Το καλοκαίρι του 1866 ξεκίνησε μία από τις πολλές κρητικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Αίτημα των εξεγερμένων ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Πολεμικά απαράσκευη, αντιμετωπίζοντας οξύτατα δημοσιονομικά προβλήματα και χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη διπλωματική υποστήριξη των Δυνάμεων, η Ελλάδα δικαιολογημένα δίσταζε να σταθεί δυναμικά στο πλευρό των επαναστατών, επιλογή που ήταν βέβαιο ότι θα την έφερνε σε τροχιά ένοπλης αντιπαράθεσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αδυνατώντας να παρέμβει στρατιωτικά στην κρίση, η Αθήνα περιορίστηκε απλώς σε παραστάσεις διαμαρτυρίας προς την Υψηλή Πύλη προκειμένου να υπερασπίσει τα συμφέροντα των Κρητικών. Όμως ταυτόχρονα επέτρεψε την αποστολή εθελοντών από την Ελλάδα στην Κρήτη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, ενώ φρόντισε να ενισχύσει τους επαναστάτες με όπλα και πολεμοφόδια.
Αυτή η αμφίθυμη πολιτική ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να αποδώσει καρπούς, καθώς οι Κρητικοί, παρά τη γενναιότητα και την αυτοθυσία τους (με αποκορύφωμα την ανατίναξη των υπερασπιστών της μονής Αρκαδίου), δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά με τις αριθμητικά υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις, οι οποίες κατάφεραν σημαντικά πλήγματα στους επαναστάτες.
Την άνοιξη του 1867 η αποστολή σημαντικών ενισχύσεων στο νησί επιδείνωσε ακόμα περισσότερο το συσχετισμό των δυνάμεων σε βάρος των Κρητικών, χωρίς πάντως να οδηγήσει στην πλήρη καταστολή της εξέγερσης.
Το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει η ελληνική εξωτερική πολιτική επέβαλε την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, η οποία ανέλαβε την εξουσία τον Δεκέμβριο του 1866, είχε ήδη στρέψει το ενδιαφέρον της προς την κατεύθυνση της Σερβίας: ο ρόλος του υπουργού Εξωτερικών Χαρίλαου Τρικούπη υπήρξε καθοριστικός για αυτή την επιλογή. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι διμερείς συζητήσεις κατέληξαν στην υπογραφή Συνθήκης Συμμαχίας στο Φεσλάου (14/26 Αυγούστου 1867).
Οι δύο χώρες συμφώνησαν να αναλάβουν από κοινού στρατιωτική δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσδιορίζοντας ως χρόνο της έναρξης των εχθροπραξιών τον Μάρτιο του 1868.
Για αυτό το σκοπό, η Σερβία θα διέθετε 60.000 άνδρες και η Ελλάδα 30.000 καθώς και το σύνολο του στόλου της. Εάν στο μεταξύ η Υψηλή Πύλη κήρυσσε τον πόλεμο σε έναν από τους δύο συμμάχους, τότε ο άλλος όφειλε να σπεύσει σε βοήθεια με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του.
Το φιλόδοξο σχέδιο προέβλεπε την απελευθέρωση όλων των υπόδουλων χριστιανών των Βαλκανίων και των νησιών του Αιγαίου. Σε περίπτωση, όμως, που διαπιστωνόταν ότι αυτό το εκτεταμένο πρόγραμμα δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί, η Αθήνα και το Βελιγράδι δεσμεύονταν να μην καταθέσουν τα όπλα έως ότου αφενός η Ελλάδα πετύχαινε την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου και αφετέρου η Σερβία εξασφάλιζε τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη.
Ένα φιλόδοξο σχέδιο
Στην πραγματικότητα, η ελληνοσερβική Συνθήκη υπερέβαινε τις δυνατότητες των δύο συμβαλλόμενων μερών, γεγονός που καθιστούσε εκ των πραγμάτων προβληματική την απόπειρα εφαρμογής της.
Αντιλαμβανόμενος τις πιθανές περιπλοκές που μπορούσε να συνεπάγεται για την Ελλάδα η ανάληψη τόσο εκτεταμένων υποχρεώσεων, ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α΄, ο οποίος από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης της Κρητικής Επανάστασης εμφανιζόταν επιφυλακτικός απέναντι στην ενεργή εμπλοκή της Ελλάδας προτιμώντας την υιοθέτηση μιας ηπιότερης τακτικής, αρνήθηκε αρχικά να επικυρώσει τη Συνθήκη.
Ωστόσο, κάτω από την πίεση του Κουμουνδούρου, ο οποίος προειδοποίησε τον βασιλιά ότι σε περίπτωση που επέμενε στην άρνησή του διακινδύνευε τον θρόνο του, ο Γεώργιος αναγκάστηκε τελικά να υπαναχωρήσει, προσθέτοντας όμως δύο σημαντικές επιφυλάξεις:
Πρώτον, η εφαρμογή του σχεδίου όφειλε να αναβληθεί μέχρις ότου και τα δύο κράτη ολοκλήρωναν την πολεμική τους προπαρασκευή. Δεύτερον, τα δύο μέρη δεσμεύονταν να αποφύγουν κάθε πρόκληση σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι ώστε να απομακρυνόταν το ενδεχόμενο της έναρξης ενός πρόωρου πολέμου.
Οι επιφυλάξεις του Γεώργιου μείωναν τη σημασία της Συνθήκης, ήταν όμως απαραίτητες ως μέσο προστασίας της Ελλάδας από επικίνδυνες περιπέτειες. Η ρήξη του βασιλιά με τον Κουμουνδούρο εξαιτίας της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής που ευαγγελιζόταν ο τελευταίος κατέστη οριστική τον Δεκέμβριο του 1867, οδηγώντας τον πρωθυπουργό σε παραίτηση.
Τα θεμέλια μιας διπλωματικής οδοιπορίας
Η απόσυρση του Κουμουνδούρου –και συνακόλουθα του Τρικούπη– από το κυβερνητικό προσκήνιο, σε συνδυασμό με τη σχεδόν ταυτόχρονη παραίτηση του Σέρβου πρωθυπουργού και βασικού αρχιτέκτονα της Συνθήκης του Φεσλάου Ίλια Γκαράσανιν, προδιέγραφαν την περαιτέρω υποβάθμιση της σημασίας των φιλόδοξων σχεδίων στενότερης ελληνοσερβικής συνεργασίας. Η δολοφονία του ηγεμόνα της Σερβίας πρίγκιπα Μιχαήλ στις 29 Μαΐου/10 Ιουνίου 1868 επιβεβαίωσε το οριστικό ναυάγιο.
Η αντιβασιλεία που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Σερβίας στο όνομα του ανήλικου πρίγκιπα Μίλαν ξεκαθάρισε ότι δεν δεσμευόταν από το περιεχόμενο της Συνθήκης Συμμαχίας, υποστηρίζοντας ότι αυτή είχε συναφθεί προσωπικά από τον εκλιπόντα ηγεμόνα. Η Συνθήκη του Φεσλάου δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη. Υπήρξε, όμως, ευδιάκριτος σταθμός στην ελληνική διπλωματική ιστορία. Παρά τις ατέλειες της και τις υπερβολικά αισιόδοξα προβλέψεις της, η Συνθήκη αποτελούσε ένα βήμα προς μια ρεαλιστικότερη ελληνική εξωτερική πολιτική, υπό την έννοια ότι εισήγαγε την ιδέα της αναζήτησης περιφερειακών ερεισμάτων, με στόχο την προώθηση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
Ήταν το παρθενικό –έστω ατελές– διπλωματικό άνοιγμα της Ελλάδας προς τα Βαλκάνια και, ειδικότερα, η πρώτη απτή απόπειρά της, από την εποχή της ανεξαρτησίας της, να αποκτήσει έναν σύμμαχο στη χερσόνησο του Αίμου απέναντι στην κατά πολύ ισχυρότερη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έθεσε, επομένως, τα θεμέλια για μια διπλωματική οδοιπορία, η οποία, αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν οι συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες, θα απέδιδε καρπούς.
*Το άρθρο βασίζεται σε τμήμα κεφαλαίου του πρόσφατου βιβλίου του συγγραφέα με τίτλο «Στο κλουβί της Ελλάδος της στενής μας κλεισμένοι». Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2019.