Απόφαση 1362 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Tο άρθρο 8 του ν. 3198/1955 στο εδάφιο α` ορίζει ότι “μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεως της υπό του ν. 2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, η του β.δ. της 16/18.7.1920 οριζομένης αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος”. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, που συνεχίζει να ισχύει, είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπόμενου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση έλλειψης τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως του ν. 2112/1920 ή του β.δ. του 1920. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 648, 669, 672 και 673 ΑΚ, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του καθοριζομένου ορίου ηλικίας. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, αν δε αυτή πληρωθεί η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου (Ολ. ΑΠ 1110/1986). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 435/1976 με την οποία αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδ. του άρθρου 8 του ν. 3198/1955που είχε προστεθεί με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 3789/57: “Μισθωτοί εν γένει, υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού δια την χορήγησιν συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς χορήγησιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις δύνανται, εάν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, να αποχωρήσουν της εργασίας ή να απομακρύνονται ταύτης παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις τας περιπτώσεις ταύτας, οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς το 50% της υπό του νόμου 2112/1920 οριζομένης απροειδοποιήτου αποζημιώσεως” και κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου “τυχόν ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι περιεχόμενοι σε άλλες διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κανονισμούς ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, κατισχύουν των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος”. Η τελευταία διάταξη, η οποία απηχεί τη γενικότερη αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 680 ΑΚ, 3 παρ. 1 ν. 3239/1955, 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, 8 παρ. 1 ν. 2112/1920) της εύνοιας υπέρ του μισθωτού, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση του εδαφίου α` του παραπάνω άρθρου 8 του ν. 3198/1955, το οποίο, όπως από το ανωτέρω άρθρο 5 (παρ. 1) του ν. 435/1976προκύπτει, έχει ως σκοπό να διευκολύνει την αποχώρηση και ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, κατά την έννοια δε της διατάξεως αυτής “ως ευνοϊκότεροι όροι νοούνται όλες οι προϋποθέσεις λειτουργίας της συμβάσεως, οι οποίες τέθηκαν υπέρ του μισθωτού είτε ανάγονται στο ύψος της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της είτε στο ίδιο το δικαίωμα καταγγελίας (Ολ. ΑΠ 26/1992, AΠ 1314/2008).
Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις, όπως προκύπτει από το σκοπό τους που είναι η διευκόλυνση μέσω παροχής κινήτρων για την ανανέωση της αγοράς εργασίας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται ως ήδη συνταξιούχος ενός ασφαλιστικού φορέα ή έχοντας ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για πλήρη σύνταξη γήρατος από τον φορέα αυτόν. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επικαλεσθεί ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης το γεγονός αυτό (της συνταξιοδοτήσεως ή της συμπληρώσεως των σχετικών προϋποθέσεων) και δεν τίθεται θέμα καταβολής του 40% ή του 50% τα αποζημιώσεως.
Αριθμός 1362/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Σοφία Τζουμερκιώτη και Λουκά Μόρφη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία “…) που …, είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Μπουρνέλη, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Μ. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/10/2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4061/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 523/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13/10/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 13.10.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 523/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού απορρίφθηκαν οι από 08.12.2015 και 14.12.2005 αντίθετες εφέσεις κατά της 4061/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε υποχρεωθεί η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 50.695,54 ευρώ, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα σ’ αυτή. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ, ΟλΑΠ 10/2018) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Tο άρθρο 8 του ν. 3198/1955 στο εδάφιο α` ορίζει ότι “μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2112 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεως της υπό του ν. 2112/1920, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, η του β.δ. της 16/18.7.1920 οριζομένης αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος”. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, που συνεχίζει να ισχύει, είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπόμενου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση έλλειψης τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως του ν. 2112 ή του β.δ. του 1920. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 648, 669, 672 και 673 ΑΚ, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του καθοριζομένου ορίου ηλικίας. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, αν δε αυτή πληρωθεί η σύμβαση μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου (Ολ. ΑΠ 1110/1986). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 435/1976 με την οποία αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδ. του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 που είχε προστεθεί με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 3789/57: “Μισθωτοί εν γένει, υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού δια την χορήγησιν συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς χορήγησιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις δύνανται, εάν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, να αποχωρήσουν της εργασίας ή να απομακρύνονται ταύτης παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις τας περιπτώσεις ταύτας, οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι επικουρικώς το 50% της υπό του νόμου 2112/20 οριζομένης απροειδοποιήτου αποζημιώσεως” και κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου “τυχόν ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι περιεχόμενοι σε άλλες διατάξεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κανονισμούς ή ατομικές συμβάσεις εργασίας, κατισχύουν των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος”. Η τελευταία διάταξη, η οποία απηχεί τη γενικότερη αρχή του εργατικού δικαίου (άρθρα 680 ΑΚ, 3 παρ. 1 ν. 3239/1955, 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, 8 παρ. 1 ν. 2112/20) της εύνοιας υπέρ του μισθωτού, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση του εδαφίου α` του παραπάνω άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, το οποίο, όπως από το ανωτέρω άρθρο 5 (παρ. 1) του ν. 435/1976 προκύπτει, έχει ως σκοπό να διευκολύνει την αποχώρηση και ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, κατά την έννοια δε της διατάξεως αυτής “ως ευνοϊκότεροι όροι νοούνται όλες οι προϋποθέσεις λειτουργίας της συμβάσεως, οι οποίες τέθηκαν υπέρ του μισθωτού είτε ανάγονται στο ύψος της αποζημιώσεως λόγω καταγγελίας της είτε στο ίδιο το δικαίωμα καταγγελίας (Ολ. ΑΠ 26/1992, AΠ 1314/2008). Οι παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις, όπως προκύπτει από το σκοπό τους που είναι η διευκόλυνση μέσω παροχής κινήτρων για την ανανέωση της αγοράς εργασίας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται ως ήδη συνταξιούχος ενός ασφαλιστικού φορέα ή έχοντας ήδη συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για πλήρη σύνταξη γήρατος από τον φορέα αυτόν. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επικαλεσθεί ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης το γεγονός αυτό (της συνταξιοδοτήσεως ή της συμπληρώσεως των σχετικών προυποθέσεων) και δεν τίθεται θέμα καταβολής του 40% ή του 50% τα αποζημιώσεως.
Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013, ΑΠ 1632/2013). Στην περίπτωση που το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και υπήχθησαν αυτά στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27.10.2014 αγωγή ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι την 1-3-1985, όντας ήδη συνταξιούχος, προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος γραφείου και έκτοτε εργάστηκε με την ειδικότητα αυτή και υπό το καθεστώς της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας μέχρι την 30-4-2014, οπότε η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας καταβάλλοντάς του μέρος μόνο της αποζημίωσης που δικαιούτο. Ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του πραγματοποίησε υπερεργασία χωρίς να αμειφθεί, ενώ, ακόμη, ότι η εναγομένη του οφείλει από την εργασιακή τους σχέση υπόλοιπο αποδοχών αδείας, καθώς και τη διαφορά μεταξύ καταβλητέας νόμιμης και καταβληθείσας αποζημίωσης. Ενόψει αυτών, κατά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, ο ενάγων ζήτησε κυρίως με βάση την επικαλούμενη σύμβαση και επικουρικά με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει α) το ποσό των 118.668,94 ευρώ για διαφορά αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας το ποσό των 58.053,38 ευρώ για υπερεργασία κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 μέχρι 30-4-2014, με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η υπερεργασία, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 22.944,93 ευρώ για διαφορές αποδοχών αδείας για τα έτη 2009 μέχρι και 2014, με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου έτους εντός του οποίου έπρεπε να καταβληθούν οι εκάστοτε αποδοχές αδείας, άλλως όλα τα ανωτέρω κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4061/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο αφού έκρινε ως αόριστη την περί αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγης, α) απέρριψε την αγωγή (ως ουσιαστικά αβάσιμη) i) ως προς το κονδύλιο περί διαφορών αποδοχών αδείας για τα έτη 2009 έως 2014 και ii) ως προς το αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης λόγω υπερεργασίας, και β) δέχθηκε, κατά τα λοιπά, την αγωγή εν μέρει και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωση απόλυσης το συνολικό ποσό των πενήντα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (50.695,54 ευρώ) καταβλητέο ως ακολούθως: 1) ποσό χιλίων πεντακοσίων τριάντα ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (1.530,36 ευρώ) την 1-11-2014, 2) ποσό δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα δυο ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (13.582,59 ευρώ) την 1-1-2015, 3) ποσό δεκατριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα δυο ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (13.582,59 ευρώ) την 1-3-2015, 4) ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ την 1- 5-2015, 5) ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ την 1-7-2015, 6) ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ την 1-9-2015, 7) ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ την 1-11-2015, 8) ποσό τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ την 1-1-2016 και 9) ποσό δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ την 1-3-2016, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα κατά την οποία καθεμία από τις ως άνω δόσεις κατέστη ή θα καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Κατόπιν ασκήσεως των από 08.12.2015 και 14.12.2005 αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων μερών, το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απορρίπτοντας τις εφέσεις δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση – μεταξύ των άλλων- τα ακόλουθα: “Η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία “…”, που … και έχει ιδρυθεί κατά τους νόμους αυτής, έχει εγκαταστήσει στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Πειραιά, γραφείο, κατά τις διατάξεις των Α.Ν. 378/1968 και Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και Ν. 4150/2013, του οποίου εκπρόσωπος διορίσθηκε, σύμφωνα με το από 25 Φεβρουάριου 1996 πρακτικό συνεδρίασης του Δ.Σ. της παραπάνω εταιρείας ο Γ. Μ. του Β., ο οποίος εκτελεί και χρέη Γενικού Διευθυντή στο ως άνω γραφείο. Στον Πειραιά την 1 Μαρτίου 1985, δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της ως άνω εναγομένης – ναυτιλιακής εταιρείας, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη προκειμένου να εργασθεί σε αυτή ως υπάλληλος γραφείου, στο γραφείο της στον Πειραιά. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων ο ενάγων απασχολήθηκε συνεχώς στην ως άνω εταιρεία έως την 30-4-2014, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως και χωρίς προειδοποίηση τη σύμβαση εργασίας του. Ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του, εργαζόμενος από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, στις οποίες δεν συμπεριλαμβανόταν μία (1) επιπλέον ώρα μη πραγματικής εργασίας που αντιστοιχούσε σε διάλειμμα ανάπαυσης, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να απομακρύνονται από το χώρο εργασίας προς αναψυχή. Ειδικότερα, αρχικά το ωράριο εργασίας του ενάγοντος ήταν από τις 08:00 έως τις 16:00, στη συνέχεια από τις 09:00 έως τις 17:00 και τέλος περίπου από τα μέσα της δεκαετίας 2000 από τις 09:00 έως τις 18:00 συμπεριλαμβανομένης της μίας (1) ώρας μη πραγματικής εργασίας που αντιστοιχούσε σε διάλειμμα ανάπαυσης, όπως προαναφέρθηκε. Οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν αρχικά στο ισόποσο σε δραχμές των 1.200 λιρών Αγγλίας, από την 1-1-2009 έως 28-2-2009 στο ποσό των 4.700 ευρώ, από την 1-3-2009 έως την 31-12-2009 στο ποσό των 5.000 ευρώ, από την 1-1-2010 έως την 15-6-2010 στο ποσό των 5.500 ευρώ, ενώ οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του (υπολογιζόμενες χωρίς την αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων) ανέρχονται από την 16-6- 2010 έως την 30-6-2011 στο ποσό των 6.580,73 ευρώ από την 1- 7-2011 έως την 31-1-2012 στο ποσό των 6.204,97 ευρώ από την 1-2-2012 έως την 31-7-2012 στο ποσό των 5.919 ευρώ, από την 1-8-2012 έως την 31-12-2012 στο ποσό των 5.873,91 ευρώ και από την 1-1-2013 έως την 30-4-2014 στο ποσό των 5.821,11 ευρώ. Ως προς τους λοιπούς δε όρους εργασίας η ένδικη σύμβαση, η οποία την 15-6-2010 καταρτίστηκε εγγράφως και την 26-2-2014 τροποποιήθηκε, εγγράφως, το άρθρο 3 αυτής (της από 15-6-2010 σύμβασης) αναφορικά με τις μικτές – ονομαστικές αποδοχές του ενάγοντος, διέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των εργαζομένων σε Διαχειρίστριες Εταιρείες Ποντοπόρων Φορτηγών Πλοίων του Α.Ν. 89/1967. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων κατείχε στη επιχείρησή της θέση διευθύνοντος υπαλλήλου κρίνεται απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι αυτός διέθετε εξαιρετικά προσόντα, ούτε ότι του είχαν ανατεθεί καθήκοντα εποπτείας του προσωπικού και γενικότερης διεύθυνσης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της με τέτοιο τρόπο, ώστε να επηρεάζει αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξή της και να διακρίνεται των άλλων υπαλλήλων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ’ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο τέταρτος λόγος της από 14-12-2015 (αρ. καταθ. 918/2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας της άτακτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, από την εναγομένη, την 30-4-2014, ο τελευταίος (ενάγων) δικαιούται αποζημίωση απόλυσης. Ο υπολογισμός της αποζημίωσης γίνεται: α) για τα πρώτα δεκαέξι (16) έτη υπηρεσίας στην εναγομένη, όπως ορίζει το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 της υποπ. ΙΑ. 12 της παραγράφου ΙΑ του ν. 4093/2012. Ειδικότερα, το ποσό της αποζημίωσης αντιστοιχεί σε τακτικές αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, με βάση τις μικτές τακτικές αποδοχές του, κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 5.821,11 ευρώ, προσαυξανόμενων κατά ποσοστό 1/6 που αντιστοιχεί στην αναλογία του ποσού των επιδομάτων εορτών και αδείας σε αυτές, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 6.791,295 [ = 5.821,11 +970,185 (= 5.821,11 : 6)] ευρώ.
Συνεπώς, το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης για τα πρώτα δεκαέξι (16) χρόνια εργασίας στην εναγομένη ανέρχεται σε 81.495,54 (= 6.791,295 ευρώ X 12 μηνιαίοι μισθοί) ευρώ, β) για τα υπόλοιπα από το δέκατο έβδομο (17°) έτος προϋπηρεσίας στην εναγομένη και εντεύθεν έτη, όπως ορίζει η παρ. 3 της υποπ. ΙΑ. 12 της παραγράφου ΙΑ του ν. 4093/2012, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 10 του άρθρου 34του ν. 4111/2013 (με έναρξη ισχύς από 19-11-2012 όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 49 του αυτού νόμου). Ειδικότερα, για τα είκοσι επτά (27) έτη προϋπηρεσίας που είχε συμπληρώσει συνολικά ο ενάγων κατά τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 (12-11-2012) ανεξάρτητα από το χρόνο απόλυσής του, το ποσό της αποζημίωσης αντιστοιχεί σε τακτικές αποδοχές έντεκα (11) μηνών, με τον περιορισμό ωστόσο ότι οι αποδοχές αυτές δεν μπορούν να υπερβούν το ποσό των 2.000 ευρώ.
Συνεπώς, το ύψος της πρόσθετης αποζημίωσης απόλυσης για την πέραν των δεκαεπτά (17) ετών προϋπηρεσία του ενάγοντος στην εναγομένη ανέρχεται σε 22.000 (= 2.000 ευρώ το ανώτατο όριο αποδοχών XII μηνιαίοι μισθοί) ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούται να λάβει ο ενάγων ανέρχεται σε 103.495,54 (= 81.495,54 + 22.000) ευρώ. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσίβλητου περί συμφωνίας του με την εναγομένη-εφεσίβλητη-εκκαλούσα για καταβολή πλήρους αποζημίωσης απόλυσης (24 μισθοί υπολογιζόμενοι με τον τελευταίο καταβαλλόμενο μισθό), χωρίς ανώτατο όριο ή οποιαδήποτε άλλη μείωση, όπως ίσχυε ο νόμος πριν την τροποποίησή του κατά τα έτη 2012-2013, δεν αποδείχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που υπολόγισε το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης στο ποσό των 103.495,54 ευρώ, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ’ αυτές πραγματικά περιστατικά και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της από 8-12-2015 (αρ. καταθ. .3/2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμο. Ωστόσο, κατά το χρόνο της απόλυσης η εναγομένη υπολόγισε την οφειλόμενη αποζημίωση στο ποσό των 52.800 ευρώ και συμφώνησε με τον ενάγοντα την τμηματική καταβολή του ποσού αυτού σε έξι (6) δόσεις, η πρώτη ποσού 8.477,98 ευρώ καταβλητέα την 30-4-2014, η δεύτερη ποσού 10.000 ευρώ καταβλητέα την 31-5-2014, η τρίτη ποσού 10.000 ευρώ καταβλητέα την 30-6-2014, η τέταρτη ποσού 10.000 ευρώ καταβλητέα την 31-7-2014, η πέμπτη ποσού 10.000 ευρώ καταβλητέα την31-8-2014 και η έκτη ποσού 4.322,02 ευρώ καταβλητέα την 30-9-2014. Ο ενάγων συνομολογεί ότι καταβλήθηκαν όλες οι δόσεις, πλην της πρώτης. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης της πρώτης δόσης που υπέβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως και επαναφέρει και στον παρόντα βαθμό. Ειδικότερα, από την κίνηση του υπ’ αρ. 5103-061042-573 λογαριασμού που τηρεί η εναγομένη στην Τράπεζα Πειραιώς, προκύπτει ότι την 2-5- 2014 πλήρωσε την υπ’ αρ. 000001601 επιταγή ποσού 10.000 ευρώ με χρέωση του ως άνω λογαριασμού της. Την ίδια ως άνω ημέρα κατατέθηκε ισότιμη επιταγή στο λογαριασμό που τηρεί ο ενάγων στην ίδια ως άνω Τράπεζα. Η επιταγή αυτή ενσωμάτωνε α) το ποσό των 8.477,98 ευρώ που αντιστοιχούσε στην πρώτη δόση της αποζημίωσης, β) το ποσό των 1.021,62 ευρώ που αντιστοιχούσε στην αποζημίωση αδείας έτους 2014 και γ) το ποσό των 500,40 ευρώ που αντιστοιχούσε στο επίδομα αδείας έτους 2014 (8.477,98 + 1.021,62 + 500,40 = 10.000 ευρώ). Ο ισχυρισμός που προέβαλε πρωτοδίκως ο ενάγων και επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της από 8-12-2015 (αρ. 923/2015) εφέσεώς του περί του ότι η ως άνω κατάθεση στο λογαριασμό του τού ως άνω ποσού των 10.000 ευρώ αφορά α) τον μισθό του μηνός Απριλίου 2014, ποσού 5.500 ευρώ, β) το δώρο Πάσχα 2014, ποσού 2.750 ευρώ και γ) το επίδομα αδείας 2014, ποσού 1750 ευρώ, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο …ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ’ αυτές πραγματικά περιστατικά και ο δεύτερος λόγος της από 8-12-2015 (αρ. καταθ. 923/2015) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Με βάση τα προαναφερόμενα, η εναγόμενη έχει καταβάλει στον ενάγοντα μέρος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης και συγκεκριμένα το ποσό των 52.800 ευρώ, γενομένης ωσαύτως εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει στον παρόντα βαθμό (η εναγομένη), ενώ εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 50.695,54 (= 103.495,54 – 52.800) ευρώ. Η εναγομένη ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει με λόγο της από 14-12-2015 (αρ. καταθ. 918/2015) εφέσεώς της ότι τον Απρίλιο του 2012 ο ενάγων υπέβαλε την παραίτησή του και ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να παραμείνει αυτός στην θέση του, επειδή η εναγομένη αδυνατούσε να βρει άλλο πρόσωπο για να τον αντικαταστήσει άμεσα [ενόψει του ότι το όνομα του είχε καταχωρηθεί επισήμως στο SMS [Σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης (Safety Management System-SMS)] και ήταν γνωστό αυτό στις Αρχές και τη Ναυλαγορά}, υπό τον όρο να συμψηφισθούν οι υπέρτεροι, πέραν των νομίμων, μισθοί που θα λάμβανε αχρεωστήτως για το διάστημα αυτό (από τον Μάιο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014), οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 68.338,42 ευρώ , με την αποζημίωση απόλυσης που του οφείλει, η οποία είναι μειωμένη, υπολογιζόμενη στο 40% της πλήρους αποζημίωσης, που οφείλεται σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη (άρθρο 8 εδ. β’ του ν. 3198/1955) και ανέρχεται στο ποσό των 40.593,48 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός περί συμψηφισμού της μειωμένης αποζημίωσης είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ, μόνο καθ’ ο μέρος αφορά τη δυνατότητα συμψηφισμού, καθόσον η αποζημίωση απόλυσης δεν αποτελεί μισθό και συνεπώς δεν απαγορεύεται ο συμψηφισμός της με ομοειδή, ληξιπρόθεσμη και νόμιμη ανταπαίτηση του εργοδότη κατά του εργαζομένου. Ωστόσο, καθ’ ο μέρος ο ισχυρισμός αυτός αφορά την καταβολή μειωμένης αποζημίωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β’ του Ν. 3198/1955, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει και από τον σκοπό θέσπισής της που είναι η διευκόλυνση μέσω της παροχής κινήτρων για την ανανέωση της αγοράς εργασίας, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται ως ήδη συνταξιούχος (πλήρους σύνταξης γήρατος) ενός ασφαλιστικού φορέα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τον ενάγοντα, ο οποίος κατά το χρόνο της πρόσληψής του από την εναγομένη ήταν ήδη συνταξιούχος του ΝΑΤ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι o ενάγων πληροί τις προϋποθέσεις λήψεως πλήρους σύνταξης γήρατος από τον ασφαλιστικό φορέα που τον έχει ασφαλίσει (από τον Ιούνιο του 2010 και εντεύθεν) η εναγομένη, ήτοι το ΙΚΑ. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επικαλεσθεί ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης το γεγονός αυτό της συνταξιοδότησης και δεν τίθεται θέμα καταβολής του 40% ή του 50% της αποζημίωσης, αλλά ο εργοδότης επί μεν απόλυσης οφείλει πλήρη την αποζημίωση, επί δε οικειοθελούς αποχώρησης δεν οφείλει αποζημίωση. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι καταρτίστηκε ειδική συμφωνία μεταξύ αυτής και του ενάγοντος να συμψηφισθεί η αξίωση του τελευταίου (ενάγοντος) για την αποζημίωση απόλυσης με την αξίωση της εναγομένης για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών προς αυτόν υπέρτερων των νομίμων αποδοχών που αφορούσαν το διάστημα από Μάιο του 2012 έως Απρίλιο του 2014. Κατόπιν τούτων και ο επικουρικά προβληθείς πρωτοδίκως και επαναφερόμενος στον παρόντα βαθμό, ισχυρισμός από την εναγόμενη ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά την αξίωση του για καταβολή αποζημίωσης, καθόσον με την προαναφερόμενη συμφωνία που συνήψε με αυτήν (εναγόμενη) της έδωσε την εντύπωση ότι δεν προτίθετο να ασκήσει το δικαίωμά του, είναι απορριπτέος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις…” Με το να δεχθεί το Εφετείο ότι η αποζημίωση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου δεν πρέπει να υπολογισθεί στο 40% της πλήρους αποζημίωσης αλλά στο σύνολο αυτής κρίνοντας ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει σ’ αυτόν το ως άνω ποσό των 50.693,54 ευρώ, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 και του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αφού ο ενάγων προσλήφθηκε ως ήδη συνταξιούχος ενός ασφαλιστικού φορέα και ειδικότερα κατά το χρόνο της πρόσληψής του από την εναγόμενη ήταν ήδη συνταξιούχος του ΝΑΤ και επομένως ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ ΑΠ 8/2013,14/2004, 2/1989 ). Ακόμη, δεν αποτελούν “πράγματα” τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΟλΑΠ 3/1997). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επικαλούμενη τα εξής; α) ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση εξοφλήσεως στηριζομένη στο ότι : ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να παραμείνει ο αναιρεσίβλητος στην θέση του (επειδή η εναγομένη αδυνατούσε να βρει άλλο πρόσωπο για να τον αντικαταστήσει άμεσα) υπό τον όρο να συμψηφισθούν οι υπέρτεροι, πέραν των νομίμων, μισθοί που θα λάμβανε αχρεωστήτως για το διάστημα αυτό (από τον Μάιο του 2012 έως τον Απρίλιο του 2014), οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 68.338,42 ευρώ , με την αποζημίωση απόλυσης που του οφείλει, η οποία είναι μειωμένη, υπολογιζόμενη στο 40% της πλήρους αποζημίωσης, που οφείλεται σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη. β) ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, κατά τα εκτιθέμενα στην αναίρεση, τον ισχυρισμό του ότι ο ενάγων εδικαιούτο μειωμένη αποζημίωση κατά το άρθρο 8 εδ.β του Ν. 3198/1955. Όπως όμως προκύπτει από τις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο α) έλαβε υπόψη την ένσταση εξοφλήσεως όπως και τον ισχυρισμό περί μειωμένης αποζημίωσης και τους απέρριψε. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου (άρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13.10.2017 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθμ. 523/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ειδικής διαδικασίας εργατικών διαφορών Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου 2018