Τα όρια του συστήματος της Ελλάδας, την επόμενη «δύσκολη» δεκαετία. Τι δείχνει το δυσοίωνο σενάριο μέσης ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ 0,8%. Ποια είναι τα περιθώρια για να δοθεί ολόκληρη η 13η σύνταξη αλλά και μεγαλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης.
Το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας, μετά από 10 χρόνια μνημονιακών περικοπών και παρεμβάσεων που οδήγησαν σε μείωση του επιπέδου των συντάξεων κατά 45% και σωρευτική απώλεια 63 δισ. ευρώ, έχει περιθώρια βελτιωτικών παρεμβάσεων. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου ΣάββαςΡομπόλης και υποψήφιος διδάκτορας Βασίλης Μπέτσης.
Οι δύο επιστήμονες προτείνουν σειρά μόνιμων παρεμβάσεων, όπως η καταβολή της 13ης σύνταξης, ολόκληρης και όχι τμηματικής αλλά και τη βελτίωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τις νέες συντάξεις, προκειμένου το σύστημα να γίνει δικαιότερο και να κλείσει την πόρτα της εισφοροδιαφυγής μέσω της ανασφάλιστης εργασίας. Και μάλιστα, τις προβάλλουν αναλογιστικά έως το 2070, διαπιστώνοντας ότι μπορούν να αποκαταστήσουν σε σημαντικό βαθμό τις συνέπειες των ασκούμενων μνημονιακών κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών της περιόδου 2010-2019, χωρίς να υπερβούν το μνημονιακό πλαφόν του 16% του ΑΕΠ των συνταξιοδοτικών δαπανών (κύριων και επικουρικών συντάξεων) το 2070.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, οι προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις θα συμβάλουν, διαμέσου της αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, των εισοδημάτων και της ζήτησης, σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 1,25% την περίοδο 2020-2030.
Σύμφωνα με τους κ. Ρομπόλη και Μπέτση, πλησιάζοντας προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, οι χώρες εντός ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διαθέτουν υψηλό επίπεδο κυβερνητικής και διοικητικής λειτουργίας, αξιολογούν τα αποτελέσματα των ασκούμενων πολιτικών κατά την περίοδο 2010-2020 και ταυτόχρονα σχεδιάζουν και προγραμματίζουν, στο πλαίσιο των μεσομακροπρόθεσμων στόχων τους, τις επιμέρους πολιτικές που θα εφαρμοσθούν κατά την περίοδο 2020-2030.
Αντιστοιχώντας την πρωτοβουλία αυτή, εξαιρετικής σημασίας για τον κάθε οικονομικό και κοινωνικό σχηματισμό, στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας, οι δύο επιστήμονες εκτιμούν ότι η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα, κατά την τρέχουσα δεκαετία, αντιμετωπίστηκε από τους δανειστές λανθασμένα και δογματικά ως δημοσιονομικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, της λιτότητας και των μνημονίων (2009-2018), οι συνταξιούχοι να υποστούν μείωση του επιπέδου των συντάξεών τους κατά 45% (σωρευτική απώλεια 63 δισ. ευρώ).
Επιπλέον, υποστηρίζουν πως οι δανειστές επέμεναν λανθασμένα στην επιβολή νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, επιβάλλοντας νομοθετικές παρεμβάσεις αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μετατροπής της επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς λογαριασμούς νοητής κεφαλαιοποίησης, μεταφέροντας τον κίνδυνο του γήρατος από το κράτος στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.
Σημειώνουν, μάλιστα, μιλώντας στο Euro2day.gr, ότι επέβαλαν σημαντική μείωση των συντελεστών αναπλήρωσης στην κύρια σύνταξη αλλά και τον αυτόματο κόφτη των συντάξεων, ο οποίος καθορίζει ότι η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη δεν πρέπει να υπερβεί την περίοδο 2018-2070 το 16% του ΑΕΠ. «Ο κεντρικός στόχος των δανειστών ήταν ο περιορισμός της κρατικής χρηματοδότησης για συντάξεις από το 10% του ΑΕΠ, που ήταν το 2016, στο 5% κατά μέσο όρο την περίοδο 2018-2070», σημειώνουν οι δύο ειδικοί και εκτιμούν πως οι πολιτικές αυτές, διεισδύοντας στον μελλοντικό χρόνο, θα επιφέρουν και κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας 2020-2030, περαιτέρω μειώσεις των συντάξεων, διεύρυνση των οικονομικών-κοινωνικών ανισοτήτων και αύξηση του επιπέδου φτωχοποίησης του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τους κ. Ρομπόλη και Μπέτση, κατά την επόμενη 10ετία, απαιτείται η αποκατάσταση των λανθασμένων επιλογών των δανειστών καθώς και η διατήρηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα της Κοινωνικής Ασφάλισης (Διανεμητικό Σύστημα Καθορισμένων Παροχών).
Οι δύο επιστήμονες επέλεξαν 4 σημαντικές παρεμβάσεις, τις οποίες μετρούν αναλογιστικά, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν διασώζεται η μακροχρόνια βιωσιμότητα με ταυτόχρονη διεύρυνση των συνθηκών κοινωνικής αποτελεσματικότητας του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Οι παρεμβάσεις αυτές είναι:
α) μη εφαρμογή της μείωση του 18% της προσωπικής διαφοράς, μέτρο το οποίο έχει ήδη εφαρμοστεί,
β) αποκατάσταση των συντάξεων χηρείας,
γ) επαναφορά της 13ης σύνταξης στο σύνολό της, και
δ) αύξηση όλων των ποσοστών αναπλήρωσης του Ν. 4387/2016 κατά 20%. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης κατά 20%, θα ενισχύσει, μεταξύ των άλλων, το επίπεδο των συντάξεων και την αναλογικότητα εισφορών-παροχών των νέων συνταξιούχων μετά τις 13/5/2016 καθώς και θα συμβάλει, στον βαθμό που την αφορά, στον περιορισμό της εισφοροδιαφυγής, γεγονός που δεν θα επιτευχθεί σε μία ενδεχόμενη για παράδειγμα αύξηση της εθνικής σύνταξης.
Στον πίνακα που ακολουθεί, παρουσιάζονται συγκριτικά τα αποτελέσματα πριν την εφαρμογή των προτεινόμενων απαιτούμενων παρεμβάσεων, όπως παρουσιάζονταν από τις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και μετά την εφαρμογή των προτεινόμενων απαιτούμενων παρεμβάσεων.
Σημειώνεται ότι η εξέταση της μακροχρόνιας χρηματοοικονομικής ισορροπίας και βιωσιμότητας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης εφαρμόζοντας τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις εξετάστηκε για δύο σενάρια: Το πρώτο σενάριο, αναφέρεται σε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (0,8%) του ΑΕΠ, για την περίοδο 2020-2070, όσο δηλαδή θεωρούν και οι δανειστές στις μελέτες τους. Το δεύτερο σενάριο, αναφέρεται σε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (1,5%) του ΑΕΠ, όσο δηλαδή λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον μέσο όρο των χωρών ΕΕ-27 την περίοδο 2020-2070.
Από τον Πίνακα παρατηρούμε ότι στις μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (πριν τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις), η συνταξιοδοτική δαπάνη θα είναι το 2020 13,4% του ΑΕΠ, το 2030 12% του ΑΕΠ και το 2070 εκτιμάται ότι θα είναι 10,6% του ΑΕΠ (μέσος όρος των ΕΕ-27 11,5% του ΑΕΠ), με ανώτερο όριο συνταξιοδοτικών δαπανών το 16% του ΑΕΠ. Ενώ, με τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις και μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 0,8%, η συνταξιοδοτική δαπάνη θα διαμορφωθεί το 2020 στο 14,8% του ΑΕΠ, το 2030 στο 16% του ΑΕΠ και το 2070 θα διαμορφωθεί στο 12,2% του ΑΕΠ, μόλις 0,7% πάνω από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27 και σχεδόν 4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το ανώτερο όριο του 16% του ΑΕΠ.
Αντίστοιχα, στο δεύτερο σενάριο που εξετάστηκε η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 14,8% του ΑΕΠ το 2020, στο 15,3% του ΑΕΠ το 2030 και στο 9,1% του ΑΕΠ το 2070, δηλαδή 1,5 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, χωρίς τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις αλλά με πολύ απαισιόδοξο μέσο μακροχρόνιο ρυθμό (0,8%) ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Ακόμα και την περίοδο 2020-2030 παρατηρούμε ότι ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες προς ΑΕΠ παραμένει κάτω από το ανώτερο όριο του 16% του ΑΕΠ που έχουν επιβάλει οι δανειστές κατά την περίοδο των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών. Επίσης, από την αναλογιστική μας μελέτη προκύπτει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα καταβάλει, με τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις, 6% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2020-2030 και 6,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2020-2070. Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν τις προτεινόμενες απαιτούμενες παρεμβάσεις υπολόγιζε στις μελέτες της ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα κατέβαλλε για συντάξεις το 5,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2030 και 5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2070.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Σάββα Ρομπόλη και τον υποψήφιο διδάκτορα Βασίλη Μπέτση, από την οικονομική, δημοσιονομική, κοινωνικο-ασφαλιστική και αναλογιστική επεξεργασία και ανάλυση, προκύπτει ότι η προτεινόμενη και απαιτούμενη πολιτική συντάξεων κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2030, αποκαθιστά σε σημαντικό βαθμό τις συνέπειες των ασκούμενων μνημονιακών κοινωνικο-ασφαλιστικών πολιτικών της περιόδου 2010-2019, χωρίς να υπερβαίνει ακόμη και το μνημονιακό πλαφόν του 16% του ΑΕΠ των συνταξιοδοτικών δαπανών (κύριων και επικουρικών συντάξεων) το 2070. Επιπλέον, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, οι παρεμβάσεις θα συμβάλουν σε ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,25% την περίοδο 2020-2030.