, αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων να καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστος, το ποσό των 40.000 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει κατά το άρθρο 561 παρ 1 του ιδίου Κώδικα του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Εξ άλλου, εάν δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την ταυτότητα συγκεκριμένου εγγράφου, που αναφέρεται ως αποδεικτικό μέσο στην προσβαλλομένη απόφαση, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, οσάκις ο τίτλος αυτού, ως σχετικού, αναγράφεται εσφαλμένα σε αυτήν, εφόσον δεν συντρέχει και παραμόρφωση του κειμένου του εγγράφου. Περαιτέρω με τη διάταξη του αριθμού 11 περ. α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, ενώ με τη διάταξη του αριθμού 12 του ιδίου άρθρου ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το Δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Τοιαύτη περίπτωση συντρέχει και όταν το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ πλήρη αποδεικτική δύναμη σε δημόσιο έγγραφο, ως προς τα εις αυτό βεβαιούμενα, παρότι το έγγραφο αυτό δεν είχε συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από αρμόδιο προς τούτο δημόσιο υπάλληλο. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 670 και 671 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζεται ότι οι διάδικοι μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο προσάγουν όλα τ` αποδεικτικά τους μέσα και ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, που εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 674 παρ.2 του ιδίου Κώδικα, όπως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015 και τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του κρίσιμου χρόνου, συνάγεται ότι, όταν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης τηρείται η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση αποδεικτικά μέσα, ακόμη και εκείνα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, δηλαδή και ανεπικύρωτα, αχρονολόγητα, ανυπόγραφα ή άκυρα έγγραφα, έγγραφα ιδιωτικά υπέρ του εκδότη τους ή έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τον επικαλούμενο αυτά διάδικο και γενικά κάθε είδους έγγραφα, σημειώματα κλπ (ΑΠ 1149/2017, ΑΠ 120/2016, ΑΠ 1535/2006, ΑΠ 405/2008), όχι όμως και πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί ο νόμος που απέβλεψε στην ταχεία και χωρίς τυπικούς περιορισμούς αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας στις διαφορές από εξαρτημένη εργασία, δεν έφθασε μέχρι το σημείο να συγχωρήσει και τη χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών μέσων. Ομοίως δεν λαμβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η καθορισμένη διαδικασία (ΟλΑΠ 15/2003). Τα εικονικά όμως έγγραφα δεν ανήκουν ούτε στην κατηγορία των πλαστών, ούτε στην κατηγορία των μη γνησίων εγγράφων και κατά συνέπεια αυτά λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 1746/2008, ΑΠ 96/2008, ΑΠ 933/1987). Δημόσια έγγραφα, που δεν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 438 του ΚΠολΔ κατά τους νόμιμους τύπους, για το λόγο ότι δεν φέρουν υπογραφή του συντάξαντος αυτά δημοσίου υπαλλήλου ή υπηρεσιακή σφραγίδα, δεν έχουν μεν την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου, πλην όμως εξ αυτού μόνου του λόγου δεν χαρακτηρίζονται ως “εικονικά”, λαμβάνονται δε υπόψη στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 671 του ΚΠολΔ προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1265/1995).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και τον δεύτερο από τον αριθμό 11 περ. α του ιδίου άρθρου λόγους αναίρεσης του κυρίως δικογράφου σε συνδυασμό (αληθώς) και με τον εκ του αριθμού 12 του ιδίου άρθρου λόγο αναίρεσης, που εκτιμώνται κατά το περιεχόμενό τους ενιαίως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι με το να δεχθεί ότι ο αναιρεσίβλητος κατέστη διαρκώς ανίκανος προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας 50% εξ αιτίας του ως άνω ατυχήματος, λαμβάνοντας υπόψη, προκειμένου να καταλήξει στο ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα, “την από 29.5.2008 και με αριθ. 1164 γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Συντάξεων ΙΚΑ”, το μεν παραμόρφωσε το περιεχόμενό αυτής, διότι το έγγραφο αυτό αφορούσε γνωστοποίηση γνωμάτευσης και όχι την γνωμάτευση αυτή καθ’ εαυτή, η οποία άλλωστε δεν προσκομίσθηκε κατά την δευτεροβάθμια δίκη, το δε προσέδωσε σε αυτήν αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου, παρότι δεν έφερε υπογραφή ή άλλο στοιχείο του συντάξαντος αυτήν δημοσίου υπαλλήλου, ούτε τη στρόγγυλη σφραγίδα του Ελληνικού Δημοσίου (πρώτος λόγος αναίρεσης). Επί πλέον δε έλαβε υπόψη εικονικό έγγραφο, αφού κατά το περιεχόμενό της αυτή αναφερόταν σε αναπηρία του αναιρεσίβλητου για την περίοδο από 1.11.2008 έως 31.10.2009, ενώ η ημερομηνία σύνταξης αυτής είναι η 29.5.2008, ήτοι προγενέστερος χρόνος, παραλλήλως δε με αυτήν δεν αναλύεται το ανωτέρω από 50% ποσοστό αναπηρίας στα επί μέρους ποσοστά ανά νόσο (ορθοπεδική – οφθαλμολογική – ψυχολογική νόσο), με εξαίρεση 20% για την ψυχολογική πάθηση, τις οποίες (νόσους) το έγγραφο αυτό αναφέρει ως αιτίες της αναπηρίας του αναιρεσίβλητου (δεύτερος λόγος αναίρεσης). Τις ανωτέρω πλημμέλειες του ως άνω εγγράφου τις επεσήμαναν με τις προτάσεις τους οι αναιρεσείοντες στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση των αντιθέτων εφέσεων. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι. Μόνο το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό, που απευθύνεται στον αναιρεσίβλητο και εκδόθηκε ως αναγκαίο στοιχείο για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας σε αυτόν από το ΙΚΑ, όπως προκύπτει από την επισκόπησή του από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, μνημονεύθηκε ως προς τον τίτλο του στην προσβαλλομένη απόφαση ως “γνωμάτευση” αντί του ορθού “γνωστοποίηση γνωμάτευσης” δεν συνιστά παραμόρφωση του περιεχομένου του κειμένου αυτού. Ανεξαρτήτως δε του ότι το ανωτέρω έγγραφο φέρει υπογραφή του συντάξαντος αυτό δημοσίου υπαλλήλου και τη σφραγίδα της υπηρεσίας, όπως προκύπτει από την επισκόπησή του, (πράγματι αχνά εμφαινόμενες), η επικαλούμενη στους λόγους αναίρεσης “εικονικότητα” αυτού, λόγω έλλειψης των επικαλουμένων στοιχείων (υπογραφή – σφραγίδα), δεν καθιστά παράνομη τη λήψη αυτού από το δικαστήριο της ουσίας, αφού το εν λόγω Δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη ακόμη και έγγραφα που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου. Για τον ίδιο λόγο είναι αδιάφορες οι επικαλούμενες πλημμέλειες του ανωτέρω εγγράφου κατά τη συμπλήρωση του σχετικού εντύπου, όπου μάλιστα μόνο η ψυχολογική νόσος διαλαμβάνεται χωριστά, ως προς την κατανομή του ποσοστού αναπηρίας του αναιρεσίβλητου, αναλόγως των νόσων από τις οποίες έπασχε ο αναιρεσίβλητος. Η δε γνωμάτευση περί αναπηρίας του παθόντος για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της σύνταξης του εγγράφου, δεν καθιστά εκ του λόγου αυτού το έγγραφο μη γνήσιο, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, διότι για την απονομή σύνταξης αναπηρίας που αφορά το μέλλον, η απαιτουμένη προς τούτο γνωμάτευση της αρμοδίας υγειονομικής επιτροπής του ΙΚΑ ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης της αναπηρίας και του ποσοστού αυτής αναφέρεται, όπως είναι εύλογο, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο στο μέλλον. Τέλος η αιτίαση ότι, παρά την έλλειψη των ανωτέρω στοιχείων, η προσβαλλομένη απόφαση προσέδωσε αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου στηρίζεται επί αναληθούς προϋπόθεσης, διότι σε κανένα σημείο της η προσβαλλομένη απόφαση δεν δέχεται κάτι τέτοιο. Συνακόλουθα οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης του κυρίως δικογράφου πρέπει να απορριφθούν.
Με τον από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι εξαιτίας της διαμορφωθείσας κατάστασης της υγείας του, συνεπεία του πιο πάνω εργατικού ατυχήματος, ο αναιρεσίβλητος επηρεάσθηκε ψυχολογικά, εμφανίσας καταθλιπτικές εκδηλώσεις αντιδραστικού τύπου, λαμβάνοντας υπόψη, προκειμένου να καταλήξει στο ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα, το από 3.5.2005 παραπεμπτικό σημείωμα της στρατιωτικής ιατρού – ψυχιάτρου Ε. Μ., παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου, καθότι σε αυτό υπό την ένδειξη “Σημειώστε κλινικά ή άλλα στοιχεία” αναγράφεται η σημείωση “κατάθλιψη σε έδαφος οικογενειακών – οικονομικών προβλημάτων” και υπό την ένδειξη “Σημειώστε το πόρισμα της εξέτασης” αναγράφεται “καταθλιπτικές εκδηλώσεις αντιδραστικού τύπου. Ένδειξη ετήσιας αναβολής παρ. 176”, χωρίς σε κανένα σημείο του ως άνω σημειώματος να διαλαμβάνεται ότι οι ως άνω αντιδράσεις είχαν σχέση με πέραν της διετίας τραυματισμό του αναιρεσίβλητου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε, ως προς το έγγραφο αυτό, σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι το έγγραφο αυτό περιελάμβανε, αλλά από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνήγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ως ορθό. Και τούτο διότι, ελλείψει σχετικής αντίθετης μνείας στο ανωτέρω ιατρικό σημείωμα, τα οικογενειακά – οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο αναιρεσίβλητος, συνεπεία των οποίων υπέφερε από καταθλιπτικές εκδηλώσεις αντιδραστικού τύπου, ως διαλαμβάνεται στο έγγραφο αυτό, δεν αποκλείεται να συνδέονται αιτιωδώς (και συνήθως πράγματι συνδέονται) με την προκληθείσα από το ατύχημα μόνιμη αναπηρία του αναιρεσίβλητου και την συνακόλουθη αδυναμία του να ανεύρει εργασία. Κατά συνέπεια, ορθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με βάση την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το έγγραφο αυτό, κατέληξε στο πιο πάνω αποδεικτικό πόρισμα.
Συνεπώς ο πρώτος πρόσθετος λόγος πρέπει ν’ απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Μεταξύ των ως άνω αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται τα έγγραφα και η ομολογία. Η ομολογία μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, δικαστική μεν ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι μόνο εκείνη που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εξώδικη δε, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο κατ’ άρθρο 340 του ΚΠολΔ, είναι κάθε άλλη ομολογία που γίνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), ακόμα δε και εκείνη που έγινε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία γίνεται επίκληση της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 264/2009, ΑΠ 860/11, ΑΠ 11/2004), καθώς και εκείνη που περιέχεται σε έγγραφα εκδιδόμενα από το διάδικο (ΑΠ 128/2014, ΑΠ 414/2000). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία, από έγγραφο που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο διάδικος που επικαλείται την εξώδικη ομολογία, συνιστά κρίση περί τα πράγματα και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 297/2007, ΑΠ 815/2009, ΑΠ 1465/1997). Ως εκ τούτου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της μη λήψης υπόψη εξώδικης ομολογίας από το δικαστήριο της ουσίας, αν από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το έγγραφο από το οποίο, σύμφωνα με τον σχετικό λόγο αναίρεσης που προβάλλει ο αναιρεσείων, συνάγεται εξώδικη ομολογία (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1456/2009, ΑΠ 297/2009, ΑΠ 2191/2007, ΑΠ 1465/1997, ΑΠ 545/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της εξώδικη ομολογία του αναιρεσίβλητου, που προέκυπτε από την από 26.10.2010 και με αριθ. κατ. 11910/2010 αγωγή αυτού ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στρεφομένη κατά τρίτων (πέραν δηλαδή της αναφερομένης στην προσβαλλομένη απόφαση αγωγής αυτού ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών), στην οποία αυτός ιστορούσε ότι μετά τον τραυματισμό του στο ένδικο ατύχημα που αφορούσε ένα συνήθη τραυματισμό και που έπρεπε να είχε αποκατασταθεί τουλάχιστον σε ποσοστό 75%, από υπαιτιότητα των εκεί εναγομένων ιατρών απώλεσε την όρασή του, με συνέπεια από την εξώδικη αυτή ομολογία να αποδεικνύεται ότι δεν ενέχονται οι αναιρεσείοντες προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από την απώλεια της όρασής του αναιρεσίβλητου, καθότι η συμπεριφορά τους δεν ήταν από μόνη της πρόσφορη κατά την έννοια του άρθρου 926 του ΑΚ για την πρόκληση ολόκληρης της ζημίας από τον τραυματισμό του παθόντος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Από την ρητή αναφορά στο 4ο φύλλο της προσβαλλομένης απόφασης ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, περιλαμβανομένων και των εγγράφων της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας σε συνδυασμό με τη ρητή κατ’ ουσία απόκρουση από την προσβαλλομένη απόφαση, κατά την έρευνα του τρίτου λόγου έφεσης των αναιρεσειόντων (τότε εκκαλούντων), του ισχυρισμού αυτών ότι συνυπαίτιοι για την ζημία του αναιρεσίβλητου είναι οι θεράποντες ιατροί, με την παραδοχή ότι “αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι είναι αποκλειστικά υπαίτιοι της επελθούσας ζημίας στον ενάγοντα”, συνάγεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος και την ως άνω από 26.10.2010 αγωγή του αναιρεσίβλητου, το ότι δε από το έγγραφο αυτό δεν συνήγαγε εξώδικη ομολογία, συνιστά κρίση περί τα πράγματα του ως άνω Δικαστηρίου που δεν ελέγχεται αναιρετικά. Με τον τέταρτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου κατά το πρώτο αυτού σκέλος, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι ο τραυματισμός του ενάγοντος οφειλόταν στο ότι από υπαιτιότητα του δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων ο τεχνικός ασφαλείας δεν παρευρισκόταν συνεχώς στο συνεργείο των αναιρεσειόντων, προκειμένου να επιβλέπει την ορθή τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά την παροχή της εργασίας από τον αναιρεσίβλητο, παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.3 περ. α, 5, 6 και 7 παρ.6 του Π.Δ/τος 17/1996 και 7 του Ν. 1568/1985, καθότι ο ρόλος του τεχνικού ασφαλείας είναι γνωμοδοτικός και συμβουλευτικός του εργοδότη, ενώ δεν επιβάλλεται από τις διατάξεις αυτές η συνεχής παρουσία του τεχνικού ασφαλείας στο συνεργείο των αναιρεσιβλήτων, αλλά απαιτείται κατά νόμο η παροχή των ανωτέρω υπηρεσιών από αυτόν για 25 συνολικά ώρες ετησίως, υποχρέωση που οι αναιρεσείοντες τηρούσαν. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι απαιτείτο η “συνεχής” παρουσία του τεχνικού ασφαλείας στην επιχείρηση των αναιρεσειόντων, ως στοιχείο της παράνομης συμπεριφοράς αυτών, αλλά ότι οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων (πέραν του ότι δεν μερίμνησαν για τον εφοδιασμό του αναιρεσίβλητου με προστατευτικό κράνος και άθραυστα γυαλιά), δεν επέβλεπαν οι ίδιοι την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, σύμφωνα με τις υποδείξεις του τεχνικού ασφαλείας. Αυτή είναι προφανώς η έννοια της αδόκιμης φράσης “…ούτε επέβλεπαν την ορθή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας με την παρουσία τεχνικού ασφαλείας (άρθ. 4 παρ. 3α, 5,7 και 7 παρ. 6 Π.Δ 17/1996)”, ενόψει μάλιστα και της σχετικής παραπομπής της προσβαλλομένης απόφασης στις ως άνω διατάξεις του Π.Δ/τος 17/1996. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αλυσιτελής, διότι μόνη η παραδοχή της προσβαλλομένης απόφασης περί μη εφοδιασμού του αναιρεσίβλητου από τους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων με προστατευτικό κράνος και άθραυστα γυαλιά, που κατά νόμο (Π.Δ/μα 396/1994) αποτελούν τον αναγκαίο εξοπλισμό ατομικής προστασίας προς προστασία του κεφαλιού και των οφθαλμών του εργαζομένου σε συναφείς εργασίες, αρκεί για να επιστηρίξει το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς τη συνδρομή παράνομης συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων. Επομένως, ο λόγος αυτός κατά το εν λόγω σκέλος του πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση τη πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής και καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των προβλεπομένων λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το δικόγραφο της αναίρεσης. (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 183/2014, ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 114/2009, ΑΠ 760/2004). Πρέπει δηλαδή να παρατίθεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται ο χρόνος και τρόπος προβολής του ή επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ώστε να κριθεί με βάση το αναιρετήριο εάν η προβολή του ήταν παραδεκτή και νόμιμη (ΑΠ 183/2014, ΑΠ 114/2009).
Ειδικότερα, από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 663, 666, 670 – 676, 115 παρ.3, 591 παρ. 1 στοιχ. β και γ, 256 παρ. 1 στοιχ. δ, 238, 269 και 527 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής (πριν την 1.1.2016) πριν την τροποποίηση διατάξεων του ΚΠολΔ με το νόμο 4335/2015, συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς των, ήτοι αυτούς που εισάγονται στη δίκη υπό μορφή ένστασης ή αντένστασης, προφορικώς, κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί, εφόσον δεν περιέχονται στις προτάσεις που κατατίθενται στο ακροατήριο, καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που “ως γενόμενο κατά την συζήτηση” σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005). Επομένως, αν προσβάλλεται με αίτηση αναίρεσης απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, θα πρέπει ο αυτοτελής ισχυρισμός που προβλήθηκε υπό την μορφή ένστασης ή αντένστασης και για τον οποίο προβάλλεται στην αναίρεση η αιτίαση ότι δεν αξιολογήθηκε νόμιμα ή αξιολογήθηκε ανεπαρκώς ή αντιφατικά με την προσβαλλομένη απόφαση, να είχε προταθεί παραδεκτά κατά τα ανωτέρω στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρο 240 του Κ.Πολ.Δ. με τις προτάσεις) στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. (ή να πρόκειται για ισχυρισμό που παραδεκτά, κατά το άρθρο 527 του Κ.Πολ.Δικ. προτάθηκε για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, με την επίκληση των προϋποθέσεων της βραδείας προβολής του), τούτο δε πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο (ΑΠ 119/2017, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 9/2014). Εάν τα ανωτέρω δεν παρατίθενται στο αναιρετήριο, ο σχετικός αναιρετικός λόγος είναι αόριστος και κατά συνέπεια απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 199/2017, ΑΠ 132/2016). Ισχυρισμούς δε καταλυτικούς της ασκουμένης με την αγωγή αξίωσης του αναιρεσίβλητου, συνιστούν στην ένδικη υπόθεση οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων ότι ο αναιρεσίβλητος, κατά παράβαση της από το άρθρο 13 παρ.2 στοιχ. δ του Π.Δ/τος 17/1996 υποχρέωσής του για ενημέρωση του εργοδότη σχετικά με διαπιστούμενες ελλείψεις στα συστήματα ασφάλειας, παρέλειψε να αναφέρει αμέσως στους εργοδότες του την έλλειψη εφοδιασμού αυτού με προστατευτικά γυαλιά ή, εφόσον τα είχε απωλέσει, να ζητήσει από αυτούς τον εφοδιασμό του με άλλα και ότι συνυπαίτιος στην πρόκληση του σε βάρος του ατυχήματος, κατά την έννοια του άρθρου 300 του ΑΚ (ΟλΑΠ 423/1985), ήταν ο ίδιος για τον προαναφερθέντα λόγο και για το λόγο ότι κατά την προσπάθεια του να αφαιρέσει το κατεστραμμένο ρουλεμάν που είχε σφηνώσει σε άξονα ανάρτησης δεν χρησιμοποίησε εξολκέα, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, αλλά συνέχισε να κτυπά περιμετρικά αυτό, χρησιμοποιώντας κατσαβίδι και κοπίδι. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση α) υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, καθότι δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.2 στοιχ. δ του Π.Δ/τος 17/1996, αναφορικά με την υποχρέωση του αναιρεσίβλητου να ενημερώσει τους εργοδότες του και να ζητήσει τον εφοδιασμό του από αυτούς με γυαλιά προστασίας (μάλιστα στον οικείο σχετικό αναιρετικό λόγο διαλαμβάνεται η σχετική παραδοχή της ήδη αναιρεθείσας με αριθ. 3704/2011 απόφασης στο 6ο φύλλο αυτής και όχι παραδοχές από την προσβαλλομένη απόφαση) και β) υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού των αναιρεσειόντων περί συνδρομής συνυπαιτιότητας στο πρόσωπο του αναιρεσίβλητου για τον τραυματισμό του, ενόψει της ανωτέρω (υπό α) παράλειψης ενημέρωσης και της παρά τους κανόνες της τεχνικής εκτέλεσης της εργασίας του κατά την αφαίρεση του ρουλεμάν. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης κατ’ αμφότερα τα σκέλη του, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθ’ όσον, προκειμένης διαφοράς εκδικαζομένης κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται στην αίτηση αναίρεσης ότι προέβαλαν παραδεκτώς τους εν λόγω ισχυρισμούς (ενστάσεις), ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά τον ανωτέρω αναφερόμενο τρόπο, με προφορική δήλωση αυτών κατά την συζήτηση καταχωρηθείσα στα οικεία πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και αναλυτικότερα με τις (τυχόν) κατατεθείσες προτάσεις των ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου και ότι στη συνέχεια, μετά την απόρριψή τους από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επανέφεραν αυτούς ως εκκαλούντες με λόγους έφεσης ή με πρόσθετους λόγους (που ασκούνται και με τις προτάσεις), αλλά περιορίζονται στο να αναφέρουν στο δικόγραφο της αναίρεσης στις σελ. 3- 4 ότι οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί προβλήθηκαν ως λόγοι της από 15.12.2009 έφεσης αυτών. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο – του οποίου δεν είναι δικονομικώς επιτρεπτή η συμπλήρωσή του με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο – εάν οι ως άνω ισχυρισμοί είχαν παραδεκτά προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και συνακόλουθα εάν ιδρύονται αναιρετικοί λόγοι από τυχόν πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης κατά την έρευνα ή μη αυτών. Κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Αντιθέτως δεν θεωρούνται “πράγματα” κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 139/2014, ΑΠ 1720/2013, ΑΠ 232/2009). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, συνάγεται ότι δεν ιδρύεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος για ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 1/1999). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1970/2017, ΑΠ 960/2017, ΑΠ 168/2015, ΑΠ 1322/2014, ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1202/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και τον συναφή δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που εξετάζονται ενιαίως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο έλαβε υπόψη της πράγματα που δεν προτάθηκαν, καθότι βάσει των παραδοχών της δέχθηκε, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη προς τούτο αιτιολογία, ότι στο συνεργείο αυτών δεν υπήρχε εξολκέας, ώστε να χρησιμοποιηθεί από τον αναιρεσίβλητο κατά την από αυτό αφαίρεση του ρουλεμάν, με συνέπεια να κρίνει ότι δεν υπήρχε προσωπική ευθύνη του αναιρεσιβλήτου ως προς τον τραυματισμό του, αν και ούτε ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του διέλαβε την έλλειψη εξολκέα στην ιστορική της βάση, περιορισθείς στην έλλειψη εφοδιασμού αυτού με προστατευτικά γυαλιά, ούτε οι ίδιοι προέβαλαν σχετικό ισχυρισμό. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι. Όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, τα οποία επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για τον έλεγχο των ανωτέρω λόγων αναίρεσης (άρθ. 561 παρ.2 του ΚΠολΔ), με τις κατατεθείσες επί της έδρας κατά την συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από 17.3.2009 προτάσεις των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, αυτοί προέβαλαν, μεταξύ άλλων, τον αρνητικό της ιστορικής βάσης της αγωγής ισχυρισμό, ότι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, ο οποίος, παρά τους κανόνες της τεχνικής, κατά την αφαίρεση του ρουλεμάν που είχε σφηνωθεί στον άξονα του φορτηγού αυτοκινήτου, συνέχισε να κτυπά αυτόν με μεταλλικό σφυρί και κοπίδι, με συνέπεια την εκτίναξη ρινισμάτων μετάλλου, αντί να χρησιμοποιήσει, ως όφειλε κατά τους κανόνες αυτούς, το ειδικό προς τούτο εργαλείο, που καλείται εξολκέας. Η βασιμότητα όμως του εν λόγω ισχυρισμού των αναιρεσειόντων προϋποθέτει κατά λογική ακολουθία ότι στον εξοπλισμό του συνεργείου αυτών υπήρχε εξολκέας. Τον ίδιο ισχυρισμό προέβαλαν, μεταξύ άλλων, οι αναιρεσείοντες και για τη θεμελίωση της ένστασης συνυπαιτιότητας του αναιρεσίβλητου, την οποία πρότειναν και προφορικά κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά. Στη συνέχεια, μετά την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών ως κατ’ ουσία αβάσιμων με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που έκρινε ότι ο τραυματισμός του αναιρεσίβλητου κατά το ένδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, οι αναιρεσείοντες επανέφεραν ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τους ανωτέρω ισχυρισμούς τους με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της από 15.12.2009 και με αριθ. 11785/2009 έφεσης αυτών. Επομένως, με το να κρίνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι ο αναιρεσίβλητος, κατά την προσπάθεια αφαίρεσης του ρουλεμάν που είχε σφηνώσει στον άξονα του φορτηγού αυτοκινήτου, χρησιμοποίησε τα εργαλεία (κατσαβίδι και κοπίδι) που χρησιμοποιούν οι εργάτες σε ανάλογες περιπτώσεις και ότι (κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του) δεν υπήρχε στο συνεργείο διαθέσιμος εξολκέας, δεν έλαβε υπόψη του “πράγματα” που δεν είχαν προταθεί (αναφορικά με την προβληθείσα ένσταση συνυπαιτιότητας), αλλά το αντίθετο. Σημειώνεται δε ότι ο με την αυτή ιστορική βάση αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός των αναιρεσειόντων περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του αναιρεσίβλητου δεν συνιστά “πράγμα” και κατά συνέπεια δεν ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο. Τέλος, δεν απαιτείτο για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας να διαλάβει η προσβαλλομένη απόφαση περαιτέρω αιτιολογίες σχετικά με την έλλειψη εξολκέα στο συνεργείο των αναιρεσειόντων. Επομένως, οι περί του αντιθέτου ως άνω λόγοι αναίρεσης πρέπει ν’ απορριφθούν. Με τον έκτο λόγο του κυρίως δικογράφου και υπό την επίκληση λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως απέρριψε το υποβληθέν με τις προτάσεις των ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αίτημα αυτών να προσκομίσει ο αναιρεσίβλητος το βιβλιάριο ασθενείας για το χρόνο πριν τον τραυματισμό του, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ψυχολογική νόσος αυτού προϋπήρχε του ατυχήματος, και τις αποφάσεις του ΙΚΑ για το ποσοστό αναπηρίας του κατά τα έτη 2007 – 2007, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η ανικανότητα προς εργασία του αναιρεσίβλητου ήταν διαρκής, με το εσφαλμένο αιτιολογικό ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα δεν προέκυπτε τούτο. Οι αιτιάσεις αυτές δεν ιδρύουν τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο οποίος προϋποθέτει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και δεν αφορά διαδικαστικές αιτήσεις. Αλλά ούτε και στον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ μπορεί να στοιχειοθετεί σχετικός λόγος αναίρεσης, αφού το σχετικό αίτημα, και αν ακόμη ήθελε εκτιμηθεί ως αίτηση επίδειξης εγγράφων κατ’ άρθ. 450 – 452 του ΚΠολΔ (πέραν της αοριστίας του, αφού δεν γίνεται επίκληση της κατοχής των εγγράφων αυτών από τον αναιρεσίβλητο) δεν έμεινε αδίκαστο, αλλά απορρίφθηκε ρητά με την προσβαλλομένη απόφαση. Κατά το μέρος δε που υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου, πλήττεται η επί της ουσίας αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). Με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι επιτρέπεται αναίρεση μόνο “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών… Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς”. Ως διδάγματα της κοινής πείρας νοούνται οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση και έχουν έτσι καταστεί κοινό κτήμα. Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να διαπιστωθεί έμμεσα η βασιμότητα των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένη δίκη (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, αφού διαπιστωθεί η βασιμότητα αυτών, η υπαγωγή τους σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 εδ. β και 560 παρ. 1β του ΚΠολΔ.). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα, δηλαδή με τρόπο που δεν συνάδει προς τις αρχές της λογικής ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να ανεύρει, με βάση αυτά, την αληθινή έννοια κανόνα ουσιαστικού δικαίου και, ιδίως, για να εξειδικεύσει αόριστες νομικές έννοιες που αυτός τυχόν περιέχει ή για να υπαγάγει ή όχι σε αυτόν τα εκάστοτε κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 2080/2017. ΑΠ 1353/2017, ΑΠ 757/2015, ΑΠ 1226/2014, ΑΠ 167/2013, ΑΠ 120/2013, ΑΠ 316/2011, ΑΠ 208/2011, ΑΠ 1662/2010). Στην τελευταία περίπτωση δεν στοιχειοθετείται λόγος ούτε από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 παρ.4 και 339 του ΚΠολΔ τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005).
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 670 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015, με την οποία ορίζεται ότι οι διάδικοι έως το τέλος της συζήτησης προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα και ότι η συζήτηση στο ακροατήριο πρέπει, όσο είναι δυνατό, να τελειώνει σε μία δικάσιμο και η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθ. 674 παρ.2 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. του ΚΠολΔ) δεν εκδίδεται απόφαση περί αποδείξεως και συνακόλουθα από την παράλειψη αυτή δεν ιδρύεται αναιρετικός λόγος. Σημειώνεται ότι η ρύθμιση αυτή έχει επεκταθεί κατ’ άρθρο 270 του ΚΠολΔ και στις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας και για το λόγο αυτό τροποποιήθηκε από 1.1.2002 ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, με την απάλειψη της φράσης “ή δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά” με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, λόγω ακριβώς της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ προηγουμένου συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης στις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έβδομο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης από τους αριθμούς 1 εδ. β, 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι χωρίς ειδική αιτιολογία έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος, ενόψει του ότι δεν υπήρχε εξολκέας, κατά την από αυτόν αφαίρεση του ρουλεμάν που είχε σφηνωθεί στον άξονα ανάρτησης του φορτηγού αυτοκινήτου ενήργησε χρησιμοποιώντας τα εργαλεία (δηλαδή κτυπώντας το ρουλεμάν με κατσαβίδι και κοπίδι) που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες σε ανάλογες περιπτώσεις, χωρίς να διατάξει αποδείξεις περί τους πως ενεργούν οι τεχνίτες σε ανάλογες περιπτώσεις (έβδομος λόγος) και παραλλήλως παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, από τα οποίο προκύπτει ότι αν κάποιος επιχειρεί κτυπήματα σε μεταλλικό αντικείμενο με τη χρήση άλλου μεταλλικού αντικειμένου (κοπίδι ή κατσαβίδι) σε μικρή απόσταση από το πρόσωπό του και χωρίς προστατευτικά γυαλιά υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού των οφθαλμών του από εκτινασσόμενα ρινίσματα μετάλλου, με συνέπεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να καταλήξει σε εσφαλμένη κρίση για την έλλειψη κάθε ευθύνης του αναιρεσίβλητου για τον τραυματισμό του (τρίτος πρόσθετος λόγος). Υπό το περιεχόμενο αυτό ο ως άνω ερευνώμενος τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο επιχειρείται η θεμελίωσή του επί του αριθμού 1 εδ. β’ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., είναι απαράδεκτος, διότι το φερόμενο ως παραβιασθέν δίδαγμα της κοινής πείρας αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων και όχι την ερμηνεία διάταξης ουσιαστικού δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτήν. Ο δε συναφής έβδομος λόγος κατά το μέρος μεν που προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας είναι αόριστος και κατά τούτο απαράδεκτος, διότι σε αυτόν δεν εξειδικεύονται οι πλημμέλειες του δικαστηρίου της ουσίας, και ειδικότερα δεν περιγράφονται ποίες είναι οι ανεπάρκειες που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης με τη μνεία των επιπλέον αιτιολογιών που έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για την επάρκεια της αιτιολογίας (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1184/2015, ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 589/2005), κατά το μέρος δε που προβάλλεται η αιτίαση της παράλειψης να διαταχθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση απόδειξη, ως προς τον τρόπο που ενεργούν οι τεχνίτες σε ανάλογες περιπτώσεις, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού δεν ιδρύεται από την παράλειψη αυτή σχετικός αναιρετικός λόγος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και οι δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας των (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.12.2017 και με αριθ. κατάθ. 933/2017 αίτηση αναίρεσης και τους δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες από 9.1.2018 και με αριθ. κατάθ. 11/2018 πρόσθετους λόγους αναίρεσης της υπ’ αριθ. 3440/2017 απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ