Στη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 118 του Προεδρικού Διατάγματος 96/2007 (πλέον ισχύει το αντίστοιχο ΠΔ 26/2012), με τίτλο “Ειδικά Εκλογικά αδικήματα δημοσίων οργάνων”, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι:
“μέλη εφορευτικών επιτροπών που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται από τις διατάξεις του παρόντος…τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι δύο χρόνια και με στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 63 του Ποινικού Κώδικα, από έξι μήνες μέχρι δύο χρόνια”.
Σκοπός των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος που ρυθμίζει την εκλογική διαδικασία, είναι η ομαλή διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας και η απρόσκοπτη άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των ψηφοφόρων.
Τον σκοπό αυτό εξυπηρετούν και οι εφορευτικές επιτροπές που συστήνονται στα κατά τόπους εκλογικά τμήματα και για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης, για τις περιπτώσεις που από απείθεια, ήτοι αδικαιολογήτως κατ’ αντικειμενική κρίση, παραλείπουν τα μέλη αυτών να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, αντιμετωπίζει με εξαιρετική απαξία τις συμπεριφορές αυτές και προβλέπει αυστηρές κυρώσεις.
Με την απόφαση 80/2015 ο Άρειος Πάγος (Ζ Ποινικό Τμήμα) αναίρεσε, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, απόφαση, με την οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι, αν και νομίμως διορίστηκαν ως μέλη εφορευτικής επιτροπής δεν προσήλθαν εγκαίρως στο εκλογικό τμήμα του διορισμού τους.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών δέχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι κατά την ημέρα των εκλογών είχαν πράγματι προβλήματα υγείας, δεν αναφέρει αν αυτά τους εμπόδιζαν ή μη να εμφανισθούν κατά την συγκρότηση της εφορευτικής επιτροπής και να εκτελέσουν τα έργα των μελών της εφορευτικής επιτροπής, γεγονός που δεν αποκλείεται από το ότι δέχθηκε ότι προσήλθαν περί το πέρας της ψηφοφορίας.
Απόσπασμα της απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι, αν και νομίμως διορίστηκαν από το Πρωτοδικείο Αθηνών ως μέλη της εφορευτικής επιτροπής του 406ου Εκλογικού Τμήματος του Εκλογικού Διαμερίσματος 1ου Κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου Νομού Αττικής (όπως οι ίδιοι δεν αμφισβήτησαν, ενώ δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης ότι δήθεν είχε καταθέσει αίτηση εξαίρεσης της είτε ως δικαστική αντιπρόσωπος, λόγω της ιδιότητας της ως Συμβολαιογράφου Αθηνών, είτε ως μέλος εφορευτικής επιτροπής), αρχικά δεν προσήλθαν στο προαναφερόμενο εκλογικό τμήμα περί ώρα 06:00 π.μ., ήτοι μια ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, χρόνο κατά τον οποίον συνήλθε η Εφορευτική Επιτροπή του παραπάνω εκλογικού τμήματος.
Όπως, άπαντες οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν αλλά και η ίδια η παριστάμενη κατηγορούμενη ανέφερε στην απολογία της, προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τόσο η ίδια όσο και ο έτερος κατηγορούμενος, σύζυγος της, δυσχέραιναν εκείνη την ημέρα την μετακίνηση τους και καθιστούσαν αδύνατη την με οποιοδήποτε τρόπο σωματική τους καταπόνηση. Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αυτού, προσκομίστηκαν ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις που αφορούν την κατάσταση της υγείας τους εκείνη την χρονική περίοδο. Αν και το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι πράγματι αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα υγείας, χρονικώς συνδεδεμένα με την ημέρα των εκλογών, ωστόσο, όπως αποδεικνύεται, στη συνέχεια προσήλθαν μεν περί ώρα 18:00 μ.μ., ήτοι λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας, στο συγκεκριμένο εκλογικό κατάστημα, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και αποχώρησαν, παρότι η δικαστική αντιπρόσωπος τους ζήτησε να παραμείνουν, χωρίς να αναφέρουν απολύτως τίποτα σε αυτήν προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδυναμία τους να συνδράμουν στην εκλογική διαδικασία.
Τουναντίον, όπως απερίφραστα προκύπτει και από την από 16-09-2007 αναφορά της Δικαστικής Αντιπροσώπου προς τον αρμόδιο Έφορο Δικαστικών Αντιπροσώπων, οι κατηγορούμενοι “δεν προσήλθαν ούτε καν για να δικαιολογηθούν, επιπλέον δε οι δύο πρώτοι εξ αυτών, όταν εμφανίστηκαν για να ψηφίσουν την 18:00, απάντησαν με ειρωνείες και επιθετικό ύφος”. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι στην ανωτέρω αναφορά της, η Δικαστική Αντιπρόσωπος, κάνει λόγο για κάποια μέλη της εφορευτικής επιτροπής που εξαιρέθηκαν νομίμως με βάσει τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις τους, γεγονός που δηλώνει ότι εάν οι κατηγορούμενοι είχαν έστω επικαλεστεί κάποιον λόγο αδυναμία τους, η Δικαστική Αντιπρόσωπος θα το κατέγραφε και ενδεχομένως θα το αξιολογούσε ανάλογα. Το Δικαστήριο κρίνει (κατά πλειοψηφία) με πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι (εκ των οποίων δεν θα πρέπει να παροράται το ότι η πρώτη εξ αυτών είναι Συμβολαιογράφος και είχε, όπως η ίδια κατέθεσε, διεξάγει στο παρελθόν πολλές εκλογικές διαδικασίες, έχουσα κατά τεκμήριο την ανάλογη εμπειρία στην σχετική νομοθεσία) επέδειξαν, κατά αντικειμενική κρίση, απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονταν από τις διατάξεις του Π.Δ. 96/2007 και δεν προσπάθησαν καμία στιγμή – όπως και η καλή πίστη επιτάσσει- να δικαιολογηθούν για την άρνηση τους αυτή στην Δικαστική Αντιπρόσωπο. Το στοιχείο δε του δόλου τους, εμπεριέχεται στα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της προπεριγραφόμενης αξιόποινης πράξης. Ακολούθως, δεν καταλείπεται στο Δικαστήριο (κατά πλειοψηφία κρίνον) αμφιβολία ως προς τα ανωτέρω, ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίες κρίνονται μη πειστικές ως προς την ουσία της υπόθεσης, καθώς οι μάρτυρες δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό (ενώ, όπως εύλογα θα ανέμενε ο μέσος συνετός άνθρωπος, λόγω της επικαλούμενης από τους κατηγορούμενους κατάστασης της υγείας τους, κάποιος θα έπρεπε να τους συνοδεύσει), μεταφέρουν δε τις προσωπικές τους απόψεις, καθώς και όσα οι κατηγορούμενοι τους έχουν εκθέσει, και σε πολλά σημεία τους οι καταθέσεις τους αντιφάσκουν.
Τέλος, κρίσιμο κρίνεται και το ότι η πρώτη κατηγορουμένη δεν προσκόμισε την αίτηση εξαίρεσης, που ισχυρίστηκε ότι δήθεν υπέβαλλε στον σύλλογο της επικαλούμενη τους τρέχοντες την χρονική εκείνη περίοδο λόγους υγείας της, ενώ σε άλλο σημείο της απολογίας της αναφέρει ότι “είχε κάνει πολλές φορές εκλογές χωρίς μέλος (της εφορευτικής επιτροπής, εννοείται)”, στοιχείο το οποίο όχι μόνο δικαιολογητικό της στάσης της δεν είναι αλλά καταδεικνύει την πεποίθηση της ότι δεν έπρεπε τελικά όχι μόνο να παραβρίσκεται ως μέλος της εφορευτικής επιτροπής ούτε καν να δικαιολογηθεί για την μη προσέλευση της.
Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει (κατά πλειοψηφία) ότι αποδείχθηκαν πλήρως τα συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, πραγματικά περιστατικά και πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι, σύμφωνα και με τα όσα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας…”. Κατ’ ακολουθία τούτων κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους του ότι: “Στην Αθήνα, την 16-9-2007, κατά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής στο 406° Εκλογικό Τμήμα του Εκλογικού Διαμερίσματος 1ου Κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου, Νομού Αττικής, έδειξαν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται, από τις διατάξεις του Π,Δ. 96/2007 και ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, δεν εμφανίστηκαν στο προαναφερόμενο εκλογικό τμήμα περί ώρα 06:00 π.μ., ήτοι μία ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, χρόνο κατά τον οποίον συνήλθε η Εφορευτική Επιτροπή του παραπάνω εκλογικού τμήματος, προκειμένου να εκπληρώσουν, ως όφειλαν, τα καθήκοντα τους ως μέλη αυτής και για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, αντ’ αυτού δε, προσήλθαν περί ώρα 18:00 μ.μ., λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας, στο συγκεκριμένο εκλογικό κατάστημα, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και στη συνέχεια αποχώρησαν, παρότι η δικαστική αντιπρόσωπος τους ζήτησε να παραμείνουν, προκειμένου να συνδράμουν, ως όφειλαν, την εκλογική διαδικασία, απαντώντας στο αίτημα της με φωνασκίες και ειρωνικά σχόλια”.
Η αιτιολογία όμως αυτή είναι ελλιπής και ασαφής και με αυτές τις παραδοχές, το δικάσαν Δικαστήριο δεν διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κατά την ημέρα των εκλογών είχαν πράγματι προβλήματα υγείας, (μη προσδιοριζόμενα) δεν αναφέρει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του στοιχείου της απειθείας, αν αυτά τους εμπόδιζαν ή μη να εμφανισθούν κατά την συγκρότηση της εφορευτικής επιτροπής και να εκτελέσουν τα έργα των μελών της εφορευτικής επιτροπής, γεγονός που δεν αποκλείεται από το ότι δέχθηκε ότι προσήλθαν περί το πέρας της ψηφοφορίας. Συγχρόνως δε με τις άνω παραδοχές παρεβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 118 παρ. 3 του ΠΔ 96/2007, που εφήρμοσε, διότι με τις άνω ελλιπείς αιτιολογίες, κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.
Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ λόγοι αμφοτέρων των ενδίκων αιτήσεων και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων των αιτήσεων. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
Δείτε την απόφαση 80/2015 στο areiospagos.gr