Καθώς αρκετές χώρες γιόρταζαν την 15η επέτειο της μεγάλης διεύρυνσης την 1η Μαΐου, δεν υπήρχε μεγάλη χαρά στα Δυτικά Βαλκάνια.
Η σύνοδος των ηγετών της περιοχής, που φιλοξενήθηκε στο Βερολίνο από την Καγκελάριο Angela Merkel στις 29 Απριλίου, εξέθεσε τις διαφορές και την αναποφασιστικότητα αντί της ενότητας και της στρατηγικής. Η απουσία οποιασδήποτε βιώσιμης, μακροχρόνιας πολιτικής προς τα Δυτικά Βαλκάνια, θα αποτελέσει χαρτί στα χέρια της Ρωσίας και της Κίνας, σαν να μην γνώριζαν ήδη αυτή την πιθανότητα οι ηγέτες της ΕΕ.
Πραγματικά, είναι περισσότερο από ανησυχητικό το πώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αποτύχει να πάρουν στα σοβαρά την “πίσω αυλή” τους: Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία και Κοσσυφοπέδιο. Είναι σαν η ΕΕ να μην έχει διδαχθεί αρκετά από τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία στη δεκαετία του 1990, ο οποίος εξέθεσε τις βαθιές ιστορικές διαιρέσεις μεταξύ των μεγάλων χωρών της ΕΕ.
Ο πόλεμος τελείωσε το 1999. Αλλά δεν έκλεισε την εδώ και αιώνες διαμάχη μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου, μια σύγκρουση που μέχρι σήμερα, διχάζει την Ένωση. Η ΕΕ δεν κατόρθωσε να υιοθετήσει μια ενωμένη στάση αναφορικά με την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου το 2008, καθώς αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ισπανία, αρνήθηκε να συναινέσει σε αυτό το νέο καθεστώς. Η Σερβία, η οποία διεξήγε μια πολιτική εθνικής εκκαθάρισης εναντίον των εθνικών Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, έληξε μόνο μετά από την παρέμβαση του ΝΑΤΟ, έχει επιμόνως απορρίψει τη μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.
Ωστόσο, επειδή η Σερβία θέλει να ενταχθεί στην ΕΕ -όπως και το Κοσσυφοπέδιο- ο Σέρβος πρόεδρος Aleksandar Vucic και ο ομόλογός του στο Κοσσυφοπέδιου, Hashim Thaci, πρότειναν μια ανταλλαγή γης σε εθνοτικές γραμμές πέρυσι, σε μια προσπάθεια να εξομαλυνθούν οι σχέσεις. Η εκτίμηση ήταν πως αν θα μπορούσε να συμφωνηθεί μια τέτοια ανταλλαγή, η Σερβία θα μπορούσε στη συνέχεια να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου, μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για να ξεκινήσουν οι ενταξιακές συνομιλίες με την ΕΕ.
Εκείνες οι διμερείς συνομιλίες όχι μόνο κατέρρευσαν, αλλά οποιαδήποτε ιδέα για ανταλλαγή γης αντικρούστηκε έντονα από τη Merkel και από πρώην διπλωμάτες και υπουργούς, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη λήξη του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Πιστεύουν ότι θα δημιουργούσε ένα πολύ επικίνδυνο προηγούμενο. Αλλά η επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Federica Mogherini, κι ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου trump, John Bolton, υποστήριξαν την ανταλλαγή.
Στο μεταξύ, οι σχέσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας, έχουν επιδεινωθεί. Το Νοέμβριο του 2018, το Κοσσυφοπέδιο επέβαλε 100% δασμούς στα σερβικά αγαθά επειδή του Βελιγράδι έκανε λόμπινγκ κατά της προοπτικής εισόδου του Κοσσυφοπεδίου στην Interpol, ακριβώς επειδή αυτό θα σήμαινε ότι αυτός ο οργανισμός δίνει στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου περισσότερη διεθνή νομιμότητα.
Στη διάρκεια της συνόδου του Βερολίνου, η Merkel, η οποία έχει επιδείξει ισχυρό ενδιαφέρον για τα Δυτικά Βαλκάνια μετά από την πρωτοβουλία που η ίδια ξεκίνησε το 2014, “Berlin Process”, η οποία είχε στόχο να ενθαρρύνει την περιφερειακή συνεργασία και την στενότερη ενοποίηση, ήλπιζε να ξεκινήσει έναν διάλογο μεταξύ της Σερβίας και του Κοσσυφοπεδίου. Άλλη μία σύνοδος κορυφής θα διεξαχθεί τον Ιούλιο του 2019, και θα φιλοξενείται αυτή τη φορά στο Παρίσι από τον πρόεδρο Macron.
Η στάση του Macron απέναντι στα Δυτικά Βαλκάνια είναι εντελώς αντίθετη με αυτή της Merkel. Η Γερμανίδα Καγκελάριος δεν είναι αφελής για να πιστέψει πως όλες αυτές οι χώρες θα ενταχθούν στην ΕΕ στο προσεχές μέλλον. Οι κρατικοί θεσμοί είναι πολύ αδύναμοι, η διαφθορά είναι ανεξέλεγκτη, και οι οικονομίες είναι υποανάπτυκτες. Αλλά αυτή ξέρει ότι κατά βάθος, η θέση της περιοχής είναι στην ΕΕ.
Ο Macron ωστόσο δεν ενδιαφέρεται να ακουστεί η λέξη “διεύρυνση”. Κατά την άποψή του, ενδεχόμενη περαιτέρω διεύρυνση θα μπορούσε να αποδυναμώσει πλήρως τη συνοχή της ΕΕ και να τροφοδοτήσει τα λαϊκιστικά και ακροδεξιά κινήματα. Είναι μια άποψη την οποία συμμερίζονται και άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ολλανδίας.
Ωστόσο, αυτό που είναι ακόμη πιο απογοητευτικό σχετικά με αυτές τις διαιρέσεις και την απουσία στρατηγικής, είναι η συμπεριφορά της ΕΕ απέναντι στη Βόρεια Μακεδονία. Ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο ομόλογός του της Βόρειας Μακεδονίας, Zoran Zaev, κατόρθωσαν να επιλύσουν μια μακρά και εξαντλητική διαφωνία για το μελλοντικό όνομα της ΠΓΔΜ. Όταν επιτεύχθηκε η συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων, ήταν μια τεράστια ώθηση για τον Zaev. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε πλέον να μπλοκάρει τις φιλοδοξίες του Zaev να δει την χώρα του ενταγμένη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Ωστόσο, παρόλα τα θαρραλέα βήματα για να λήξει αυτή η διαφωνία, η ΕΕ ήταν τουλάχιστον αμήχανη. Στη διάρκεια της συνόδου κορυφής του Βερολίνου, ο Zaev ήλπιζε ότι θα έπαιρνε μια ημερομηνία για την έναρξη των συνομιλιών ένταξης στην ΕΕ. Ο Macron δεν συμφώνησε, και αυτό ήταν ένα χαστούκι για τα Σκόπια και η Αθήνα.
Η υπόλοιπη περιοχή ελπίζει ακόμη ότι η Merkel θα αλλάξει την άποψη του Macron. Αλλά επί του παρόντος, η πολιτική της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια είναι διχασμένη και κοντόφθαλμη.
Ευτυχώς, αυτές οι χώρες μπορούν και πάλι να υπολογίζουν στο ΝΑΤΟ για την επέκταση της ασφάλειας και της σταθερότητας. Τον Ιούλιο του 2018, προσκάλεσε τη Βόρεια Μακεδονία να ενταχθεί αφού προηγουμένως είχε δεχθεί το Μαυροβούνιο, μια κίνηση την οποία η Ρωσία είχε προσπαθήσει να αποτρέψει. Χωρίς τη συμμαχία, η περιοχή θα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και ακόμη πιο ευάλωτη στη ρωσική παρέμβαση.