Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138, 180, 211, 513 και 1033 Α.Κ. προκύπτουν τα εξής: στην περίπτωση καταχωρημένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο σύμβασης πώλησης και (εξαιτίας της πώλησης) μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριό του σε άλλον, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης του πωλητή και του αγοραστή ήταν εικονικές (υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις) η σύμβαση πώλησης είναι άκυρη λόγω της εικονικότητας, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Συνεπώς δεν είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση, εκτός αν υποκρύπτει άλλη δικαιοπραξία και μόνο για την έρευνα του κύρους ή μη αυτής, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, κατά το οποίο, άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της (ΑΠ 563/2016,304/2016).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 505 ΑΚ ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή. Ως αχαριστία κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης δικαιολογούσα την ανάκληση της δωρεάς νοείται η έλλειψη στο δωρεοδόχο συναισθήματος ευγνωμοσύνης προς το δωρητή, που εκδηλώνεται με βαριά, υπαίτια και δυναμένη να καταλογισθεί αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου προς τον δωρητή ή το σύζυγο ή το στενό συγγενή του αντιβαίνουσα σε κανόνες δικαίου ή σε κρατούσες στην κοινωνία αντιλήψεις περί ηθικής ευπρέπειας. Η αντικειμενική συμπεριφορά μπορεί να είναι και συνδυασμός περισσοτέρων πράξεων ή παραλείψεων έστω και αν καθεμία χωριστά δεν συνιστά βαρύ παράπτωμα.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτισή της υπό την εικονική καλυπτομένης άλλης δικαιοπραξίας είναι και συστατικός τύπος, όπως το συμβολαιογραφικό έγγραφο που επιβάλλει ο νόμος πάντοτε για τη δωρεά ακινήτου (άρθρα 159 παρ.1, 369 και 498 παρ.1 ΑΚ), αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτό και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτομένης δικαιοπραξίας αλλά αυτά αποδεικνύονται με τα εκάστοτε επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, από το συμβολαιογραφικό έγγραφο πώλησης ακινήτου την οποία εικονικά συνήψαν τα μέρη δεν απαιτείται να προκύπτει η δωρεά την οποία ηθέλησαν πράγματι τα μέρη και η οποία καλύπτεται υπό την εικονική πώληση (ΑΠ 917/2015).
Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου, που έκρινε ότι στις δηλώσεις του ενάγοντος (ήδη αναιρεσιβλήτου) στο συμβόλαιο πώλησης του επιδίκου ακινήτου προς τους δύο πρώτους εναγομένους υποκρύπτεται δωρεά εν ζωή, η οποία είναι έγκυρη αφού αυτό θέλησαν τα συμβαλλόμενα μέρη και τήρηθηκε ο συμβολαιογραφικός τύπος. Έτσι, δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι επέδειξαν αδιαφορία για τη περίθαλψη που είχε ανάγκη ο δωρητής και άρνηση στοιχειώδους βοήθειας, η οποία είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα, ο τελευταίος ανακάλεσε τη δωρεά.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Λαμπρινούδης / επιστημονικός συνεργάτης e-themis
Όταν μεταξύ των όρων που απαιτούνται για την κατάρτισή της υπό την εικονική καλυπτομένης άλλης δικαιοπραξίας είναι και συστατικός τύπος, αρκεί ότι ο τύπος αυτός τηρήθηκε για την εικονική δικαιοπραξία και δεν απαιτείται να προκύπτει από τον τύπο αυτό και το είδος και γενικότερα το περιεχόμενο της καλυπτομένης δικαιοπραξίας