Σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι φαίνεται πως εισέρχεται η αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης, που παρουσίασε «εκρηκτική» ανάπτυξη χάση στην πλατφόρμα της Airbnb, με σημαντικές συνέπειες, τόσο για τον ίδιο τον κλάδο, όσο και για την αγορά ακινήτων συνολικά.
Καταρχάς, όπως διαφαίνεται και από την έκθεση της ICAP, η εποχή του εύκολου και άμεσου κέρδους από την αξιοποίηση των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιων μισθώσεων, ανήκει πλέον στο παρελθόν.
Μόνο το γεγονός της εκτόξευσης του αριθμού των αγγελιών ακινήτων, χωρίς ανάλογη αύξηση του αριθμού των επισκεπτών, αρκεί για να διαφοροποιήσει τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς και να γείρει την πλάστιγγα υπέρ των ενοικιαστών και κατά των ιδιοκτητών.
Με λίγα λόγια, αν δεν αναχαιτιστεί η συνεχής μεγέθυνση της προσφοράς, δύσκολα θα υπάρξει ανάκαμψη των εισοδημάτων στο μέλλον.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία, εκτιμάται ότι πάνω από 80.000 ακίνητα πανελλαδικά θα βρεθούν στις ψηφιακές πλατφόρμες βραχυχρόνιων μισθώσεων κατά την διάρκεια των επόμενων μηνών (καλοκαίρι γαρ…), εκ των οποίων τουλάχιστον 15.000 – 20.000 στην Αττική.
Αν σε αυτό τον αριθμό προστεθούν τα ενοικιαζόμενα δωμάτια (που φέρουν δηλαδή το σήμα του ΕΟΤ και προσφέρουν κι άλλες υπηρεσίες φιλοξενίας), αλλά και τα δεκάδες νέα ξενοδοχεία, μικρά και μεγάλα, που συνεχώς προστίθενται στο απόθεμα των υποδομών φιλοξενίας της χώρας, τότε εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς ότι αν δεν υπάρξει σύνεση, είναι πιθανή η δημιουργία μιας ακόμα «φούσκας» στην αγορά ακινήτων.
Σημειωτέον ότι στο τέλος του 2018, σύμφωνα με στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας, στο κέντρο της Αθήνας λειτουργούσαν 239 ξενοδοχεία με δυναμικότητα 15.576 δωματίων και 28.936 κλινών.
Κακοί οιωνοί
Ήδη, τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Για παράδειγμα, το 2018, το πραγματικό εισόδημα από κάθε ακίνητο βραχυχρόνιας μίσθωσης (υπολογίζοντας δηλαδή και πόσες ημέρες είναι μισθωμένο το κάθε διαμέρισμα ή η κάθε κατοικία) κατέγραψε πτώση κατά 28%, σε 58,2 ευρώ, έναντι 80,7 ευρώ στο τέλος του 2017.
Η τάση αυτή συνεχίζεται και φέτος, με εξαίρεση μόνο τα ποιοτικότερα ακίνητα και όσα βρίσκονται στα σημεία πρώτης ζήτησης, δηλαδή εντός του ιστορικού κέντρου της πόλης. Αυτά εξακολουθούν να προσελκύουν επισκέπτες και να διατηρούν τα εισοδήματά τους σε υψηλό επίπεδο (της τάξεως των 1.500 – 2.000 ευρώ μηνιαίως), δεν ισχύει όμως το ίδιο και για άλλα σημεία του κέντρου της Αθήνας.
Ενδείξεις «κορεσμού» έχουν αρχίσει να καταγράφονται και στην επενδυτική δραστηριότητα (ανακατασκευές, ανακαινίσεις), κατά το τελευταίο διάστημα, αν και κάποιοι φορείς της αγοράς ακινήτων συνδέουν την εξέλιξη αυτή με το προεκλογικό κλίμα που έχει επικρατήσει.
Όπως και να ‘χει, με βάση τα νεότερα στοιχεία του Δείκτη Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ, ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στις Κατασκευές υποχώρησε σημαντικά τον Απρίλιο στις 56,2 μονάδες (από 61,1 μονάδες).
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η τάση είναι περισσότερο πτωτική στις ιδιωτικές κατασκευές (δηλαδή στις κατοικίες) και λιγότερο στα δημόσια έργα. Μάλιστα, η πτώση των προσδοκιών στις ιδιωτικές κατασκευές είναι τέτοια, που ο δείκτης διαμορφώνεται σε μόλις 67,5 μονάδες, χαμηλότερα ακόμα και από τον αντίστοιχο περσινό μήνα (74,5 μονάδες).
Τα συνολικά έσοδα
Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP, τα έσοδα από βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών εκτινάχθηκαν το 2016, λόγω της καταλυτικής παρουσίας της πλατφόρμας Airbnb. Ειδικότερα, φαίνεται ότι αυξήθηκαν κατά 12%, με το σχετικό δείκτη που καταρτίζει η ICAP να αυξάνεται από το 100, που είναι και η τιμή βάσης για το 2015, στο 112.
Ακολούθως, οι ρυθμοί αύξησης των εσόδων υποχωρούν, ενώ το 2019 η ICAP εκτιμά ότι θα έχουμε και την πρώτη μείωση, κατά 3,3%, καθώς ο δείκτης προβλέπεται να υποχωρήσει από το 122 στο 118.