Απόφαση 256/2018 ΑΠ (Δ’ Πολιτικές)-Αποζημίωση απαλλοτριούμενου ακινήτου
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), συνάγεται, ότι για τον προσδιορισμό της “πλήρους αποζημίωσης” λαμβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου της αίτησης καθορισμού (προσωρινού ή οριστικού, σε περίπτωση παράλειψης του προσωρινού) της αποζημίωσης αυτής, καθώς και η δαπάνη του ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου ακινήτου, η οποία ναι μεν δεν συνδέεται άμεσα με την αξία του ακινήτου, είναι όμως συνέπεια της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 13 παρ. 4 ν. 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 128 παρ. 2 v. 4070/2012, που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς απαλλοτριώσεις, κατά το άρθρο 146 παρ. 9 του ιδίου νόμου: “Εάν απαλλοτριωθεί τμήμα ακινήτου με αποτέλεσμα η αξία του τμήματος που απομένει στον ιδιοκτήτη να μειωθεί σημαντικά σε σχέση με την κύρια ή αποδεδειγμένως υφισταμένη δευτερεύουσα κατά προορισμό χρήση, μπορεί να προσδιορίζεται με την απόφαση καθορισμού της αποζημίωσης και ιδιαίτερη αποζημίωση για το τμήμα που απομένει στον ιδιοκτήτη και η οποία καταβάλλεται μαζί με την αποζημίωση για το απαλλοτριούμενο. Για τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ιδίως, η κατάσταση του ακινήτου πριν και μετά την απαλλοτρίωση, η σημαντική επιδείνωση των γεωμετρικών στοιχείων και της οικονομικής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως αυτού, όπως επίσης ότι η ζημία του απομένοντος θα επέλθει μετά βεβαιότητας μετά την απότμηση του απαλλοτριούμενου τμήματος”. Υφίσταται δε μείωση της αξίας του το τμήμα του ακινήτου που απομένει μετά την απαλλοτρίωση και όταν χάνει την οικοδομησιμότητά του, την οποία είχε το όλο ακίνητο προ της απαλλοτρίωσης
Κατά τις παρακάτω διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 2882/ 2001 “Κώδικας αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων”: “1. Αρμόδιο να προσδιορίσει προσωρινώς την αποζημίωση είναι το Μονομελές Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής… 3. Ο αρμόδιος δικαστής προσδιορίζει δικάσιμο προς συζήτηση της αίτησης σε χρόνο όχι βραχύτερο από είκοσι μέρες, ούτε μακρότερο από σαράντα ημέρες από την κατάθεσή της και συγχρόνως διατάσσει να γίνει, με επιμέλεια του αιτούντος και δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, επίδοση, σε όσους φέρονται ως ιδιοκτήτες στον κτηματολογικό πίνακα και γενικά σε κάθε ενδιαφερόμενο, αντιγράφου της αίτησης αυτής μαζί με την πράξη προσδιορισμού της δικασίμου και την κλήση εμφάνισης σε αυτήν. Εάν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση είναι κάτοικος αλλοδαπής ή άγνωστης διαμονής η προθεσμία για την επίδοση είναι πενήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, παρατεινομένου αναλόγως του χρόνου προσδιορισμού της δικασίμου. Προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών, ο δικαστής προσδιορίζει δικάσιμο σε χρόνο όχι βραχύτερο από εξήντα ημέρες ούτε μικρότερο από ογδόντα ημέρες από την κατάθεση της αίτησης. 4. Όταν εκείνοι που φέρονται ως ιδιοκτήτες στον κτηματολογικό πίνακα υπερβαίνουν τους εκατό (100), η κλήτευσή τους γίνεται κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Επιπλέον η αίτηση, μαζί με την πράξη προσδιορισμού της δικασίμου, τοιχοκολλάται, δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, στο κατάστημα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και στο κατάστημα του δήμου ή της κοινότητας, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται τα απαλλοτριούμενα. Η τοιχοκόλληση πιστοποιείται με έκθεση που συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου και το γραμματέα του δήμου ή της κοινότητας, αντιστοίχως. Η ειδοποίηση, στην οποία μνημονεύονται το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, η τοιχοκόλληση αυτής, η δικάσιμος, περίληψη του αιτήματος και περίληψη της απαλλοτριωτικής πράξης, δημοσιεύεται σε τρεις ημερήσιες εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα ή σε δύο που εκδίδονται στην Αθήνα και σε μία που εκδίδεται στην Θεσσαλονίκη, όταν η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής βρίσκεται στα όρια αρμοδιότητας του Υπουργείου Βόρειας Ελλάδας, καθώς και σε μία εφημερίδα που εκδίδεται στην πρωτεύουσα του νομού, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής. Εάν έχει τηρηθεί η διαδικασία των δύο προηγούμενων εδαφίων ή παράλειψη ή πλημμέλειες της κατά το πρώτο εδάφιο κλήτευσης δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. 5.Κάθε ενδιαφερόμενος δικαιούται να παρέμβει με δήλωσή του κατά τη συζήτηση της αίτησης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, χωρίς καμία προδικασία. Η δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά και περιέχει το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία του παρεμβαίνοντος ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την επωνυμία και την έδρα αυτού. Η δήλωση περιέχει επίσης και τον αριθμό του κτηματολογικού πίνακα του ακινήτου στο οποίο προβάλλει δικαιώματα ο ενδιαφερόμενος. 6.
Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 1, 2, 3, 6 και 7 του ν. 2971/2001, 19 παρ. 1, 2, 3, 4 και 6 του ν. 2882/2001 (ΚΑΑΑ), 17 και 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ συνάγεται, ότι ο εικαζόμενος ιδιοκτήτης ή εκείνος ο οποίος αξιώνει δικαιώματα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, στην περίπτωση που δικάστηκε ερήμην στη δίκη προσωρινού καθορισμού τιμής μονάδας αποζημίωσης, γιατί για την κλήτευσή του τηρήθηκε μόνο η διαδικασία των εδαφίων β’ και γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του ΚΑΑΑ (τοιχοκόλληση αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου στο κατάστημα του Δήμου, δημοσίευση σε εφημερίδες κ.λπ.), αλλά παραλείφθηκε η κατά το πρώτο εδάφιο της αυτής παραγράφου του ίδιου άρθρου και Κώδικα κλήτευσή του, με νόμιμη επίδοση δικογράφου αίτησης, θεωρείται ότι δεν κλητεύτηκε και δεν έλαβε μέρος στη δίκη της προσωρινής αποζημίωσης (ΑΠ 1249/2007).
Επιμέλεια: Παναγιώτα Ντάρα / Επιστημονική Συνεργάτης ethemis
Για τον προσδιορισμό της ιδιαίτερης αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο, ιδίως, η κατάσταση του ακινήτου πριν και μετά την απαλλοτρίωση, η σημαντική επιδείνωση των γεωμετρικών στοιχείων και της οικονομικής και εμπορικής εκμεταλλεύσεως αυτού, όπως επίσης ότι η ζημία του απομένοντος θα επέλθει μετά βεβαιότητας μετά την απότμηση του απαλλοτριούμενου τμήματος.