Δεν παραγράφονται στην 5ετία οι κινήσεις των λογαριασμών στην Ελβετία, παρά τις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου
Ανοιχτοί παραμένουν για την Εφορία οι τραπεζικοί λογαριασμοί στην Ελβετία και οι κινήσεις τους ερευνώνται κανονικά από τις φορολογικές αρχές – ακόμη κι εκείνες που έγιναν πριν από το 2012 , για τις οποίες υπάρχει δικαστική απόφαση παραγραφής.
Ανοικτές για έλεγχο μένουν οι υποθέσεις των Ελλήνων καταθετών ελβετικών τραπεζών που βρίσκονται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, καθώς και όσων άλλων φορολογουμένων βρεθούν να έχουν στους λογαριασμούς τους αδήλωτα χρήματα.
Με αφορμή την πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που αποφάνθηκε ότι για τις υποθέσεις αυτές ισχύει η πενταετής περίοδος παραγραφής και συνεπώς έχουν ήδη παραγραφεί, η ΔΕΔ διευκρινίζει, πως δεν ισχύει αδιακρίτως για όλες τις υποθέσεις.
Το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα δεδομένα των τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία ήταν στη διάθεση των ελληνικών φορολογικών αρχών, οι οποίες θα μπορούσαν να τα ζητήσουν εντός της πενταετίας. Συνεπώς, κατά το δικαστήριο δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» η ύπαρξη των οποίων και μόνο εκτείνει τον χρόνο της παραγραφής σε δέκα από πέντε χρόνια.
Δηλαδή, αν δεν υπήρχε προς του 2012 συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών, με οποιαδήποτε χώρα, η παραγραφή για τις υποθέσεις καταθέσεων στις συγκεκριμένες χώρες παραμένουν ανοιχτές για μια δεκαετία και δεν παραγράφονται στην πενταετία.
Αυτό σημαίνει ότι:
- Τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, καλώς έχουν επιβληθεί.
- Οι ελεγκτικές αρχές έχουν περιθώρια ελέγχων στις λίστες, ώστε να εντοπίσουν χρήματα τα οποία δεν δηλώθηκαν και δεν φορολογήθηκαν στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται ότι η λίστα Λαγκάρντ περιέχει 2.062 ονόματα Ελλήνων με καταθέσεις στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, για το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2007. Η λίστα παραδόθηκε σε στικάκι USB το 2011 στον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου, από την οποία κατόπιν διαπιστώθηκε ότι αφαιρέθηκαν τα ονόματα τριών συγγενών του κ. Παπακωνσταντίνου!
Κατόπιν η λίστα «κληροδοτήθηκε» στον διάδοχό του στο ΥΠΟΙΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος την ξέχασε σε ένα συρτάρι και υπήρξε διένεξη μεταξύ των δύο ανδρών, για το ποιος ευθύνεται που ξεχάστηκε η λίστα.
Η λίστα Μπόργιανς περιλαμβάνει στοιχεία για 10.588 Έλληνες με καταθέσεις σε ελβετική Τράπεζα, το συνολικό υπόλοιπο τον οποίων ανέρχεται σε 3,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2006 και 2,9 δισ. ελβετικά φράγκα για το 2008 και μετά από προσπάθειες των Γερμανών και αρνήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, μέχρι το 2014, παραδόθηκε το 2015.
Η απόφαση της ΔΕΔ
Αναλυτικότερα, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών αποφάνθηκε τα ακόλουθα:
- Το σύνολο των διδόμενων από τα δικαστήρια συγκεκριμένων λύσεων σε νομικά ζητήματα αποτελεί τη νομολογία των δικαστηρίων. Προκειμένου όμως να γίνεται λόγος περί «παγίας νομολογίας», θα πρέπει να πρόκειται περί σειράς δικαστικών αποφάσεων, με τις οποίες ορισμένο νομικό ζήτημα κρίθηκε επανειλημμένως από τα δικαστήρια με τέτοιο ομοιόμορφο, σταθερό και συνεχή τρόπο, ώστε να δικαιολογείται η δημιουργία στους δικαζόμενους και στη Διοίκηση η πεποίθηση ότι επί παρόμοιας στο μέλλον υποθέσεως η κρίση των δικαστηρίων θα είναι όμοια, προαγομένου με τον τρόπο αυτό του αισθήματος της ασφάλειας δικαίου.
- Η Διοίκηση δεν δεσμεύεται από την υπάρχουσα νομολογία των δικαστηρίων, η οποία άλλωστε δεν αποτελεί πηγή του δικαίου (ιδίως του διοικητικού), ενδείκνυται όμως κατά τη διερεύνηση εκκρεμών ενώπιον αυτής υποθέσεων να μην αγνοεί το λεγόμενο «δικαστικό προηγούμενο» (precedent) και να ακολουθεί την ερμηνευτική νομική λύση που έχει δοθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα από την νομολογία και δη την παγία του ανώτατου δικαστηρίου, αφού η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων δυσχερώς μεταβάλλεται.
- Κάθε απόφαση που δεν έχει εκδοθεί από ανώτατο δικαστήριο, δεν δύναται να θεωρηθεί ως πάγια νομολογία ούτε ότι μέσω αυτής δίδεται «νομική ερμηνευτική λύση» επί του κρινόμενου νομικού ζητήματος.
Επίσης στο σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης, αναφέρει ότι δεν έχει παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου για τον έλεγχο των υποθέσεων με καταθέσεις στην Ελβετία, για τα έτη 2008-2011 (δεκαετής περίοδος παραγραφής). Και αυτό γιατί, όπως αναφέρει, ο συγκεκριμένος τραπεζικός λογαριασμός δεν ήταν στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών και τα στοιχεία των κινήσεών του δεν ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη κατά την αρχική πενταετή προθεσμία παραγραφής, καθόσον δεν υπήρχε σύμβαση ανταλλαγής πληροφοριών πριν το 2012 μεταξύ Ελλάδος και Ελβετίας.
Τονίζει επίσης και αίρει την αμφισβήτηση, ότι η συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών που επικαλείται το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, αναφέροντας μάλιστα ότι έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα, αφορά μόνο σε υποθέσεις «φορολογικής απάτης» ή αδικημάτων ίδιας βαρύτητας με τη φορολογική απάτη και σύμφωνα με το δίκαιο της Ελβετίας, κι όχι σε υποθέσεις φοροδιαφυγής σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου όπως αυτές που διερευνώνται στις λίστες Λανγκάρντ και Μπόργιανς.
Επίσης, τα στοιχεία για την ύπαρξη λογαριασμών στην Ελβετία δεν ήταν ποτέ στη διάθεση των ελληνικών φορολογικών αρχών με ταχύτατες διαδικασίες ούτε υπήρχε δυνατότητα να ερευνώνται όλοι ανεξαιρέτως οι ελεγχόμενοι Έλληνες φορολογούμενοι και για το εάν έχουν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία ή ακόμη και σε άλλα κράτη, με τα οποία δεν υπήρχε συμφωνία ανταλλαγής στοιχείων των καταθέσεων των πολιτών τους