Με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Οι εν λόγω ρυθμίσεις θεσπίσθηκαν κατ’ επίκληση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε συμμόρφωση προς την «απόφαση – πιλότο» («arrêt pilote») του ΕΔΔΑ, με την οποία διαπιστώθηκε η ύπαρξη «συστημικού» προβλήματος στην ελληνική διοικητική δικαιοσύνη, λόγω του σημαντικού αριθμού παραβιάσεων των ως άνω άρθρων της ΕΣΔΑ κλήθηκε δε η Ελλάδα να υιοθετήσει αποτελεσματική προσφυγή ή συνδυασμό προσφυγών σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση του προβλήματος σύμφωνα με τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ τα κριτήρια με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης σύμφωνα με όσα απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του ν.4055/2012 και αφορούν, ειδικότερα, τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της επίμαχης δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, τη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και το διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία της υπόθεσης για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, η παράγραφος 2 του άρθρου 57 του ν.4055/2012, εισάγει τρία (3) στάδια στην κρίση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Στο πρώτο στάδιο το δικαστήριο αποφαίνεται, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου, αν συντρέχει παραβίαση του σχετικού εν λόγω δικαιώματος. Εφόσον διαπιστωθεί παραβίαση, λαμβάνοντας υπόψη ότι προκλήθηκε εξ αυτού ηθική βλάβη στον αιτούντα, αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβίασης του εν λόγω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση. Εάν, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό, προβαίνει, στο τρίτο στάδιο, αφενός μεν, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, αφετέρου δε, στην επιβολή σε βάρος του Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν. 4055/2012.
Το Ελληνικό Δημόσιο, υποστηρίζει ότι, εφόσον το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ αναφέρεται σε αμφισβητήσεις «δικαιωμάτων και υποχρεώσεων … αστικής φύσεως», η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη ratione materiae, διότι η επίμαχη διαδικασία, για της οποίας την καθυστέρηση ζητείται η επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης, «δεν ήταν άμεσα καθοριστική», αλλά «μόνο μακρινές συνέπειες θα μπορούσε να έχει» για τα αστικής φύσης δικαιώματα της αιτούσας. Το αναγνωριζόμενο ωστόσο από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα αναφέρεται, κατά τη διατύπωση του άρθρου αυτού, σε υποθέσεις που αφορούν αμφισβητήσεις «δικαιωμάτων και υποχρεώσεων … αστικής φύσεως» ή τη βασιμότητα «πάσης … κατηγορίας ποινικής φύσεως». Το ΕΔΔΑ, ερμηνεύοντας τους όρους αυτούς –οι οποίοι, κατά τη νομολογία του, έχουν «αυτόνομη» έννοια σε σχέση με το εθνικό δίκαιο των Συμβαλλομένων Κρατών έχει διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διάταξης, ακόμη και αναθεωρώντας προηγούμενη νομολογία του, έχοντας υπαγάγει μέχρι σήμερα σε αυτό τις περισσότερες κατηγορίες των, κατά την ελληνική έννομη τάξη, διοικητικών διαφορών, χαρακτηρίζοντας αυτές ως υποθέσεις είτε «αστικής» είτε «ποινικής» φύσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι διαφορές των υπαλλήλων και λειτουργών της δημόσιας διοίκησης υπάγονται κατ’ αρχήν, όπως και οι κοινές εργασιακές διαφορές, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εκτός αν συντρέχουν σωρευτικώς δύο όροι: (α) να έχει ρητώς αποκλεισθεί από την εθνική νομοθεσία η πρόσβαση σε δικαστήριο για κατηγορία υπαλλήλων ή για διαφορές σχετικές με συγκεκριμένες θέσεις και (β) ο αποκλεισμός αυτός να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στις εν λόγω διαφορές υπάγονται δε, μεταξύ άλλων, και αυτές που αφορούν την πρόσβαση των ενδιαφερομένων στις δημόσιες θέσεις. Συνεπώς, εφόσον για την κατηγορία διαφορών όπως η επίμαχη, περί τον διορισμό (επί θητεία) σε θέση ειδικού τεχνικού εργαστηριακού προσωπικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, η ελληνική νομοθεσία δεν απαγορεύει στους ενδιαφερόμενους την πρόσβαση σε δικαστήριο, οι διαφορές αυτές εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Εξ άλλου, με παλαιότερη νομολογία του, την οποία επικαλείται το Ελληνικό Δημόσιοτο ΕΔΔΑ είχε κρίνει ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις με αντικείμενο την ακύρωση του διορισμού ή της προαγωγής τρίτου προσώπου σε θέση για την οποία ήταν υποψήφιος και ο αιτών, εφόσον η έκβαση των υποθέσεων αυτών δεν συνεπάγεται τον διορισμό ή την προαγωγή του αιτούντος στην επίμαχη θέση και, ως εκ τούτου, κατά την εν λόγω νομολογία, έχει μακρινές μόνο συνέπειες και δεν είναι (άμεσα) καθοριστική για τα αστικής φύσης δικαιώματά του. Ωστόσο, όπως έχει κριθεί με νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ, οι ανωτέρω υποθέσεις εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον ο αιτών είχε θεμιτή προσδοκία επιλογής του για την επίμαχη δημόσια θέση και η έκβαση της υπόθεσης είναι (άμεσα) καθοριστική για το αναγνωριζόμενο από την εθνική νομοθεσία δικαίωμα συμμετοχής του σε νόμιμη και δίκαιη διαδικασία επιλογής. Το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει ότι από την ανωτέρω χρονική περίοδο πρέπει να αφαιρεθούν τα διαστήματα που αντιστοιχούν: α) στις δικαστικές διακοπές, οι οποίες, κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), διαρκούν από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους και κατά τη διάρκεια των οποίων εκδικάζονταν μόνο επείγουσες υποθέσεις· β) στις αναβολές εκδίκασης της υπόθεσης λόγω εκλογών και αποχής των δικηγόρων· και γ) σε όλες εν γένει τις αναστολές των εργασιών των δικαστηρίων λόγω εκλογών, καθώς και λόγω δημοψηφίσματος. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, διότι όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμοδίων δικαιοδοτικών τους οργάνων εντός εύλογης προθεσμίας, του χρόνου που διέδραμε πριν και μετά από αυτές, των υπολοίπων οίκοθεν αναβολών, καθώς και του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ της κατάθεσης της αίτησης και του αρχικού προσδιορισμού δικασίμου.
Στην παρούσα υπόθεση δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδίκασης της επίμαχης υπόθεσης. Εξ άλλου, όπως έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ, η συμπεριφορά των διαδίκων, ακόμη και στα νομικά συστήματα που καθιερώνουν την αρχή της διεξαγωγής της δίκης από αυτούς, δεν αναιρεί την υποχρέωση του δικαστηρίου να εξασφαλίζει την απαιτούμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ταχύτητα στη διεξαγωγή και ολοκλήρωση της δίκης. Κατά τα ειδικότερον δε κριθέντα από το ΕΔΔΑ, το καθήκον επιμέλειας για την απονομή της δικαιοσύνης απόκειται κατά κύριο λόγο στις αρμόδιες αρχές, συνεπώς τυχόν παράλειψη των διαδίκων να εξαντλήσουν κάθε μέσο για την επιτάχυνση της διαδικασίας δεν αναιρεί την υποχρέωση του Κράτους να οργανώνει το δικαστικό του σύστημα κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η επιταγή του ως άνω άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για έκδοση οριστικών αποφάσεων από τα δικαιοδοτικά του όργανα εντός εύλογης προθεσμίας. Είναι επομένως απορριπτέος ο ισχυρισμός του Δημοσίου καθ’ όν «πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αιτούσα δεν ενδιαφέρθηκε να επιδιώξει την επιτάχυνση εκδικάσεως της εφέσεως με την υποβολή αιτήσεως επιτάχυνσης της διαδικασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33Α του π.δ. 18/1989». Η αιτούσα υποστηρίζει ότι το διακύβευμα γι’ αυτήν της επίμαχης υπόθεσης ήταν πολύ σημαντικό και επέφερε σε βάρος της «μείζονες επαγγελματικές, ηθικές και κοινωνικές συνέπειες» και «σημαντική ηθική, αλλά και οικονομική βλάβη», εν όψει των επαγγελματικών προοπτικών και του κύρους που συνεπαγόταν η εν λόγω απασχόληση· ως εκ τούτου, κατά τα προβαλλόμενα, η υπερβολική καθυστέρηση εκδίκασης της επίμαχης υπόθεσης προκάλεσε στην αιτούσα ηθική βλάβη, διότι «απομείωσε σημαντικά την αξία της δημοσιευθείσας αποφάσεως» και τής προκάλεσε αισθήματα ανασφάλειας, απογοήτευσης και δυσπιστίας προς τη δικαιοσύνη.
Όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο, κατά συνεκτίμηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η θέσπιση με τον ν. 4055/2012 ειδικού ένδικου βοηθήματος για τη δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, εφόσον το ποσό που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου, θα στοιχεί προς τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο της Χώρας και η σχετική απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί άμεσα. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη (από το 2010 έως και σήμερα).
Επιμέλεια: Ιππολύτη Μαστακουρη / Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
Το δικαστήριο δέχεται εν μέρη την αίτηση. Όπως γίνεται επομένως δεκτό, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 57 παρ. 3 εδ. α΄ του ν. 4055/2012, σε περίπτωση μερικής αποδοχής της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, η δικαστική δαπάνη συμψηφίζεται μεταξύ των διαδίκων.