Προσωπικά δεδομένα: Οι τυποποιημένοι όροι σε συμβάσεις που δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης, δεν αρκούν προς θεμελίωση συγκατάθεσης
Με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδικάστηκε αποζημίωση ύψους 5.869,40 ευρώ σε πελάτη τράπεζας-κάτοο πιστωτικής κάρτας για παραβίαση της νομοθεσίας περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (N. 2472/1997).
Η υπόθεση αφορά σε πελάτη τράπεζας, ο οποίος σύναψε σύμβασε σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας, κατά την οποία η εναγομένη τράπεζα συνέλεξε προσωπικά του δεδομένα, τα οποία ήταν απαραίτητα για την εκτέλεση της σύμβασης.
Στη συνέχεια, η εναγομένη τράπεζα διαβίβασε σε εισπρακτική εταιρεία (ενημέρωσης οφειλετών) τα προσωπικά δεδομένα του, μαζί με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής του από την ως άνω πιστωτική κάρτα, χωρίς προηγουμένως να τον έχει ενημερώσει για τη διαβίβαση αυτή.
Διαβάστε επίσης: ΑΠΔΠΧ: Η πρώτη απόφαση της Αρχής σχετικά με τα μηνύματα για «συγκατάθεση με βάση τον GDPR»
Το δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι κάθε διαβίβαση δεδομένων οφειλέτη σε διαφορετική εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς την προηγούμενη εξατομικευμένη ενημέρωσή του υποκειμένου (οφειλέτη), συνιστά αυτοτελή παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997, η οποία διατηρεί την αυθυπαρξία της έναντι της προγενέστερης παραβίασης των ίδιων διατάξεων από την εναγομένη.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, η συγκατάθεση πρέπει να εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει κατόπιν ενημερώσεως, ενώ οι τυποποιημένοι όροι που απαντούν σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης.
Απόσπασμα της απόφασης
Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 5-11-2008 ο ενάγων και ήδη εκκαλών συνήψε με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη την υπ’ αριθμ. … αίτηση-σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας Wind Bonus American Express Classic, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε και εκδόθηκε στο όνομα του η υπ’ αριθμ. … πιστωτική κάρτα Wind Bonus American Express, με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα των όρων της σύμβασης της άνω πιστωτικής κάρτας και το οποίο (παράτημα) επισυνάπτεται στη σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Κατά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, η εναγομένη τράπεζα συνέλεξε από τον ενάγοντα τα προσωπικά του δεδομένα, που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της ρηθείσας σύμβασης και, συγκεκριμένα, το ονοματεπώνυμο του, το όνομα πατρός, την οικογενειακή του κατάσταση, την ημερομηνία γέννησης του, τη διεύθυνση κατοικίας του, το επάγγελμα του, τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας, τον αριθμό του φορολογικού του μητρώου (Α.Φ.Μ.), το ετήσιο εισόδημα του, καθώς και τους αριθμούς, τόσο του σταθερού, όσο και του κινητού του τηλεφώνου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα ανέθεσε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παροχή υπηρεσιών ενημέρωσης οφειλετών εταιριών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, δυνάμει της από 21-12-2009 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, την ενημέρωση μέσω τηλεφώνου των οφειλετών της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής και, ενδεχομένως, την πρόταση των τρόπων αποπληρωμής αυτής, για την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη είσπραξη από την τράπεζα.
Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης μεταξύ της εναγομένης και της άνω εταιρίας και δεδομένου, όπως εκατέρωθεν συνομολογείται, ότι ο ενάγων είχε καταστεί υπερήμερος ως προς την αποπληρωμή της οφειλής του, έναντι της εναγομένης, από την ανωτέρω σύμβαση πιστωτικής κάρτας, η εναγομένη τράπεζα διαβίβασε στην προαναφερθείσα εταιρία ενημέρωσης οφειλετών τα ανωτέρω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής του από την ως άνω πιστωτική κάρτα, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή.
Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», προέβη στην επεξεργασία των ως άνω, παρανόμως διαβιβασθέντων σε αυτήν, από την εναγομένη, προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, με την καταχώρηση αυτών στο αρχείο της (Η/Υ) για τις ανάγκες εκτέλεσης της σύμβασης και στη χρήση αυτών, με τηλεφωνικές οχλήσεις στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του «…», δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, στις 1-12-2014 (και ώρα 14:26 και 15.05) και τις 17-12-2014 (και ώρα 9:02), όπως αναγράφεται στο αντίγραφο αποσπάσματος του ηλεκτρονικού αρχείου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ» και την από 23-1-2014 επιστολή της ιδίας προς τον ενάγοντα. Από τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των πληροφοριών από την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία προς την ως άνω εταιρία, έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του ενάγοντος και ότι η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ» επεξεργάστηκε τα εν λόγω στοιχεία, χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα στον προαναφερόμενο αριθμό του κινητού τηλεφώνου, κατά τις προεκτεθείσες ημερομηνίες, για ληξιπρόθεσμη οφειλή προερχόμενη από την ανωτέρω πιστωτική κάρτα. Η εναγομένη, ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της έφεσης, ότι ο ενάγων με την υπογραφή της από 3-11-2008 αιτήσεως του για την έκδοση της ως άνω πιστωτικής κάρτας, συναίνεσε στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, παραπέμποντας στον σχετικό όρο της εν λόγω αίτησης για απόκτηση της κάρτας, ο οποίος, μεταξύ άλλων αναφέρει «….Παρέχω στην ALPHA BANK τη ρητή συγκατάθεση μου να επεξεργάζεται σε αρχεία αυτής τα ατομικά μου στοιχεία και αυτά που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού που τηρείται για την παρακολούθηση των συναλλαγών μου με την μέλλουσα να εκδοθεί πιστωτική κάρτα, σύμφωνα και με τα ειδικότερα συνομολγηθέντα με τους όρους της συμβάσεως. Επιθυμώ να ενημερώνομαι από την ALPHA BANK και τις συνεργαζόμενες με αυτήν επιχειρήσεις για ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, τα οποία κατά την εύλογη κρίση σας θα με ενδιέφεραν». Από τη διατύπωση του ανωτέρω όρου, συνάγεται ότι η ενημέρωση εκ μέρους τρίτων, συνεργαζομένων με την εναγομένη, επιχειρήσεων, θα γίνεται στα πλαίσια της προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών και όχι για θέματα που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού της πιστωτικής κάρτας, ήτοι η όποια συγκατάθεση του ενάγοντος, αφορούσε στην ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζομένων εταιριών για προώθηση αγαθών και υπηρεσιών και όχι συγκατάθεση για διαβίβαση προσωπικών δεδομένων του εν λόγω διαδίκου σε εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών.
Διαβάστε επίσης: Αποζημίωση για παράνομη διαβίβαση δεδομένων από τηλεπικοινωνιακή εταιρεία σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών (ΕιρΑθ 1692/2018)
Από τον ανωτέρω όρο, ουδόλως αποδείχθηκε από την εναγομένη, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης ως υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τα προδιαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, ότι τούτη, κατά τον ανωτέρω χρόνο της συλλογής δεδομένων, είχε ενημερώσει τον ενάγοντα, κατά τρόπο σαφή, για την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, για τον σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης ) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείται κατ’ άρθρον 11 παρ. 1 α, β, γ Ν. 2472/1997. Επιπρόσθετα, στον ανωτέρω όρο της σύμβασης πιστωτικής κάρτας, δεν γίνεται καμία αναφορά σε άλλες εταιρίες που θα τηρούν, ή στις οποίες θα διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα του οφειλέτη ενάγοντος.
Εξάλλου, η εναγομένη ουδόλως απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά την συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους προς την ανωτέρω εταιρία. Και τούτο, διότι για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγόμενη τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγομένη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα, κ.λπ.), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν ανασκευάζεται από την εκ μέρους της εναγομένης επικαλούμενη αποστολή, κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2011, μαζί με το λογαριασμό του τρέχοντος μηνός, σε όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες της, μεταξύ των άλλων και στον ενάγοντα, των νέων όρων των συμβάσεων πιστωτικών καρτών εκδόσεως της, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο υπ’ αριθμ. 14.5 όρος, σύμφωνα με τον οποίο «Σε περίπτωση που οποιοδήποτε μέρος της ελάχιστης μηνιαίας καταβολής δεν εξοφληθεί εμπρόθεσμα, η τράπεζα ειδοποιεί σχετικά τον κάτοχο για τις συνέπειες της παραλείψεως αυτής ή αναθέτει την ειδοποίηση σε τρίτους (Ν. 3578/2009, όπως εκάστοτε ισχύει) και για να περιορίσει τον εντεύθεν αυξανόμενο κίνδυνο, αφενός παρακολουθεί ειδικά τη συγκεκριμένη οφειλή και αφετέρου δικαιούται να περιορίσει το πιστωτικό όριο ή και να αναστείλει τη δυνατότητα χρήσης της κάρτας, μέχρι την εξόφληση των ληξιπροθέσμως οφειλομένων», αλλά ούτε και από τη σχετική βεβαίωση της εναγομένης, στην οποία διαλαμβάνεται ότι οι νέοι αυτοί όροι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο προεκτεθείς, εστάλησαν με σχετική επιστολή στον ενάγοντα μαζί με το εκκαθαριστικό της κάρτας του, εκδόσεως στις 24-3-2011 και ότι ο ενάγων αποδέχθηκε αυτούς ανεπιφύλακτα και ουδέποτε αμφισβήτησε, διότι στα εν λόγω έγγραφα ουδεμία μνεία γίνεται για τη συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης (επωνυμία, έδρα και λοιπά στοιχεία περί της ταυτότητας αυτής), στην οποία επρόκειτο να διαβιβαστούν από την εναγομένη τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος. Δηλονότι, σε κανένα όρο της σύμβασης ή των επιστολών της εναγομένης, δεν γίνεται αναφορά των συγκεκριμένων εταιριών, που θα τηρούν ή στις οποίες θα διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος οφειλέτη.
Άλλωστε, ως «συγκατάθεση», υπό την έννοια του Ν. 2472/1997, ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά προσχώρησης του καταναλωτή, ώστε το εκάστοτε αίτημα του, για λήψη πίστωσης, να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια (βλ. ΜονΠρωτΑΘ 9179/2017, αδημοσίευτη).
Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της), προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σε αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο αιτούμενο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω Νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών).
Πρέπει, δε, να σημειωθεί, ότι, ενώ όπως προαναφέρθηκε, η υπαιτιότητα της εναγομένης τράπεζας τεκμαίρεται, η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, ως έδει, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη.
Εξάλλου, στην προδιαληφθείσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν επιδρά η εκ μέρους του ενάγοντος προγενέστερη άσκηση της από 10-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης ./2014 αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «D.MAN Ανώνυμη Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών», με την οποία, επικαλούμενος τη διαβίβαση, εκ μέρους της εναγομένης, των προσωπικών του δεδομένων και του οικονομικού του δεδομένου για το ύψος της οφειλής της ίδιας πιστωτικής κάρτας, παρανόμως, χωρίς ουδέποτε η εναγομένη να τον ενημερώσει για την επικείμενη διαβίβαση τους, αλλά και χωρίς ο ενάγων να έχει δώσει τη συγκατάθεση του, στην άνω εταιρία «D. MAN Α.Ε.», η οποία, ως τρίτη και αποδέκτρια των ανωτέρω προσωπικών του δεδομένων, επεξεργάστηκε αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, αφού προηγουμένως τα είχε συλλέξει παρανόμως από την εναγομένη και, εν συνεχεία, τα καταχώρησε στο προσωπικό της αρχείο (ηλεκτρονικό υπολογιστή) και τα χρησιμοποίησε, χωρίς ουδέποτε να ενημερώσει τον ενάγοντα ότι τα έχει λάβει, δίωκε την επιδίκαση σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης ποσού 5.869,40 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις παράνομες αυτές πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης, επί της οποίας εκδόθηκε απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «D. MAN Α.Ε.», έγινε αυτή δεκτή ως προς την εναγομένη τράπεζα και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, επί, δε, ασκηθείσας έφεσης της εν λόγω διαδίκου, εκδόθηκε απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της εναγομένης ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Και τούτο, διότι στην επίδικη περίπτωση, οι πλήρως αποδειχθείσες, κατά τα ανωτέρω, παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης έλαβαν χώρα με τρίτη και αποδέκτρια των ανωτέρω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, άλλη εταιρία και δη την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», ήτοι διάφορη της ρηθείσας εταιρίας με την επωνυμία «D. MAN Α.Ε.» και ως εκ τούτου, ακόμη και εάν αφορούν στην ίδια πιστωτική κάρτα και την ίδια ληξιπρόθεσμη οφειλή του ενάγοντος, συνιστούν αυτοτελή παράβαση των προπαρατεθεισών διατάξεων του Ν. 2472/1997 από την πλευρά της εναγομένης, η οποία (παράβαση) διατηρεί την αυθυπαρξία της έναντι της προγενέστερης παραβίασης των ίδιων διατάξεων από την εναγομένη, με τρίτη και αποδέκτρια των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «D. MAN Α.Ε.».
Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο να καταφάσκεται άπαξ η παραβίαση των προμνησθεισών διατάξεων του Ν. 2472/1997, ανεξαρτήτως του ότι η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη λαμβάνει χώρα σε διαφορετικές αποδέκτριες εταιρίες ως τρίτες και, συνεπώς, εκάστη διαβίβαση, συνιστά, καθεαυτή, διακριτή παραβίαση των άνω διατάξεων και θα απέληγε, στην πραγματικότητα, στην καταστρατήγηση του Ν. 2472/1997.
Περαιτέρω, η πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, την οποία επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων επιδιώκει την επιδίκαση χρηματικών ποσών υπέρ του και σε βάρος της εναγομένης, γνωρίζοντας ότι δεν τα δικαιούται, η δε αντικείμενη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά του επιμαρτυρείται από το γεγονός ότι ήδη με την ανωτέρω απόφαση επιδικάστηκε στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ, ενώ η εναγομένη προέβη και σε ρύθμιση της οφειλής του ενάγοντος από την ανωτέρω πιστωτική κάρτα με ευνοϊκότατους για τον ίδιο όρους, η οποία τείνει να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr