Αλλαγές αναφορικά στο πότε δίδεται και πότε “κόβεται” η επικουρική σύνταξηπροβλέπει διάταξη που πέρασε η κυβέρνηση.
Βασικός όρος για να καταβληθεί μία επικουρική σύνταξη είναι να έχει πρώτα καταβληθεί η κύρια σύνταξη, ενώ μία επικουρική σύνταξη “κόβεται” όταν επέλθει ο θάνατος του δικαιούχου του.
Μάλιστα, ως χρόνος έναρξης καταβολής της επικουρικής σύνταξης θεωρείται από το αρμόδιο ταμείο ο ίδιος χρόνος με εκείνο που ξεκίνησε η καταβολή της κύριας σύνταξης. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η επικουρική σύνταξη καταβάλλεται μετά την κύρια σύνταξη. Έτσι, -για παράδειγμα – αν η κύρια σύνταξη καταβλήθηκε την 1η/2/2019, η επικουρική σύνταξη θα καταβληθεί από την ίδια ημερομηνία (σ.σ.1η/2/2019).
Και αυτό παρά το γεγονός, ότι η καταβολή της επικουρικής σύνταξης ακολουθεί την καταβολή της κύριας σύνταξης, καθώς η έκδοση της επικουρικής σύνταξης προϋποθέτει την έκδοση της κύριας. Αυτό θα ισχύει, όμως, υπό την προϋπόθεση, ότι η αίτηση για την επικουρική σύνταξη γίνει το αργότερο σε τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση της απόφασης του ΕΦΚΑ για την απονομή της κύριας σύνταξης.
Πιο αναλυτικά, με εγκύκλιο την οποία εξέδωσε χθες το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), γίνεται σαφές πως βασική προϋπόθεση για την έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης είναι η προηγούμενη συνταξιοδότηση από το φορέα κύριας ασφάλισης.
Σημειώνεται ότι οι ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΕΠ “δικαιούνται σύνταξης, εφόσον θεμελιώνουν αντίστοιχο δικαίωμα συνταξιοδότησης στον φορέα κύριας ασφάλισής τους για την αυτή αιτία και έχουν συμπληρώσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου που προβλέπει η νομοθεσία του αντίστοιχου φορέα κύριας ασφάλισής τους”.
Για την επικουρική σύνταξη λόγω γήρατος ισχύει αναλογικά ότι η καταβολή της εν λόγω παροχής αρχίζει από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της σχετικής αίτησης μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις (συνταξιοδότηση από φορέα κύριας ασφάλισης και προϋποθέσεις χορήγησης επικουρικής σύνταξης).
Διαφορετικά, η καταβολή της επικουρικής σύνταξης αρχίζει από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις.
Παραπέρα, οι ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑΕΠ που, κατά την έναρξη χορήγησης της επικουρικής σύνταξης, συνεχίζουν την απασχόλησή τους ως μισθωτοί ή μη μισθωτοί, διέπονται από τις διατάξεις περί απασχόλησης συνταξιούχων (σ.σ. παρακράτηση του 60% της σύνταξης). Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας και η συνέχιση της απασχόλησης δηλώνεται στην αίτηση συνταξιοδότησης.
Η επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της ημερομηνίας του θανάτου και δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος πριν από το τέλος του μήνα που υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, εφόσον βέβαια συντρέχει κατά την ως άνω ημερομηνία και η προηγούμενη συνταξιοδότηση για την αυτή αιτία από το φορέα κύριας ασφάλισης.
Προβλέπεται, επίσης, ότι, κατ’ εξαίρεση, η καταβολή της επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, θανάτου ή αναπηρίας από το ΕΤΕΑΕΠ, αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης και η αίτηση υποβληθεί μέσα σε 3 μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για την απονομή της κύριας σύνταξης.
Η διάταξη αυτή κρίθηκε σκόπιμη, σύμφωνα με την ίδια εγκύκλιο, καθώς εφαρμόζεται ήδη στην πλειοψηφία των ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΕΠ, και σκοπό έχει την προστασία των ασφαλισμένων του ΕΤΕΑΕΠ, οι οποίοι, λόγω άγνοιας ή ελλιπούς πληροφόρησης, δεν υποβάλλουν ταυτόχρονα με την αίτηση για κύρια σύνταξη και αίτηση για επικουρική σύνταξη, αν και πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις.
Από την άλλη μεριά, το δικαίωμα σε επικουρική σύνταξη λήγει:
– στη σύνταξη λόγω γήρατος, στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του συνταξιούχου,
– στη σύνταξη λόγω θανάτου, στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του δικαιούχου ή τελέστηκε γάμος ή συνάφθηκε σύμφωνο συμβίωσης ή έπαυσε η απαιτούμενη ανικανότητα για εργασία, με νεότερη κρίση της υγειονομικής επιτροπής, ή συμπληρώθηκε το όριο ηλικίας λήξης του δικαιώματος.
Η ισχύς των παραπάνω διατάξεων αρχίζει από την 4η Δεκεμβρίου 2018. Από εκείνη την ημερομηνία και έπειτα καταργείται κάθε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις για την έναρξη καταβολής της επικουρικής σύνταξης εφαρμόζονται καταρχήν επί αιτήσεων συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.
Οι εκκρεμείς μέχρι και την 3η Δεκεμβρίου 2018 αιτήσεις συνταξιοδότησης, σύμφωνα με τους κανόνες του διαχρονικού δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, κρίνονται, σε ό,τι αφορά την έναρξη καταβολής της σύνταξης, με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος, εκτός αν η επελθούσα μεταβολή της νομοθεσίας είναι επί το ευμενέστερον. Σε αυτήν την περίπτωση, η νεότερη νομοθεσία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς περιπτώσεις (συμπεριλαμβανομένων των μη οριστικών αποφάσεων συνταξιοδότησης, επί των οποίων έχει ασκηθεί ένσταση).