Όρος συμβάσεως δανείου προβλέπει, ότι ο εγγυητής ενέχεται ως πρωτοφειλέτης και παραιτείται ανεπιφύλακτα από την ένσταση της δίζησης (αρ. 855 ΑΚ), όπως επίσης και από τις ενστάσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από τα αρ. 853, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ. Ο όρος αυτός είναι άκυρος ως καταχρηστικός, κατά το μέρος που αφορά τα ευεργετήματα των άρθρων 862-864 και 866-868 ΑΚ, καθότι αντιτίθεται ειδικώς στις διατάξεις του ν. 2251/1994 [αρ. 2 και 7ιγ` (και κστ`)], αλλά και γενικώς υπερβαίνει τα όρια τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του αρ. 281 ΑΚ μέτρα, υπό τους παρακάτω όρους και προυποθέσεις, όπως προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την ΕφΑθ 6924/2007, πηγή Nomos:
Καταρχάς, γίνεται δεκτό, ότι ο εγγυητής, ο οποίος συναλλάσσεται με την προμηθεύτρια τράπεζα, έχει την ίδια ανάγκη προστασίας με τον δανειολήπτη απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων που συνάπτει, αφού η τράπεζα, εκμεταλλευόμενη τη διαπραγματευτική της υπεροχή απέναντι στον εγγυητή, του επιβάλλει τη δική της συμβατική τάξη (βλ. Σταθόπουλου/Χιωτέλλη/Αυγουστιανάκη, 1995, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, 1995, σ. 47, Γ. Μεντή, Γενικοί Οροι Συναλλαγών σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σ. 14 επ., Ι. Καράκωστα, Η προστασία του καταναλωτή, 1997, σ. 76 επ.).
Κατά τη διάταξη του αρ. 862 ΑΚ: «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη». Κατά δε τη διάταξη του αρ. 863 ΑΚ: «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής». Περαιτέρω, στη διάταξη του αρ. 864 ΑΚ ορίζεται ότι: «Οταν η κύρια οφειλή αποσβεστεί, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα.
Οι ανωτέρω διατάξεις των αρ. 862, 863 και 864 ΑΚ, είναι ενδοτικού δικαίου επιτρεπομένης έτσι αντίθετης συμφωνίας των μερών. Αν, δε, η συμφωνία παραιτήσεως αποτελεί προϊόν ελεύθερης διαπραγματεύσεως των συμβαλλόμενων, δεν τίθεται θέμα καταχρηστικότητας μιας τέτοιας αποκλίσεως από τις ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διατάξεις. Το αντίθετο, όμως, συμβαίνει, όταν η εν λόγω εκ των προτέρων αντίθετη συμφωνία δεν αποτελεί προϊόν ελεύθερης διαπραγματεύσεως μεταξύ ισότιμων συναλλασσόμενων μερών, αλλά το ένα συμβαλλόμενο μέρος, εκμεταλλευόμενο τη διαπραγματευτική του υπεροχή απέναντι στο άλλο, του επιβάλλει τη δική του συμβατική τάξη, όπως με την κατάρτιση και συνομολόγηση μονομερώς προδιατυπωμένων ΓΟΣ χωρίς ατομική διαπραγμάτευση.
Οι εν λόγω διατάξεις του Αστικού Κώδικα, έχουν τεθεί προς προστασία του εγγυητή, ο οποίος έχει καταστεί υπεύθυνος με ολόκληρη την περιουσία του για την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη και την πλήρη και ολοσχερή ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστή. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές παρέχεται στον εγγυητή το ευεργέτημα της ελευθερώσεως από την εγγύηση, στην περίπτωση που ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή από τον οφειλέτη με υπαίτια πράξη (ελαφρά αμέλεια) του δανειστή, καθώς και όταν αυτός (δανειστής) είτε υπαίτια είτε ανυπαίτια παραιτείται από ασφάλειες, που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτηση για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής, αλλά και στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο επέρχεται απόσβεση της οφειλής χωρίς πταίσμα του εγγυητή. Είναι σαφής, συνεπώς, η αληθής έννοια των διατάξεων αυτών και ο σκοπός της θεσπίσεως τους, ο οποίος είναι η προστασία του εγγυητή από υπαίτιες και εν γένει αυθαίρετες ενέργειες του δανειστή, και από τον κίνδυνο της απροσδόκητης εξελίξεως της συναλλακτικής σχέσεως εις βάρος του εγγυητή, αντίθετα από τις εύλογες προβλέψεις και τις προσδοκίες του. Οι διατάξεις αυτές υπαγορεύονται εν τέλει από την ιδέα της μη διαιωνίσεως της ευθύνης του εγγυητή. Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις των αρ. 862, 863 και 864 ΑΚ έχουν τεθεί για να επιφέρουν μια δίκαιη εξισορρόπηση των εκατέρωθεν τυπικών συμφερόντων των συμβαλλόμενων μερών. Επομένως, σε περίπτωση συνομολόγησης ΓΟΣ, ότι οι εγγυητές παραιτούνται εκ των προτέρων και ανεπιφύλακτα από τα ανωτέρω ευεργετήματα που τους παρέχει ο νόμος, τίθεται ως ζήτημα, εάν η απόκλιση από τα νόμιμα είναι σημαντική, κι αν έτσι ματαιώνεται ο προαναφερόμενος σκοπός της θεσπίσεώς τους.
Ως προς την δανειακή σύμβαση, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται ο καταχρηστικός χαρακτήρας της εν λόγω αποκλίσεως, θα πρέπει να ελέγχεται καταρχάς, κατά πόσο από τις παραπάνω διατάξεις θίγονται τα συμφέροντα της πιστώτριας τράπεζας. Τούτο δεν θα συντρέχει, μεταξύ άλλων, από τη στιγμή που άπαντες οι εγγυητές ενέχονται με την προσωπική τους περιουσία για την πλήρη ικανοποίηση της απαιτήσεως της δανείστριας Τράπεζας, εγγυώμενοι ως αυτοφειλέτες και παραιτούμενοι από την ένσταση της διζήσεως. Κρίσιμο είναι επίσης, εάν η τράπεζα διαθέτει άλλου είδους εξασφαλίσεις για την σχετική απαίτησή της, π.χ. εμπράγματες ασφάλειες, αξιόγραφα κλπ. Αυτά συνηγορούν υπέρ του πορίσματος, ότι η αποδυνάμωση του εγγυητή από την προστασία που του δίνει ο νόμος έγινε αυθαίρετα και καταχρηστικά, χωρίς να εξυπηρετεί κάποιο έννομο συμφέρον της αντισυμβαλλόμενης τράπεζας. Σε τέτοια περίπτωση, ο σχετικός όρος της δανειακής σύμβασης είναι άκυρος και ο εγγυητής μπορεί βάσει των ενστάσεων των ανωτέρω άρθρων και υπό τις προυποθέσεις που αυτά θέτουν να απελευθερωθεί από την εγγύηση.