Το IISS έχει διεξάγει μια ανεξάρτητη αξιολόγηση υψηλού επιπέδου για το πώς θα έμοιαζαν η άμυνα και τα συμφέροντα της Ευρώπης, εάν οι ΗΠΑ αποχωρούσαν από το ΝΑΤΟ και δεν συνέβαλλαν στρατιωτικά.
Η έρευνα εφαρμόζει ανάλυση σεναρίων -με τα σενάρια να τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 2020- για να δημιουργήσουν απαιτήσεις σε στρατιωτικές δυνάμεις, και αξιολογεί την ικανότητα των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΝΑΤΟ να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις με βάση τα δεδομένα από την διαδικτυακή βάση δεδομένων του IISS Military Balance Plus. Το κόστος για την κάλυψη των διαπιστωμένων ελλείψεων μέσω αγοράς εξοπλισμών, έχει εκτιμηθεί.
Ο στόχος της έρευνας είναι να επιτρέψει έναν διάλογο τόσο στην Ευρώπη όσο και σε διατλαντικό επίπεδο. Η έρευνα ρητά δεν αποσκοπεί να προβλέψει μελλοντικές συγκρούσεις ούτε τις προθέσεις των μερών που εμπλέκει. Ούτε επιθυμεί να προδιαγράψει μια συγκεκριμένη τροχιά δράσης, η οποία θα πρέπει να ακολουθηθεί από τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ.
Το πρώτο σενάριο που εξετάστηκε, αφορά στην προστασία των παγκόσμιων θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας (SLOCs). Σε αυτό το σενάριο, οι ΗΠΑ έχουν αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και έχουν επίσης εγκαταλείψει τον ρόλο τους για την παροχή θαλάσσιας παρουσίας και προστασίας σε παγκόσμια βάση, όχι μόνο για το δικό της εθνικό συμφέρον, αλλά επίσης και ως ένα διεθνές δημόσιο αγαθό. Επομένως, εναπόκειται στις ευρωπαϊκές χώρες να πετύχουν και να διατηρήσουν ένα σταθερό περιβάλλον θαλάσσιας ασφάλειας στα ευρωπαϊκά νερά και πέρα από αυτά, να επιτρέψουν την ελεύθερη ροή του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου και να προστατεύσουν τις παγκόσμιες θαλάσσιες δομές. Το IISS εκτιμά ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να επενδύσουν περί τα 94-110 δισ. Δολάρια για να καλύψουν τα κενά που δημιουργούνται με βάση αυτό το σενάριο.
Το δεύτερο σενάριο έχει να κάνει με την άμυνα των ευρωπαϊκών περιοχών του ΝΑΤΟ έναντι μιας στρατιωτικής επίθεσης σε κρατικό επίπεδο. Σε αυτό το σενάριο, οι εντάσεις μεταξύ της Ρωσίας και των μελών του ΝΑΤΟ, Λιθουανίας και Πολωνίας, κλιμακώνονται σε πόλεμο αφότου οι ΗΠΑ έχουν αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ. Αυτός ο πόλεμος καταλήγει στην ρωσική κατοχή της Λιθουανίας και στην κατάληψη μέρους της επικράτειας της Πολωνίας από τη Ρωσία. Με την ενεργοποίηση του Άρθρου 5, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ κατευθύνουν τον Ανώτατο Συμμαχικό Διοικητή της Ευρώπης (SACEUR) να σχεδιάσει την επιχείρηση Ανατολική Ασπίδα για να διασφαλίσει τις Εσθονία, Λετονία και Πολωνία και άλλα μέλη του ΝΑΤΟ στην πρώτη γραμμή, αποτρέποντας περαιτέρω ρωσική επιθετικότητα. Το ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ επίσης προετοιμάζεται και συγκεντρώνει δυνάμεις για την επιχείρηση Ανατολική Θύελλα, μια στρατιωτική επιχείρηση για την αποκατάσταση του κυβερνητικού ελέγχου σε Πολωνία και Λιθουανία, των εδαφών τους.
Το IISS αξιολογεί ότι τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα πρέπει να επενδύσουν περί τα 288-357 δισ. Δολάρια για να καλύψουν το κενό που δημιουργείται με βάση αυτό το σενάριο. Αυτές οι επενδύσεις θα δημιουργήσουν ένα επίπεδο ευρωπαϊκής ΝΑΤΟϊκής δύναμης που θα επιτρέψει πιθανότητα να κυριαρχήσει σε έναν περιορισμένο περιφερειακό πόλεμο στην Ευρώπη έναντι ενός ομότιμου αντιπάλου της. Η αξιολόγηση δεν καλύπτει έναν πλήρης κλίμακας ηπειρωτικό πόλεμο στην Ευρώπη.
Πέρα από το να εντοπίζει τις ελλείψεις στις δυνατότητες, η έρευνα υπογραμμίζει την κεντρική θέση της διοίκησης δομής του ΝΑΤΟ. Χωρίς αυτή, δεν φαίνεται εφικτό σε αυτό το σημείο για τους Ευρωπαίους να επιχειρήσουν απαιτητικές επιχειρήσεις του είδους που εξετάζονται στη μελέτη. Άλλη μία συνέπεια αυτής της έρευνας είναι η διαρκής σημασία των ΗΠΑ σε στρατιωτικούς όρους, για την άμυνα της Ευρώπης. Αυτή η μελέτη προσφέρει έναν έλεγχο για την εν εξελίξει συζήτηση αναφορικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Τα ευρήματά της υπογραμμίζουν ότι θα ήταν χρήσιμο για αυτή τη συζήτηση να εστιάσουν στις δυνατότητες αντιμετώπισης των απειλών στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, παρά σε θεσμικά ζητήματα. Εάν η χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων ήταν διαθέσιμη, το IISS εκτιμά πως η ανακεφαλαιοποίηση σε όλους τους στρατιωτικούς τομείς θα διαρκέσει μέχρι και 20 χρόνια, με κάποια σημαντική πρόοδο να σημειώνεται περίπου στα 10 και 15 χρόνια. Οι λόγοι για αυτό είναι η περιορισμένη παραγωγική ικανότητα, ο χρόνος που χρειάζεται για να λάβει αποφάσεις και στη συνέχεια να παράγει εξοπλισμό και όπλα, οι απαιτήσεις πρόσληψης και εκπαίδευσης και ο χρόνος που χρειάζονται οι νέες μονάδες για να φτάσουν σε μια επιχειρησιακή ικανότητα.