Στις σημαντικές προκλήσεις της γήρανσης του πληθυσμού για την ελληνική οικονομία, αλλά και στη συρρίκνωση των περιθωρίων χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας κατά την ομιλία του στο 12th Insurance Conference.
Ο κ. Στουρνάρας εστίασε στις προοπτικές της ασφαλιστικής αγοράς και το ρόλο της ιδιωτικής ασφάλισης στην οικονομική ανάπτυξη και την υγεία.
Όπως είπε, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ που έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, “αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους”.
Όμως, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το συνταξιοδοτικό μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Όπως τόνισε “για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (…) τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου, πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα”.
Αναλυτικά, ο διοικητής της ΤτΕ δήλωσε:
“Τα περιθώρια χρηματοδότησης των συντάξεων μόνο μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό είναι πλέον στενά. Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα. Να αναφέρω ενδεικτικά ότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην Ελλάδα ο λόγος ηλικιακής εξάρτησης, ο οποίος εκφράζει τον αριθμό των ατόμων ηλικίας 65 ετών ως προς τον αριθμό των ατόμων σε παραγωγική ηλικία είναι σήμερα, 2 προς 6, ενώ η ίδια αναλογία αναμένεται να επιδεινωθεί σε 2 προς 5 το 2070. Η συμβολή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του ασφαλιστικού συστήματος στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών υπήρξε καθοριστική και επιβεβαιώνεται στην πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την κορύφωσή της το 2016 (17,3%), προβλέπεται να αποκλιμακωθεί ραγδαία και να διαμορφωθεί σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (-6,6 ποσ. μον. του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου ΕΕ-28 -0,2 ποσ. μον. του ΑΕΠ).
Εντούτοις, ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Αφενός, η πλημμελής εφαρμογή ή και ανατροπή των μεταρρυθμίσεων αυξάνει τις απαιτήσεις από τα δημόσια ταμεία και συνεπάγεται υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη. Αφετέρου, η εφαρμογή των αποφάσεων της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και μάλιστα πιθανόν με αναδρομική ισχύ. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές συνδυαστικά αποτελούν τον σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα και δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα αποτελέσματα σχετικής εμπειρικής διερεύνησης της Τράπεζας της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι τόσο η ταχεία αύξηση του πληθυσμού 65 ετών και άνω όσο και η ενίσχυση της αβεβαιότητας για ενέργειες πολιτικής που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος επιδρούν δυσμενώς και στον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το συνταξιοδοτικό όμως μπορεί να μετατραπεί από πρόβλημα σε μοχλό ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και της επάρκειας των συντάξεων για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που συσσωρεύονται στο πλαίσιο του πρώτου, δημόσιου, πυλώνα πρέπει να συμπληρωθούν με συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα και με προσωπικά συνταξιοδοτικά προϊόντα του τρίτου πυλώνα. Σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές, όπως η παράταση του εργασιακού βίου, η αύξηση της απασχολησιμότητας των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας και η ενθάρρυνση της ιδιωτικής αποταμίευσης, αυξάνεται το εισόδημα των συνταξιούχων και δημιουργείται ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, ενώ παράλληλα μετριάζονται οι κοινωνικοπολιτικές αντιδράσεις ή και ο κίνδυνος αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αμβλυνθούν και οι στρεβλώσεις του σημερινού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (π.χ. οι υψηλές εισφορές)που δρουν ως αντικίνητρα στην αύξηση της απασχόλησης, είτε από την πλευρά της ζήτησης είτε από την πλευρά της προσφοράς εργασίας”.
Ένα αποτελεσματικό σύστημα υγείας
Ο κ. Στουρνάρας κατά την ομιλία του έκανε και ειδική αναφορά στον τομέα της υγείας και στην εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας, το οποίο πρέπει να επιτελεί συγκεκριμένες βασικές λειτουργίες. Όπως είπε: η πρώτη είναι η παροχή αυτών που έχει σχεδιαστεί να παρέχει: των υπηρεσιών υγείας. Η δεύτερη είναι η ικανότητα να δημιουργεί το ίδιο τους πόρους του, μέσω της συνεχούς επένδυσης σε νέες τεχνολογίες και εκπαίδευσης του προσωπικού. Τρίτη είναι η χρηματοδότηση, στο βαθμό που οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται, να συσσωρεύονται και εν τέλει να χρησιμοποιούνται για την αγορά υπηρεσιών και αγαθών. Τέλος, τέταρτη λειτουργία είναι η εποπτεία, η οποία συνεπάγεται ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, “είναι διαπιστωμένο ότι τα δημόσια συστήματα υγείας δεν θα έχουν εσαεί τη δυνατότητα να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες προς όλους. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών για υπηρεσίες υγείας θα βαίνει αυξανόμενη, επιτελώντας μία ή και περισσότερες από τις 3 πρώτες βασικές λειτουργίες”.
“Πιστεύω ότι οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού, δημόσιου, καθολικού, συστήματος υγείας που να καλύπτει τις “ανάγκες” του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των “επιθυμιών” του σε μια κατάλληλα εποπτευόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας”, συμπλήρωσε.
Ειδικότερα ο κ. Στουρνάρας ανέφερε τα εξής:
“Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ως Yγεία την κατάσταση της πλήρους φυσικής, πνευματικής και κοινωνικής ευημερίας, και όχι απλώς την απουσία κάποιας ασθένειας ή αναπηρίας. Ο ευρύς αυτός ορισμός, που ξεπερνά αυτόν που συνήθως δίνεται από τις εθνικές πολιτικές Yγείας, μπορεί να αυξήσει τις ατομικές προσδοκίες σε επίπεδο που να σημαίνει “όση περίθαλψη χρειαζόμαστε και θέλουμε, στον χρόνο που τη θέλουμε”. Οι προσδοκίες, όμως, αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον ως ιδανικές, παρά ως ρεαλιστικές. Και τούτο διότι, όχι μόνο διευρύνεται η πληθυσμιακή κάλυψη των δυνητικών υπηρεσιών υγείας, όταν αυτές ανταποκρίνονται σε απαιτήσεις πέραν του αναγκαίου, αλλά και το κόστος για την καθολική παροχή αυτών των υπηρεσιών αυξάνεται ταχύτερα από το ρυθμό της οικονομικής μεγέθυνσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κράτη έρχονται αντιμέτωπα με όλο και μεγαλύτερες δημοσιονομικές πιέσεις για να προσφέρουν υπηρεσίες που βρίσκονται μέσα στα όρια των οικονομικών δυνατοτήτων τους.
Το σημείο εκκίνησης του προβληματισμού για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας είναι ο βαθμός που το σύστημα υγείας καθορίζει την απόσταση μεταξύ του επιθυμητού και του αναγκαίου, με ηθικά και πολιτικά κριτήρια, βάσει ιατρικών επιχειρημάτων. Για παράδειγμα, η κοινωνική ηθική είναι αυτή που καθορίζει τον επιθυμητό βαθμό ισορροπίας μεταξύ κοινωνικής αλληλεγγύης και προσωπικής αυτονομίας, στο βαθμό που η παροχή υπηρεσιών υγείας είναι δημόσια ή ιδιωτική. Τέλος, μια κοινωνικού τύπου ηθική είναι, επίσης, αυτή που καθορίζει το βαθμό της οικογενειακής στήριξης και φροντίδας ενός ασθενή.
Για τον σχεδιασμό ενός οποιουδήποτε συστήματος υγείας, είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε τους στόχους του. Αυτό γίνεται καθορίζοντας τρεις βασικές παραμέτρους: το κόστος, την ποιότητα και την προσβασιμότητα. Οι εν λόγω παράμετροι καθορίζουν ένα τρίπτυχο το οποίο θα πρέπει να έλθει σε ισορροπία, αν θέλουμε η χαρασσόμενη πολιτική να είναι βιώσιμη και όχι ευκαιριακή. Περαιτέρω, αφού έχουμε καθορίσει τους στόχους του συστήματος υγείας και συνεχίζοντας το σχεδιασμό, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, για να είναι υγιές και το ίδιο το σχεδιαζόμενο σύστημα υγείας, πρέπει να επιτελεί 4 βασικές λειτουργίες. Η πρώτη είναι η παροχή αυτών που έχει σχεδιαστεί να παρέχει: των υπηρεσιών υγείας. Η δεύτερη είναι η ικανότητα να δημιουργεί το ίδιο τους πόρους του, μέσω της συνεχούς επένδυσης σε νέες τεχνολογίες και εκπαίδευσης του προσωπικού. Τρίτη είναι η χρηματοδότηση, στο βαθμό που οι εισφορές πρέπει να καταβάλλονται, να συσσωρεύονται και εν τέλει να χρησιμοποιούνται για την αγορά υπηρεσιών και αγαθών. Τέλος, τέταρτη λειτουργία είναι η εποπτεία, η οποία συνεπάγεται ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του.
Ενώ η τέταρτη λειτουργία αναλαμβάνεται από το κράτος, οι πρώτες τρεις δεν είναι υποχρεωτικό να αναλαμβάνονται εξολοκλήρου από το κράτος, αλλά μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες. Είναι διαπιστωμένο ότι τα δημόσια συστήματα υγείας δεν θα έχουν εσαεί τη δυνατότητα να παρέχουν πλήρεις υπηρεσίες προς όλους. Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην κάλυψη των αναγκών των πολιτών για υπηρεσίες υγείας θα βαίνει αυξανόμενη, επιτελώντας μία ή και περισσότερες από τις 3 πρώτες βασικές λειτουργίες. Αν η προτεραιότητα του κράτους είναι η παροχή υπηρεσιών υγείας προς όλους τους πολίτες, τότε δεν μπορεί να τους παρέχει όλες τις υπηρεσίες υγείας.
Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να αναπτύξουμε ένα σύστημα υγείας με εμφανώς καθορισμένους στόχους, στο πλαίσιο του τρίπτυχου “κόστος-ποιότητα-προσβασιμότητα”. Ούτε έχουμε κατορθώσει σε ικανοποιητικό βαθμό να αποφασίσουμε το ρόλο των ιδιωτών στην επιτέλεση των τριών πρώτων βασικών λειτουργιών.
Μια πρώτη προσέγγιση θα ήταν να γίνει διάκριση μεταξύ των “αναγκών” και των “επιθυμιών”. Όσον αφορά τις ανάγκες, μπορεί να επιδιωχθεί η παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στους πολίτες από το κράτος. Όσον αφορά τις επιθυμίες, αυτές μπορεί να αφορούν υπηρεσίες –ιατρικές και μη–, οι οποίες, παρότι θεωρούνται σημαντικές από τους ασθενείς, έχουν έμμεση συμβολή στην υγεία του πληθυσμού. Αυτή ακριβώς είναι η συνιστώσα του συστήματος υγείας, όπου η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να ενταχθεί για να προσφέρει διεξόδους προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας.
Ο σχεδιασμός ενός συστήματος υγείας απαιτεί την επιλογή τού αν αυτό θα έχει δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα ή συνδυασμό των δύο, ιδίως όσον αφορά στη χρηματοδότηση. Πιστεύω ότι οι Έλληνες πολίτες θα ωφεληθούν από την εισαγωγή ενός εθνικού, δημόσιου, καθολικού, συστήματος υγείας που να καλύπτει τις “ανάγκες” του πληθυσμού και να αφήνει τη χρηματοδότηση και την κάλυψη των “επιθυμιών” του σε μια κατάλληλα εποπτευόμενη αγορά ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Αν επιτύχουμε τη συναίνεση –κατ’ αρχήν εννοιολογικά– σε ένα σύστημα υγείας δύο βαθμίδων, είναι βέβαιο ότι στη συνέχεια θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε και στη διαφοροποίηση μεταξύ “αναγκών” και “επιθυμιών”.
Είναι αυτονόητο ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το σύστημα χρειάζεται να συμπληρωθεί με ένα νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο, ώστε να εξαλειφθεί ο,τιδήποτε μπορεί να υπονομεύσει την ομαλή λειτουργία του. Αυτό πρέπει να γίνει με περίσκεψη και με τρόπο που να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία”.