ΑΠ 116/2019
Απόφαση 116 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2, 2, 3 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του ν. 1387/1983, “ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου”, “Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής:
α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους.
Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, “Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και του Δημοσίου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Ως σχέση εργασίας νοείται εκείνη που δημιουργείται από την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας”, “Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους” και “Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες”.
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 1387/1983 συνάγεται ότι κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το ως άνω όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις των επί σχέσει εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένων, τις οποίες επιχειρεί ο εργοδότης στα πλαίσια οικονομοτεχνικών μεταβολών κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητος, θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μηνός, κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας.
Η εξωτερίκευση της βουλήσεως του εργοδότη γίνεται είτε όταν προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικώς με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαπραγματεύσεις, όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα καταγγελτήρια των συμβάσεών τους εργασίας, τούτο δε ισχύει και εάν οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας γίνονται υπό προειδοποίηση συμφώνως προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 εδ. α’ ν. 2112/1920, αφού η κοινοποίηση στον εργαζόμενο της καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας αποτελεί την έκφραση της αποφάσεως περί διακοπής της σχέσεως εργασίας, η δε εν τοις πράγμασι λήξη της εν λόγω σχέσεως κατά την παρέλευση της προθεσμίας προειδοποιήσεως συνιστά απλώς και μόνον το αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως.
Η ανωτέρω ερμηνεία προκύπτει σαφώς και από την αιτιολογική έκθεση του ν.1387/1983, στην οποία, κεφ. Β’ αρ. 4, διαλαμβάνονται τα εξής: “τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ομαδικές προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα, κατά τον οποίον ο εργοδότης εκδηλώνει τη βούλησή του να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις”, και από την γραμματική διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 ν. 1387/1983 “Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων …” θεσπίζουσα υποχρέωση του εργοδότη να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, προτού προβεί σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, είναι δε συμβατή και προς την Οδηγία 98/59, με την οποία έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις της προαναφερομένης Οδηγίας 75/129 ως και της μεταγενεστέρως εκδοθείσης Οδηγίας 92/56, όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C-188/03, με την οποία έγινε δεκτό “ότι τα άρθρα 2 και 4 της Οδηγίας έχουν την έννοια ότι το γεγονός, το οποίο συνιστά απόλυση έγκειται στη δήλωση βουλήσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας”. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο.
Αριθμός 116/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Σοφία Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Μαΐου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Τ. του Ι., κατοίκου …, 2)Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, 3)Ι. Γ. του Β., κατοίκου …, 4)Χ. Β. του Ι., κατοίκου …, 5)Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, 6)Ν. Μ. του Α., κατοίκου …, 7)Ε. Β. του Β., κατοίκου …, 8)Ν. Ρ. του Ε., κατοίκου … και 9)Σ. Α. του Α., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Μαρκέτο, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Βασίλειο Αβαρκιώτη και Δημήτριο Βερβεσό, που κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/3/2014 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1012/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 3785/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9/10/2017 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με την υπό κρίση από 9ης Οκτωβρίου 2017 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 3785/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων. Οι αναιρεσείοντες άσκησαν αρχικώς την από 28ης Μαρτίου 2014 αγωγή κατά της αναιρεσιβλήτου, αφορώσα εργατική διαφορά, η οποία απερρίφθη κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθμόν 1012/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της εν λόγω αποφάσεως οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 30ής Μαΐου 2016 έφεση απορριφθείσα κατ’ ουσίαν με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας οι αναιρεσείοντες άσκησαν την προαναφερομένη υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, κατά το άρθρο 1 εδ. α’ Ν. 2112/1920, όπως έχει αντικατασταθεί με την υποπαράγραφο ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου Ν. 4093/2012, “Η καταγγελία σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, δεν δύναται να πραγματοποιηθεί χωρίς προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση του εργοδότη, και η οποία θα ισχύει από την επομένη της γνωστοποίησής της προς τον εργαζόμενο με τους εξής όρους: α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δώδεκα (12) συμπληρωμένους μήνες έως δύο (2) έτη, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση. β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) έτη συμπληρωμένα έως πέντε (5) έτη, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση. γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) έτη συμπληρωμένα έως δέκα (10) έτη απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση. δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) έτη συμπληρωμένα και άνω απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση”.
Αφ’ ετέρου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2, 2, 3 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του ν. 1387/1983, με τον οποίον έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 75/129 του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1975 “περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών – μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις”, όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 1 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 3863/2010, ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: “Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου”, “Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, “Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και του Δημοσίου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου που ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Ως σχέση εργασίας νοείται εκείνη που δημιουργείται από την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας”, “Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους” και “Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες”.
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 1387/1983 συνάγεται ότι κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το ως άνω όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις των επί σχέσει εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένων, τις οποίες επιχειρεί ο εργοδότης στα πλαίσια οικονομοτεχνικών μεταβολών κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητος, θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μηνός, κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας.
Η εξωτερίκευση της βουλήσεως του εργοδότη γίνεται είτε όταν προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικώς με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαπραγματεύσεις, όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα καταγγελτήρια των συμβάσεών τους εργασίας, τούτο δε ισχύει και εάν οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας γίνονται υπό προειδοποίηση συμφώνως προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 εδ. α’ ν. 2112/1920, αφού η κοινοποίηση στον εργαζόμενο της καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας αποτελεί την έκφραση της αποφάσεως περί διακοπής της σχέσεως εργασίας, η δε εν τοις πράγμασι λήξη της εν λόγω σχέσεως κατά την παρέλευση της προθεσμίας προειδοποιήσεως συνιστά απλώς και μόνον το αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως.
Η ανωτέρω ερμηνεία προκύπτει σαφώς και από την αιτιολογική έκθεση του ν.1387/1983, στην οποία, κεφ. Β’ αρ. 4, διαλαμβάνονται τα εξής: “τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ομαδικές προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα, κατά τον οποίον ο εργοδότης εκδηλώνει τη βούλησή του να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις”, και από την γραμματική διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 ν. 1387/1983 “Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων …” θεσπίζουσα υποχρέωση του εργοδότη να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, προτού προβεί σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, είναι δε συμβατή και προς την Οδηγία 98/59, με την οποία έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις της προαναφερομένης Οδηγίας 75/129 ως και της μεταγενεστέρως εκδοθείσης Οδηγίας 92/56, όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C-188/03, με την οποία έγινε δεκτό “ότι τα άρθρα 2 και 4 της Οδηγίας έχουν την έννοια ότι το γεγονός, το οποίο συνιστά απόλυση έγκειται στη δήλωση βουλήσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας”. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο, επιλαμβανόμενο της εφέσεως των αναιρεσειόντων κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ως άνω αγωγή αυτών περί επιδικάσεως μισθών υπερημερίας, εδέχθη τα εξής: “Η εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται στον χώρο της εμπορίας τροφίμων, τροφοδοσίας εστιατορίων και χώρων εστίασης. Στα πλαίσια της ανωτέρω δραστηριότητάς της προσέλαβε τους ενάγοντες με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου και ειδικότερα: ο πρώτος ενάγων προσλήφθηκε την 23η Σεπτεμβρίοή 1991 προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως χειριστής μηχανήματος έργου – κλαρκ, ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε την 11η Σεπτεμβρίορ 1996, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός, ο τρίτος ενάγων προσλήφθηκε την 4η Δεκεμβρίου 1989, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος αποθήκης, η τέταρτη ενάγουσα προσλήφθηκε την 4η Ιουλίου 1994, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου, ο πέμπτος ενάγων προσλήφθηκε την 09η Ιουλίου 1990, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως χειριστής κλαρκ, ο έκτος ενάγων προσλήφθηκε την 23η Μαΐου 1996, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός, η έβδομη ενάγουσα προσλήφθηκε την 01η Οκτωβρίου 1991, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες της ως βοηθός λογιστή, ο όγδοος ενάγων προσλήφθηκε την 07η Σεπτεμβρίου 1995, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός και ο ένατος ενάγων προσλήφθηκε την 20ή Σεπτεμβρίου 1993, προκειμένου όπως παρέχει τις υπηρεσίες του ως οδηγός. Την 28η Αυγούστου 2013 η εναγομένη κατήγγειλε, διά τετράμηνης έγγραφης προμήνυσης τις συμβάσεις εργασίας απάντων των προαναφερόμενων μισθωτών, με αποτέλεσμα την 29η Δεκεμβρίου 2013, λύθηκε για την ανωτέρω αιτία ο μεταξύ των διαδίκων συμβατικός δεσμός, δεδομένου ότι καταβλήθηκε σε αυτούς και η πρώτη δόση της αποζημίωσης απόλυσής τους (…). Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τις ομαδικές απολύσεις, δεδομένου ότι η εναγομένη την 01η Δεκεμβρίου του έτους 2013 απασχολούσε 22 και πλέον μισθωτούς όλων των ειδικοτήτων, συνδεόμενη μαζί τους με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ώστε καταγγέλλοντας τις συμβάσεις εργασίας 15 συνολικά εργαζομένων της, εντός του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2013, υπερέβη τον ανώτατο καθοριζόμενο εκ του νόμου αριθμό των έξι απολυτέων μισθωτών, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζόμενων, με σκοπό τη διερεύνηση αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, χωρίς την έγγραφη παροχή πληροφοριών για τον αριθμό και τις κατηγορίες των απολυτέων, τα κριτήρια της επιλογής τους και το χρονικό διάστημα που θα πραγματοποιούνταν οι απολύσεις, και χωρίς την τήρηση της ενημέρωσης του Νομάρχη ή του Υπουργού Εργασίας για την εξέλιξη των διαβουλεύσεων. Ωστόσο, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγοντων δεν αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος, αντίθετα αποδεικνύεται ότι η εναγομένη την 1η Δεκεμβρίου του έτους 2013 απασχολούσε συνολικά 19 και όχι 22 μισθωτούς, δεδομένου ότι εντός του μηνός Νοεμβρίου του ίδιου έτους η εργοδότρια εταιρεία προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας έξι συνολικά μισθωτών, ενώ παράλληλα αποχώρησαν από αυτή οικειοθελώς δύο εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα, όταν προέβη στην καταγγελία των ενδίκων συμβάσεων εργασίας μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος της προμήνυσης, οπότε τότε επέρχεται το αποτέλεσμα της λύσης της εργασιακής σχέσης, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της καταγγελίας και της οριστικής λήξης της σχέσης και κατά συνέπεια τότε είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον έλεγχο του κύρους των καταγγελιών των ενδίκων συμβάσεων ως προαναφέρθηκε και όχι ο χρόνος της έγγραφης καταγγελίας τους με προμήνυση ως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες με τον πρώτο λόγο έφεσης που είναι απορριπτέος ως αβάσιμος”. Υπό τις ως άνω παραδοχές το Μονομελές Εφετείο Αθηνών απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της εφέσεως, με τον οποίον οι αναιρεσείοντες ισχυρίζοντο ότι εσφαλμένως είχε ληφθεί ως ημερομηνία ελέγχου των απολύσεων αυτών η 1η Δεκεμβρίου 2013, ενώ έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν η 1η Αυγούστου 2013, οπότε ως εκ του αριθμού των απασχολουμένων στην αναιρεσίβλητη οι απολύσεις θα εχαρακτηρίζοντο ως ομαδικές. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο ψευδώς ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 Ν. 1387/1983, αφού κατά τα ανωτέρω επί καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών υπό προειδοποίηση λόγω οικονομοτεχνικών μεταβολών κρίσιμος χρόνος, βάσει του οποίου καθορίζεται το όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι εν λόγω καταγγελίες θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις προερχόμενος σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ή, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαβουλεύσεις, του μηνός, κατά τον οποίον περιήλθαν στους εργαζομένους οι καταγγελίες, και όχι του μηνός, κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, της παραβιάσεως με την εν λόγω ψευδή ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο εκήρυξε ή δεν εκήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, όμως εάν το απαράδεκτο δεν επιδρά στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.
Εν προκειμένω, με τον έτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσβάλλεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθ’ ο μέρος το Μονομελές Εφετείο απέρριψε τον δεύτερο λόγο της εφέσεως των αναιρεσειόντων, δεχόμενο ότι ο δια του εν λόγω λόγου επαναφερόμενος ισχυρισμός αυτών ότι οι κατά μήνα Νοέμβριο 2013 παραιτήσεις δύο εργαζομένων ήσαν εικονικές και ως εκ τούτου ο αριθμός των απασχολουμένων την 1η Δεκεμβρίου 2013 στην αναιρεσίβλητη υπερέβαινε το όριο ελέγχου των ενδίκων απολύσεων ως ομαδικών, είχε προταθεί απαραδέκτως ως επαγόμενος μεταβολή της βάσεως της αγωγής. Ο εν λόγω λόγος, εκ του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί, αφού και εάν ήθελε γίνει δεκτός κατ’ ουσίαν ο ισχυρισμός περί εικονικότητος, δεν θα είχε τούτο επίδραση ως προς τον χαρακτηρισμό των απολύσεων των αναιρεσειόντων ως ομαδικών, αφού κατά τα ανωτέρω ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν χωρεί βάσει του αριθμού των απασχολουμένων στην αναιρεσίβλητη την 1η Δεκεμβρίου 2013 αλλά την 1η Αυγούστου 2013.
Επειδή, η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εξ άλλου, εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 – 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.
Εν προκειμένω, εν όψει του κατά τα ανωτέρω δεκτού γενομένου πρώτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση ως προς την απόρριψη του πρώτου λόγου της εφέσεως και ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση.
Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη ως ηττωμένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτών, ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμόν 3785/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών καθ’ ο μέρος αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων ποσού δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιανουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ