Δεν δικαιούνται στο εξής δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα αδείας οι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι έκρινε κατά πλειοψηφία η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, απορρίπτοντας τις σχετικές προσφυγές και αποφασίζοντας αντίθετα από ό,τι είχε κρίνει πριν από έναν και πλέον χρόνο το αρμόδιο τμήμα του ΣτΕ.
Η δικαστική ανατροπή για τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας συνέβη, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, την περασμένη Παρασκευή σε θυελλώδη συνεδρίαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που πραγματοποιήθηκε, όπως προβλέπεται, κεκλεισμένων των θυρών.
Οι ανώτατοι δικαστικοί τελικώς αποφάσισαν κατά πλειοψηφία ότι ο νόμος που «έκοψε» τα δώρα και τα επιδόματα στους δημοσίους υπαλλήλους, τους υπαλλήλους των ΟΤΑ και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου είναι συνταγματικός και οι περικοπές αυτές είναι καθόλα νόμιμες.
Οι περικοπές δώρων και επιδόματος αδείας είχαν γίνει με τον νόμο 4093 του 2012.
Αρχικά το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου είχαν προσφύγει δημόσιοι υπάλληλοι, είχε κρίνει αντίθετα από την Ολομέλεια. Δηλαδή είχε αποφανθεί ότι οι περικοπές σε 13ο και 14ο μισθό, όπως συνήθως λέγονται τα δώρα και το επίδομα της άδειας, είναι αντίθετες με το άρθρο 25 και 4 του Συντάγματος, που καθιερώνουν τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Τότε, πριν από ένα χρόνο, το ΣΤ’ Τμήμα του ΣτΕ, με αποφάσεις του, είχε κρίνει ότι αναγνωρίζεται μεν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο «επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περεταίρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».
Και, είχαν τότε προσθέσει οι σύμβουλοι Επικρατείας του ΣΤ΄ Τμήματος, ότι, τα «επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Η δικαστική ανατροπή
Το θέμα έφθασε στην Ολομέλεια λόγω της μείζονος σπουδαιότητάς του και η εκδίκαση της υπόθεσης έγινε στην 1η Φεβρουαρίου με εισηγήτρια την σύμβουλο του ΣτΕ, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, η οποία όμως στη συνέχεια για λόγους σοβαρούς δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ανέλαβε την εισήγηση η σύμβουλος Ελένη Παπαδητρίου, που εισηγήθηκε τελικά και στην προχθεσινή διάσκεψη.
Τελικά η κρίσιμη διάσκεψη έγινε την περασμένη Παρασκευή, μέσα σε κλίμα έντασης, καθώς το θέμα ήταν εξαιρετικά σοβαρό και αφορούσε το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ η απόφαση ασκεί επιρροή όπως είναι φυσικό και σε τωρινές παροχές που δίνονται η σε άλλες που θα δοθούν προσεχώς.
Η κυρία Ελένη Παπαδημητρίου στην εισήγησή της επικαλέστηκε το πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Η εισηγήτρια, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι, «ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».
Περαιτέρω, σημειώνει η εισηγήτρια, «οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών».
Μάλιστα, η εισηγήτρια επικαλούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (4327/2014), σημειώνει ότι «η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστη μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως τη εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».
Παρ΄ όλα αυτά, κατά τη διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ επιτεύχθηκε πλειοψηφία υπέρ της συνταγματικότητας των περικοπών των δώρων και του επιδόματος των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κλείσει το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής τους στους εργαζόμενους στο Δημόσιο τομέα, τους ΟΤΑ, κ.λπ.
Υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ το έτος 2015 με την υπ΄ αριθμ. 2287/2015 απόφασή της είχε κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο 4093/2012 με αφορμή τις περικοπές που είχαν γίνει τότε.
Μετά την επίμαχη απόφαση του 2015, οι δημόσιοι υπάλληλοι ξεκίνησαν τις δικαστικές διεκδικήσεις τους για την περικοπή των δώρων-επιδομάτων και την αναδρομική είσπραξη τους.