Οι αγορές χρέους της Ευρωζώνης είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος, ενώ αδύναμη εξακολουθεί να είναι η κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών, προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην εξαμηνιαία έκθεση για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, την οποία έδωσε χθες στη δημοσιότητα. Αυτά είναι τα αδύναμα σημεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωζώνη, οι οικονομίες της οποίας αντιμετωπίζουν σήμερα διάφορες προκλήσεις, από το Brexit μέχρι μια κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου.
Το χρέος των κρατών-μελών της Ευρωζώνης εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα και έχει διπλασιαστεί ο όγκος των εταιρικών ομολόγων που έχουν χαμηλή επενδυτική βαθμολογία, τονίζει η ΕΚΤ στην έκθεσή της. Η ΕΚΤ έκανε, επίσης, έμμεση αναφορά στην Ιταλία, όπου ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει κάνει βαρύγδουπες δηλώσεις για την παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. «Η έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας, η καθυστέρηση δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή ακόμη και η κατάργηση προηγούμενων μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκαλέσουν εκ νέου πιέσεις στα ομόλογα των χωρών-μελών που είναι πιο ευάλωτες», αναφέρεται στην έκθεση.
Παράλληλα, η ΕΚΤ τονίζει πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν έχουν καταφέρει να ενισχύσουν την κερδοφορία τους, κάτι που αντανακλάται στη χαμηλή αποτίμηση των μετοχών τους. Οπως δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος, δεν έχουν ληφθεί επαρκή διαρθρωτικά μέτρα από τις τράπεζες για να αντιμετωπιστεί το μακροχρόνιο πρόβλημα των προβληματικών στοιχείων στο ενεργητικό τους, παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους. «Οι δαπάνες των τραπεζών συνεχίζουν να υπερβαίνουν τα έσοδα», δήλωσε χθες ο κ. Ντε Γκίντος.
Εκτός των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων που εμποδίζουν την ταχύτερη ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών, επικρατεί ένα γενικευμένο κλίμα απαισιοδοξίας στην Ευρωζώνη λόγω της αβεβαιότητας του Brexit και του εμπορικού προστατευτισμού των ΗΠΑ, που επηρεάζει και τις τράπεζες. Επιπλέον, αρνητικό ρόλο στις αποτιμήσεις ορισμένων τραπεζικών μετοχών έχουν διαδραματίσει τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί εξαιτίας διαφόρων σκανδάλων. Στη χθεσινή συνέντευξη που έδωσε στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CNBC με αφορμή τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, ο κ. Ντε Γκίντος δήλωσε πως οι συγχωνεύσεις τραπεζών, «όχι μόνον στον εγχώριο κλάδο αλλά και διασυνοριακά», θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα εργαλείο για την ενίσχυσή τους.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ είπε επίσης πως θα συνεχιστεί η άσκηση επεκτατικής νομισματικής πολιτικής και θα παρέχεται άφθονη ρευστότητα στην Ευρωζώνη, η οποία αναμένεται πως θα παρουσιάσει ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στο β’ εξάμηνο του έτους. Ομως, όπως τόνισε, ο κίνδυνος κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου μπορεί να προκαλέσει άμεσο πλήγμα στην πραγματική οικονομία. Ο Γενς Βάιντμαν –επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας και ένας από τους υποψηφίους προέδρους της ΕΚΤ μετά τη λήξη της θητείας του Μάριο Ντράγκι– δήλωσε την Κυριακή ότι δεν υπάρχει ανάγκη να αλλάξει πορεία πλεύσης η ΕΚΤ στη χάραξη νομισματικής πολιτικής, εκφράζοντας την πεποίθηση πως θα αναρριχηθούν οι τιμές στα επιθυμητά επίπεδα. Εντούτοις, ο πληθωρισμός δεν προσεγγίζει τον στόχο της ΕΚΤ που είναι «κοντά αλλά χαμηλότερα του 2%» επί σειράν ετών, παρά την επεκτατική πολιτική της Ευρωτράπεζας.
Προκειμένου να θωρακίσει την Ευρωζώνη από δυσμενείς εξελίξεις, ο Μάριο Ντράγκι ανήγγειλε νέο γύρο φθηνών δανείων στη συνεδρίαση του Μαρτίου. Τότε η ΕΚΤ είχε αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης στο 1,1%. Στη συνεδρίαση της ΕΚΤ που είναι δρομολογημένη για τις αρχές Ιουνίου, αναμένεται να προσδιορίσει τους όρους χορήγησης των δανείων.
Η αγορά ακινήτων μπαίνει στο μικροσκόπιο της ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προειδοποίησε χθες για την άνοδο των τιμών των ακινήτων στην έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη, αναφέροντας πως «παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις». Ιδιαίτερα οξυμένο είναι το πρόβλημα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Γερμανίας, όπου τελευταία έχουν καλλιεργηθεί ανοδικές τάσεις σε αντίθεση με τη σταθερότητα που επικρατούσε επί σειράν ετών, προκαλώντας ανησυχίες στους κύκλους της Bundesbank.
Σύμφωνα με έκθεση της Postbank, οι τιμές στο Αμβούργο έχουν αυξηθεί κατά 70% την πενταετία 2010-15 και προβλέπεται να αναρριχηθούν ακόμη 50% έως το 2030.
Μεγάλη άνοδος των τιμών έχει επίσης σημειωθεί στην αγορά ακινήτων του Μονάχου, του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης, επισημαίνεται στην προαναφερόμενη έκθεση. Η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, επίσης, διαβλέπει πως θα συνεχιστεί η άνοδος των τιμών που ωθεί στα ύψη και το κόστος ενοικίασης.
Αρχές του 2019, η Bundesbank ανακοίνωσε πως οι τιμές των ακινήτων ενισχύθηκαν κατά 9,5% στο Βερολίνο, στην Κολωνία, στο Ντίσελντορφ, στο Αμβούργο, στη Φρανκφούρτη, στο Μόναχο και στη Στουτγάρδη κατά τη διάρκεια του περυσινού έτους. «Οι τιμές στην αγορά κατοικίας των πόλεων εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τις μακροχρόνιες οικονομικές και δημογραφικές τάσεις», είχε τονίσει η Bundesbank. Η γερμανική κεντρική τράπεζα απέδωσε την ισχυρή ζήτηση για στέγαση –που οδηγεί σε άνοδο των τιμών– στην εύρωστη αγορά εργασίας και στην άνοδο των εισοδημάτων.Έντυπη