Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες δικαστικές Ενώσεις επιδιώκουν να ακυρωθούν α. ο κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάλογος ελεγχομένων προσώπων για το έτος 2018 της Διεύθυνσης Δ1 του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και β. η υπ’ αριθμ. 84949/29.11.2018 πράξη της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
5. Επειδή, από τις εκτεθείσες στην ανωτέρω σκέψη διατάξεις προκύπτει ότι κάθε έτος ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι σε υποβολή Δ.Π.Κ. εκδίδει, κατά δεσμία αρμοδιότητα, τις καταστάσεις των υπόχρεων προσώπων που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ και ιβ΄ της παραγράφου 1 ή στις χρήσεις που κατ’ εξαίρεση ειδικότερα προβλέπονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Με τις καταστάσεις αυτές εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους, τα υπόχρεα σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για το οικείο έτος πρόσωπα. Η ηλεκτρονική καταχώριση των καταστάσεων αυτών, για την οποία τάσσεται αποκλειστική προθεσμία στον αρμόδιο φορέα, προβλέπεται ρητά από τον νόμο, η παράλειψη δε αυτής συνεπάγεται για τους υπευθύνους τις προβλεπόμενες στο άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 3213/2003 ποινικές κυρώσεις. Περαιτέρω, από τις αυτές διατάξεις συνάγεται ότι η ηλεκτρονική καταχώριση των οριστικοποιημένων καταστάσεων μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, (στις οποίες έχουν πρόσβαση ως προς τα καταχωρισθέντα σε αυτές ατομικά στοιχεία τους και οι χρήστες της εφαρμογής δια της εισαγωγής των προσωπικών κωδικών Taxisnet), αποσκοπεί τόσο στην ενημέρωση των οργάνων ελέγχου για την περαιτέρω εφαρμογή των διατάξεων του νόμου όσο και στην ενημέρωση των ίδιων των υποχρέων, ώστε να δύνανται λυσιτελώς να αμφισβητήσουν τη συνδρομή στο πρόσωπό τους της ιδιότητας του υποχρέου σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., με την υποβολή αίτησης στο κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο ελέγχου, κατ’ άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3213/2003.
6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη κατάσταση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους, οι εκ του νόμου υπόχρεοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί σε υποβολή Δ.Π.Κ. για το έτος 2018, διαβιβάσθηκε στις 22.2.2018 στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του ως άνω Υπουργείου, η οποία με το υπ’ αρ. πρωτ. 29808οικ/8.5.2018 έγγραφό της την απέστειλε, σε ηλεκτρονική μορφή, στο τότε αρμόδιο όργανο ελέγχου (Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης), ακολούθως δε μετά την τροποποίηση του ν. 3213/2003 με τον ν. 4571/2018 οριστικοποιήθηκε και καταχωρίσθηκε στις 17.1.2019 ηλεκτρονικώς μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής του άρθρου 2Α του ν. 3213/2003 (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. 2603 οικ. 23.1.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Περαιτέρω η ανωτέρω προσβαλλόμενη συμπληρώθηκε με την κατάσταση των δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία συντάχθηκε από την 11η Υπηρεσία Επιτρόπου και υπογράφηκε από την Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. το διαβιβασθέν στο Δικαστήριο υπ’ αρ. πρωτ. 4106/22.1.2019 έγγραφο της 11ης Υπηρεσίας Επιτρόπου Διοικητικής Υποστήριξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και καταχωρίσθηκε στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή στις 22.1.2019. Εν όψει όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη ως άνω κατάσταση αποτελεί εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη και δη σώρευση ατομικών πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 3465/2007, 2575/2003, 4124/1995, 281/1993, 2877/1990), η οποία προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αφού οι διαφορές που ανακύπτουν από τις πράξεις αυτές δεν περιλαμβάνονται σε εκείνες που έχουν υπαχθεί στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αν και κατά τη γνώμη των Αντιπροέδρων Μ. Καραμανώφ, Γ. Παπαγεωργίου και των Συμβούλων Α. Χριστοφορίδου, Θ. Αραβάνη, Α. Χλαμπέα, Η. Μάζου, Κ. Κονιδιτσιώτου και Ι. Αργυράκη, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε η Πάρεδρος Φ. Γιαννακού, η ανωτέρω κατάσταση συνιστά ατομική πράξη γενικού περιεχομένου, όπως προκύπτει κυρίως από την προπαρατεθείσα διάταξη του νόμου, κατά την οποία καταρτίζεται, οριστικοποιείται και δηλώνεται ηλεκτρονικά «μηδενική κατάσταση» όταν δεν υπάρχουν υπόχρεα φυσικά πρόσωπα σε έναν φορέα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της Διοίκησης ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη δεν παράγει αυτοτελώς έννομες συνέπειες για τα μέλη των αιτουσών ενώσεων σε σχέση με την κτήση της ιδιότητάς τους ως δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών (η οποία επέρχεται με τον διορισμό των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, κατ’ άρθρο 31 του ν. 3689/2008), αλλά εντάσσεται στην εσωτερική διαδικασία της Διοίκησης, αποβλέπουσα στην επικαιροποιημένη πληροφόρηση των οργάνων ελέγχου για τον κατάλογο των υποχρέων ύστερα από την αντιστοίχησή του με την επετηρίδα που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Απορριπτέα επίσης είναι και τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, με τα οποία υποστηρίζεται ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 3213/2003 «ενδικοφανής διαδικασία» προβλέπεται μόνο για τις περιπτώσεις περίληψης στις καταστάσεις του άρθρου 1 παρ. 3 του αυτού νόμου προσώπων που δεν έχουν την ιδιότητα του υποχρέου και ότι βάσει των στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, υπέβαλαν κατά τα έτη 2016 και 2017 Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. 48.021 υπόχρεοι εκτός καταστάσεων. Τούτο δε, διότι ναι μεν η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως προσώπου, ως εκ της ιδιότητάς του, ιδρυόμενη απευθείας από τον νόμο (πρβλ. ΣτΕ 985/2005, 5028/1987), δεν αίρεται στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό δεν έχει συμπεριληφθεί στην κατάσταση του οικείου φορέα, ωστόσο η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάσταση υποχρέων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3213/2003 για την κίνηση εκ μέρους των οργάνων ελέγχου της διαδικασίας επιβολής των προβλεπόμενων από τον νόμο κυρώσεων.
7. Επειδή, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 84949/29.11.2018 πράξη της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο, την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τους Προϊσταμένους των Εφετείων και των Εισαγγελιών Εφετών της χώρας και τους Προϊσταμένους των Διοικητικών Εφετείων της χώρας (με την παράκληση οι Προϊστάμενοι αυτοί να ενημερώσουν τα δικαστήρια των περιφερειών τους), επισημαίνεται στους αποδέκτες η υποχρέωση υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η ανάθεση του ελέγχου σε επιτροπή με ενδεκαμελή σύνθεση, η προθεσμία υποβολής δηλώσεων, οι κυρώσεις σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς δηλώσεως, παρακαλούνται δε οι Προϊστάμενοι όλων των δικαστικών υπηρεσιών της χώρας να ενημερώσουν άμεσα και ενυπόγραφα τους υπηρετούντες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών να κοινοποιήσουν το έγγραφο αυτό στα Ειρηνοδικεία και Πταισματοδικεία της περιφέρειάς τους. Με την πράξη αυτή, υπό το ως άνω περιεχόμενο, δεν εισάγονται νέες αυτοτελείς ρυθμίσεις, αλλά επισημαίνονται στους αποδέκτες της οι προβλεπόμενες από τον νόμο 3213/2013, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4571/2018, υποχρεώσεις τους και οι προβλεπόμενες από τον αυτό νόμο κυρώσεις που συνεπάγεται η μη εμπρόθεσμη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απλό ενημερωτικό έγγραφο για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3213/2003 και του ν. 4571/2018, στερούμενο εκτελεστού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 2594/2018, 3054/2014 επτ., κ.ά.). Επομένως, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη προσβάλλεται απαραδέκτως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με το έγγραφο απόψεων της Διοίκησης και η κρινόμενη αίτηση πρέπει κατά το αντίστοιχο μέρος να απορριφθεί, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών των αιτουσών Ενώσεων.
8. Επειδή, κατά το άρθρο 47 του π.δ. 18/1989 (Α 8), το έννομο συμφέρον νομικού προσώπου για την προσβολή διοικητικής πράξης με αίτηση ακυρώσεως κρίνεται, κυρίως επί τη βάσει του σκοπού του νομικού προσώπου και του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ Ολομ. 1745/2016, 1909/2014, 1212/2010, 1620/1988, ΣτΕ 2618/2018 επτ., 2160/2014 επτ., 4243/2015, κ.ά.). Εξ άλλου, εφόσον με την αίτηση ακυρώσεως που ασκούν τα νομικά πρόσωπα προσβάλλονται ατομικές διοικητικές πράξεις θα πρέπει να γίνεται επίκληση της ιδιαίτερης βλάβης που υφίστανται τα πρόσωπα αυτά από τις πράξεις αυτές μη αρκούσης της γενικής αναφοράς στους επιδιωκόμενους από αυτά θεμιτούς σκοπούς, έστω και ηθικής φύσεως, για την πραγμάτωση των οποίων έχουν συσταθεί (ΣτΕ 3353/2013 Ολομ. σκ. 6, πρβλ. και ΣτΕ 4255/2013 Ολομ. σκ. 12, 1283/2012 Ολομ. σκ. 22, 1094/2008, 4664/1997, 1928/1986, 2818/1984, 1265/1964, 2231/1961, κ.ά.). Ειδικότερα, σωματείο ασκεί με έννομο συμφέρον αίτηση ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως είτε όταν η πράξη αυτή απευθύνεται ευθέως σ’ αυτό είτε όταν το παρεμποδίζει στην εκπλήρωση των καταστατικών του σκοπών (βλ. ΣτΕ 4203/2012 Ολομ.). Όταν δε οι τελευταίοι συνίστανται στην προαγωγή των συμφερόντων των μελών του, τότε για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος απαιτείται είτε η πράξη να είναι βλαπτική για τα συμφέροντα του συνόλου των μελών του είτε ορισμένης κατηγορίας αυτών, υπό την περαιτέρω προϋπόθεση, όμως, στην περίπτωση αυτήν, ότι η ακύρωση της πράξης δεν βλάπτει τα συμφέροντα άλλης κατηγορίας μελών του (ΣτΕ Ολομ. 3892/1981 15/2015, 3354/2013 κ.ά.).
9. Επειδή, εν προκειμένω, οι αιτούσες Ενώσεις, στους καταστατικούς σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνονται η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και η προώθηση των εννόμων συμφερόντων των μελών τους (βλ. άρθρο 2 των προσκομισθέντων καταστατικών), ζητούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, ως εκ της βλάβης που φέρονται να υφίστανται τα μέλη τους από την καθιέρωση με τον ν. 4571/2018 του νέου συστήματος υποβολής και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, προβάλλοντας λόγους που αφορούν τη συμφωνία του συστήματος αυτού με το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο. Εν όψει των ισχυρισμών αυτών, με τους οποίους τεκμηριώνεται η ειδική σχέση που συνδέει τους καταστατικούς σκοπούς των αιτουσών Ενώσεων με τη μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, έστω και ατομική, οι αιτούσες αυτές με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, ομοδικούν δε παραδεκτώς, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2649, 3312/2017, πρβλ. και ΣτΕ 944/1999 επτ.). Είναι δε απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί του καθ’ ου Υπουργού με τους οποίους αμφισβητείται η ύπαρξη συγκεκριμένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος και ενεργητικής νομιμοποιήσεως των αιτουσών Ενώσεων· τούτο δε, διότι τυχόν αποδοχή της αιτήσεως ακυρώσεως δεν θα έβλαπτε τα μέλη των αιτουσών ενώσεων, τα οποία έχουν ήδη υποβάλει Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., σε κάθε δε περίπτωση η υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. κατά τα προηγούμενα έτη από ορισμένα μέλη των αιτουσών Ενώσεων, βάσει του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος, δεν συνεπάγεται ανεπιφύλακτη αποδοχή του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος, κατά την έννοια του άρθρου 29 του π.δ. 18/1989, όπως υπολαμβάνει το καθ’ ου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. δεν καθιστά, εν όψει και των τασσόμενων από τον νόμο αποκλειστικών προθεσμιών, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων, πρόωρη την άσκηση της αιτήσεως αυτής, στο πλαίσιο της λυσιτελούς παροχής δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι για την ύπαρξη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος αρκεί να υφίσταται η ειδική σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη κατά την έκδοση της πράξης αυτής, την άσκηση της κρινόμενης αίτησης και τη συζήτηση της υπόθεσης και όχι να έχει ήδη επέλθει κατά τους αντίστοιχους χρόνους η βλάβη του, την αποτροπή της οποίας επιδιώκει άλλωστε η αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας. Τέλος, ανεξαρτήτως αν προηγήθηκε απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων των αιτουσών Ενώσεων για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, δεν απαιτείται, πάντως, για την ενεργητική νομιμοποίηση των αιτουσών ενώσεων, κατ’ άρθρο 93 του ΑΚ, προηγούμενη απόφαση των Γενικών Συνελεύσεων αυτών (βλ. και άρθρο 9 των προσκομισθέντων καταστατικών της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άρθρο 6 της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών).
10. Επειδή, το καθ’ ου προβάλλει με το έγγραφο των απόψεών του ότι η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, διότι σε περίπτωση αποδοχής της θα ανατραπούν οι πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3213/2003, ιδίως για όσους διοικούμενους υπέβαλαν δηλώσεις και θα τεθεί εν αμφιβόλω η ασφάλεια δικαίου. Επίσης, προβάλλει ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιτάσσουν την απόρριψη της αιτήσεως, συνιστάμενοι αφενός στον κίνδυνο να μείνει για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά ανέλεγκτη η περιουσιακή κατάσταση των ελεγχόμενων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και, ως εκ τούτου, να ματαιωθεί ο επιδιωκόμενος με το σύστημα πόθεν έσχες σκοπός της διασφάλισης της σύννομης δράσης των λειτουργών αυτών και να θιγεί η αξιοπιστία της χώρας στον τομέα της διαφάνειας και της ακεραιότητας και αφετέρου στον κίνδυνο της ματαίωσης άσκησης όλων των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην οικεία Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι η επίκληση της συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος δεν συνιστά κατά νόμον αυτοτελή λόγο κωλύοντα την αποδοχή αιτήσεως ακυρώσεως.
11. Επειδή, όταν προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ατομική διοικητική πράξη, λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η συμβατότητα με υπερκείμενους κανόνες δικαίου νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες δεν περιέχονται στις διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά σε άλλες διατάξεις του οικείου νόμου, συναφείς με το ρυθμιστικό πλαίσιο ή εντασσόμενες εντός του αυτού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και η προσβαλλόμενη πράξη, είναι παραδεκτοί υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν αποδοχή τους θα οδηγούσε αμέσως σε καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συγκεκριμένου συστήματος ρυθμίσεων, το κύρος του οποίου προϋποθέτει η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ή εφόσον, πάντως, οι πληττόμενες ρυθμίσεις συνέχονται αναπόσπαστα με το εισαγόμενο ρυθμιστικό σύστημα κατά τρόπο, που αν αυτές κριθούν μη εφαρμοστέες, να επέρχεται επίσης αμέσως καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του ρυθμιστικού πλαισίου, στο οποίο εντάσσονται και οι εφαρμοστέες για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012 σκ. 43, 1283/2012 σκ. 37, 3059/2009 σκ. 11, 5057/1987 επτ., 1357/2006, πρβλ. και ΣτΕ Ολομ. 1858/2015 σκ. 7, 1972/2012 σκ. 5, 2471/2008 σκ. 8, 1792-1793/1997 σκ. 7, ΣτΕ 2477/2018 σκ. 9, 2073/2017 σκ. 6, 350/2011 επτ. σκ. 7 και 22, 1035/2015 σκ. 7, 96/2009 επτ. σκ. 9, 3266/2008 σκ. 7, 372-373/2005 σκ. 8, 1095/2001 σκ. 5, 1554/1980 Ολομ.). Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως, κατά τους οποίους η προσβαλλόμενη ατομική πράξη με την οποία εξατομικεύονται, ως εκ της ιδιότητάς τους ως δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, τα υπόχρεα σε υποβολή Δ.Π.Κ. για το έτος 2018 πρόσωπα, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, διότι ο προβλεπόμενος με τις διατάξεις του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 τρόπος συγκρότησης του οργάνου υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των προσώπων αυτών, προσκρούει σε διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι αυτοί, παρά το ότι δεν αφορούν ευθέως το κύρος των διατάξεων, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη – στις οποίες άλλωστε δεν προσάπτεται με την κρινόμενη αίτηση συγκεκριμένη πλημμέλεια – αλλά το κύρος άλλων διατάξεων του νόμου, παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’ αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση και είναι εξεταστέοι. Τούτο διότι το τυχόν ανεφάρμοστο των διατάξεων περί του τρόπου συγκρότησης του οργάνου αυτού αναφορικά με την ιδιότητα και τον τρόπο υπόδειξης των μελών του οργάνου αυτού, συνεπαγόμενο την άμεση καθ’ ολοκληρία αδυναμία λειτουργίας του συστήματος υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 2471/2008 Ολομ. σκ. 8), θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση και της προσβαλλόμενης πράξης, η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει το κύρος του συστήματος αυτού. Περαιτέρω, με το ίδιο δικόγραφο προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους αμφισβητείται η συνταγματικότητα του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ υποπεριπτώσεις v και vi του ν. 3213/2003, με τις οποίες επιβάλλεται στους υποχρέους Δ.Π.Κ. η υποχρέωση να δηλώνουν μετρητά χρήματα άνω των 30.000 ευρώ που βρίσκονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και κάθε κινητό αξίας άνω των 40.000 ευρώ. Οι λόγοι αυτοί προβάλλονται παραδεκτώς, επ’ ευκαιρία της προσβολής της συγκεκριμένης σώρευσης ατομικών διοικητικών πράξεων, διότι αφορούν το ουσιώδες ζήτημα ποια περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται στη Δ.Π.Κ., ζήτημα δηλαδή που συνάπτεται με την άμεση και καθ’ ολοκληρία εφαρμογή του εισαγόμενου με τον νόμο συστήματος υποβολής των Δ.Π.Κ. και επηρεάζει άμεσα τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω. Επομένως, παρά το ότι οι ανωτέρω λόγοι της κρινομένης αιτήσεως δεν προσάπτουν συγκεκριμένες πλημμέλειες στις εφαρμοστέες με την προσβαλλόμενη πράξη διατάξεις, αλλά στρέφονται κατά διατάξεων τυπικού νόμου (ν. 3213/2003, ως ισχύει μετά τον ν. 4571/2018), παραδεκτώς προβάλλονται, κατ’ αρχήν, με την κρινόμενη αίτηση, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλει ο καθ’ ου Υπουργός πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
12. Επειδή, στο άρθρο 89 του Κεφαλαίου Πρώτου «Δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι» του Τμήματος Ε΄ «Δικαστική Εξουσία» του Συντάγματος , όπως οι παράγραφοι 2 και 3 αυτού διαμορφώθηκαν με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84/17.04.2001), ορίζονται τα εξής: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο… 3. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 90 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: «1. Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Αυτό συγκροτείται από τον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν τουλάχιστον δύο ετών υπηρεσία στο δικαστήριο αυτό, όπως νόμος ορίζει …».
13. Επειδή, από τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της οργανικής διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26), και θεσπίζεται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών (άρθρα 87 έως και 91), προκύπτει ότι για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα (άρθρο 89 παρ. 2) και εξειδικευόμενες από τον νόμο περιπτώσεις, απαιτείται σχετική πράξη του αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1237-1238, 2347-2348/2017, πρβλ. και ΣτΕ 5203/1987, 1730/1982 Ολομ., απόφαση Ολομελείας εν συμβουλίω 1/1975). Ειδικότερα από τις διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου απαιτείται οπωσδήποτε στις συνδεόμενες με την άσκηση των κύριων δικαστικών καθηκόντων υπηρεσιακές μεταβολές των προαγωγών, τοποθετήσεων, μεταθέσεων, αποσπάσεων και μετατάξεων των δικαστικών λειτουργών. Εξ άλλου, ως απόσπαση, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος, νοείται η προσωρινή και για ορισμένο χρονικό διάστημα μεταφορά του δικαστικού λειτουργού από την οργανική του θέση σε άλλο δικαστήριο, και όχι και η προσωρινή και για ορισμένο χρονικό διάστημα ανάθεση (έστω και με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης) στον δικαστικό λειτουργό των επιτρεπόμενων από το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος καθηκόντων, η οποία τελεί υπό την προϋπόθεση της συναινέσεως του τελευταίου αυτού (πρβλ. ΣτΕ 5203/1987, 1730/1982 Ολομ., πρβλ. και απόφαση Ολομελείας ΣτΕ εν συμβουλίω 3/1975) [από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της συντακτικής Βουλής του 1975 (βλ. πρακτικά των συνεδριάσεων της Ολομελείας της Βουλής επί του Συντάγματος, Ε΄ Αναθ., Περίοδος Α΄, συνεδρ. της 10.5.1975, σελ. 603, 650 επ. (651, 655, 658), συνεδρ. της 12.5.1975, σελ. 744-745 και πρακτικά των συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, συνεδρ. της 11.2.1975, σελ. 207, 217, 224-225, 228-230, συνεδρ. της 14.2.1975, σελ. 238) προκύπτει ότι είχαν κατατεθεί τροπολογίες για το άρθρο 89 παρ. 3 του Συντάγματος, με τις οποίες προτεινόταν η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων (παράλληλων με τα κύρια καθήκοντά τους ή αποκλειστικών για περιορισμένο χρονικό διάστημα) να γίνεται ύστερα από σύμφωνη (αιτιολογημένη) γνώμη των αρμοδίων Δικαστικών Συμβουλίων (ή μετά σύμφωνη γνώμη της Ολομελείας του δικαστηρίου στο οποίο ανήκει ο οριζόμενος δικαστικός λειτουργός ή του Προέδρου αυτού, βλ. απόφαση Ολομελείας ΣτΕ εν συμβουλίω 3/1975). Οι σχετικές, όμως, τροπολογίες απορρίφθηκαν. Ως προς το ίδιο ζήτημα σε σχέση με τα Δικαστικά Συμβούλια, το οποίο είχε τεθεί και κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 2001 (βλ. και απόφαση Διοικητικής Ολομελείας Αρείου Πάγου 18/1998), δεν επήλθε μεταβολή κατά την αναθεώρηση των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 και της παρ. 1 του άρθρου 90 του Συντάγματος με το Ψήφισμα της 6.4.2001]. Οίκοθεν νοείται ότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να υπαγάγει στην έννοια της απόσπασης του άρθρου 51 παρ. 6 και 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), για την οποία απαιτείται σύμφωνη γνώμη του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, και περιπτώσεις συμμετοχής δικαστικού λειτουργού, με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, σε επιτροπές δικαιοδοτικού, πειθαρχικού ή ελεγκτικού χαρακτήρα. Επομένως, ούτε από το άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε από τις άλλες συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, αποκλείεται η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβλέψει ότι ο ορισμός δικαστικών λειτουργών για τη συμμετοχή τους, κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση ή παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους, σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, γίνεται με απόφαση διάφορου από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, όπως το όργανο διεύθυνσης του οικείου δικαστηρίου, χωρίς πάντως να αποκλείεται η δυνάμει διατάξεως νόμου πρόβλεψη απόφασης του ως άνω Συμβουλίου και για τη συμμετοχή αυτή. Μειοψήφησαν η Αντιπρόεδρος Μ. Καραμανώφ και οι Σύμβουλοι Γ. Τσιμέκας, Ο. Ζύγουρα, Α. Χλαμπέα, Α.Μ. Παπαδημητρίου και Κ. Κονιδιτσιώτου, κατά τη γνώμη των οποίων η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα με καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης συνιστά απόσπαση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 90 παρ. 1 του Συντάγματος και, επομένως, απαιτείται σχετική απόφαση του αρμοδίου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου.
14. Επειδή, στο άρθρο 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά την εν μέρει αντικατάστασή του με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4571/2018, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υποβάλλονται και ελέγχονται ως ακολούθως: α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε και ιβ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 στην Επιτροπή του άρθρου 3Α, αα) […]» (ήτοι και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι μνημονεύονται κατά τα προεκτεθέντα στην περίπτωση ιβ). Ακολούθως, το άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 225 του ν. 4281/2014 (Α΄ 160) και οι παράγραφοι 1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με τις παραγράφους 1 έως και 4 με το άρθρο 5 παρ.1 του ν. 4571/2018, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε και ιβ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. 2. Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. β) Τον Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του. γ) Δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας, ως τακτικά μέλη, με τους αναπληρωτές τους. δ) Τον Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του. Οι δικαστικοί λειτουργοί-μέλη της Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. ε) Τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του που ορίζεται με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του [Ο Πρόεδρος της Αρχής αυτής είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος είναι πλήρους απασχόλησης και επιλέγεται για τριετή θητεία (δυνάμενη να ανανεωθεί μία φορά) με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, κατ’ άρθρο 47 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139)]. ζ) Τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής. θ) Τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας. ι) Τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. 3. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και των Εισαγγελικών Λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Οι δικαστές και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που είναι τακτικά μέλη της Επιτροπής, πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α της προηγούμενης παραγράφου, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων της παρούσας παραγράφου, συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος… 4. … 5. Η Επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Οι δικαστές μέλη της Επιτροπής ορίζονται για θητεία δύο (2) ετών, που δύναται να ανανεωθεί έως δύο (2) ακόμη έτη».
15. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ν. 4571/2018 αντίκεινται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών (άρθρα 87 έως 91 Συντάγματος), διότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, μέλη της Επιτροπής αυτής, ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων Δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, και όχι με απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με το επιχείρημα ότι η εν προκειμένω τοποθέτηση εν όψει αφενός της διάρκειας (δύο έτη), και αφετέρου του χαρακτήρα της απασχόλησης ως πλήρους και αποκλειστικής, προσιδιάζει σε απόσπαση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 13. Αντιθέτως, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη που παρατίθεται στην ίδια σκέψη 13, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
16. Επειδή, με τον ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων – Δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών – Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 155) περιελήφθησαν για πρώτη φορά οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί μεταξύ των υποχρέων σε υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης (άρθρο 24 παρ. 1 περ. ιβ). Με το άρθρο 26 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίστηκε ότι οι δηλώσεις των υποχρέων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ε της παρ. 1 του άρθρου 24 (Πρωθυπουργός, Αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί, βουλευτές και οι Έλληνες αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διαχείριση των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων), ελέγχονται από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, η οποία αποτελείται από ένα βουλευτή εκπρόσωπο κάθε κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων που εκπροσωπείται στη Βουλή με πρόεδρο αντιπρόεδρο της Βουλής. Σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 1 του ιδίου νόμου ορίστηκε ότι οι δηλώσεις των λοιπών υποχρέων, μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, ελέγχονται από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ορίζεται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και ασκεί το έργο αυτό κατ’ αποκλειστική απασχόληση για δύο (2) έτη. Ακολούθως εκδόθηκε ο ν. 3213/2003, με το άρθρο 12 του οποίου καταργήθηκαν τα άρθρα 24 έως 29 του ν. 2429/1996. Με την παρ. 1 του άρθρου 3 Α του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 175 παρ. 1 του ν. 4389/2016 (Α 94), ορίστηκαν τα εξής: «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α` έως και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 3 προσώπων [ήτοι, του Πρωθυπουργού, β. των Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, γ. των Υπουργών, αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών, δ. των βουλευτών και ευρωβουλευτών, ε. των Περιφερειαρχών, Δημάρχων και όσων διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων της περίπτωσης β (όπως η περίπτωση ε αντικαταστάθηκε με το άρθρο 172 παρ. 1 του ν. 4389/2016)] ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. […]». Σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε ως με το άρθρο 175 παρ. 1 του ν. 4389/2016 και τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο παρ. 4 του ν. 4396/2016 (Α΄ 111), «Η Επιτροπή συγκροτείται από: α) τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, και δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. ζ) Τον Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του. η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας. θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης». Εξ άλλου, σύμφωνα με την περ. αα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τα άρθρα 174 παρ.1 και 2 του ν. 4389/2016, και 83 παρ. 3 του ν. 4504/2017, οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ έως και κδ, κστ έως και κζ, λα έως και μγ και μστ έως μη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου [στην περ. ιβ περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί], υποβάλλονταν και ελέγχονταν στην Γ` Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3691/2008 (Α 166) Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 7Α παρ. 3 του ν. 3691/2008, «α) Η Γ΄ Μονάδα [Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης] συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη της Αρχής κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, γγ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο και δδ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με πτυχίο νομικής σχολής νομικού τμήματος που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό. […] γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, […]. Προβαίνει σε έλεγχο όλων των δηλώσεων: […] δδ) των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας». Σύμφωνα δε με το άρθρο 7 παρ. 5 του ίδιου νόμου, «Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης».
17. Επειδή, με την 2649/2017 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. και 3312/2017 απόφαση της Ολομελείας) κρίθηκε ότι οι παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α΄ υποπερ. αα΄ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ. 1 εδ. β΄, 7Α παρ. 3 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 3691/2008, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και, συνακόλουθα, και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 και συνυποβαλλόμενες Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (περιλαμβανομένων και των εισαγγελικών λειτουργών) υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008 Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές. Ειδικότερα κρίθηκε ότι είναι αντίθετη στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο, μη συγκροτούμενο, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και μη έχον τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι στη Μονάδα αυτή δεν μετέχει κανένας τακτικός δικαστής, αλλά από τη δικαστική εξουσία προέρχεται μόνον ο Πρόεδρος αυτής, ο οποίος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, δηλαδή δικαστικός λειτουργός ο οποίος ανήκει στον κλάδο που έχει ως αποστολή τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων και την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοίκησης, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων – εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής». Τα μέλη δε αυτά προτείνονται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή όργανα των οποίων οι πράξεις ελέγχονται, κατά το Σύνταγμα, από τους υποκειμένους στον έλεγχο της προαναφερθείσας Αρχής δικαστικούς λειτουργούς.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο ddikastes.gr