Ασφαλιστικό: Τι ισχύει στην Ελλάδα, πώς λειτουργούν οι άλλες χωρες
Οι παθογένειες του συστήµατος, η ευρωπαϊκή εµπειρία και τα µοντέλα
Στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης µπαίνει για άλλη µια φορά το ασφαλιστικό σύστηµα της χώρας. Ο πλέον ευαίσθητος και πολυπαραγοντικός µηχανισµός, που αγγίζει 2,6 εκατοµµύρια συνταξιούχους και 3,5 εκατοµµύρια εργαζόµενους, επιστρέφει στη δηµόσια σφαίρα τρία χρόνια µετά τη µεταρρύθµιση του 2016. Αυτήν τη φορά ο… πόλεµος επικεντρώνεται µεταξύ των αναδιανεµητικών και κεφαλαιοποιητικών µοντέλων, ενώ η µητέρα των µαχών αναµένεται να δοθεί για ένα µεικτό σύστηµα µε αναβαθµισµένο τον ρόλο του ιδιωτικού τοµέα στον δεύτερο πυλώνα.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόµενο, οι «σοφοί» του Ασφαλιστικού ακονίζουν τα επιχειρήµατά τους. Από τη µια πλευρά, οι υπέρµαχοι των αναδιανεµητικών συστηµάτων και της δηµόσιας υποχρεωτικής επικουρικής ασφάλισης κατακεραυνώνουν τη µετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό µοντέλο µε εµπλοκή του ιδιωτικού τοµέα, υποστηρίζοντας πως απαιτείται µεγάλο κόστος µετάβασης µε το οποίο κάποιος θα πρέπει στο τέλος να επιβαρυνθεί. Η ίδια πλευρά κάνει λόγο για «σύγχυση της κοινωνικής ασφάλισης µε την αποταµίευση» και υπενθυµίζει τα φαινόµενα κατάρρευσης της οικονοµικής κρίσης του 2008, επισηµαίνοντας πως τα κεφαλαιοποιητικά συστήµατα, ιδίως στο µεικτό µοντέλο εµπλοκής και του ιδιωτικού τοµέα, ενέχουν υψηλό επίπεδο ρίσκου για τους ασφαλισµένους που φέρουν τον κίνδυνο αξιοποίησης του κεφαλαίου των εισφορών τους, όπως επίσης και για τον κρατικό προϋπολογισµό.
Οι περισσότερες χώρες
Στην αντίπερα όχθη, οι υπέρµαχοι των κεφαλαιοποιητικών συστηµάτων δείχνουν την πλειονότητα, όπως λένε, των χωρών του ανεπτυγµένου κόσµου όπου λειτουργούν τέτοια συστήµατα συµπληρωµατικά στα διανεµητικά, µε κυρίαρχο στόχο να επιµερίζεται ο κίνδυνος µεταξύ του δηµόσιου και του ιδιωτικού τοµέα. Οι χώρες που έχουν κάνει τέτοιες µεταρρυθµίσεις, υποστηρίζει η ίδια πλευρά, κατοχύρωσαν τη βιωσιµότητα των εθνικών συστηµάτων συντάξεων και διασφάλισαν ότι το ασφαλιστικό δεν θα υπονοµεύει την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και το δηµόσιο χρέος.
Αντίθετα στην Ελλάδα, συνεχίζει η ίδια «σχολή», οι κίνδυνοι επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισµό, µε αποτέλεσµα την κατάρρευση του κρατικού συστήµατος, γεγονός που συνέβαλε στην πτώχευση της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, η εξίσωση δεν ήταν και δεν είναι εύκολη, καθώς ο γρίφος του ασφαλιστικού που ταλανίζει την Ευρώπη είναι πολυπαραγοντικός. Βασικά επίδικα είναι η επάρκεια των παροχών και η βιωσιµότητα των συστηµάτων, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη βαίνει διαρκώς µειούµενη ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη.
Η συνταξιοδοτική δαπάνη βαίνει διαρκώς µειούµενη ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη
Στο σύστηµα που εφαρµόζεται η κύρια παροχή χτίζεται από την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, αλλά και από το ανταποδοτικό τµήµα που εξαρτάται από τις εισφορές και τον ασφαλιστικό βίο του εργαζόµενου. Το σύστηµα αποδίδει 15,87% αναπλήρωση στην ανταποδοτική για 20 έτη ασφάλισης, 26,37% για 30 έτη, ενώ φτάνει στο 46,80% για 42 έτη ασφάλισης.
Ειδικοί έχουν κατά καιρούς επισηµάνει την υποανταποδοτικότητα των µεσαίων και ανώτερων συντάξεων, αλλά και τη σηµαντική ανταποδοτικότητα στις χαµηλές συντάξεις. Στην επικουρική εφαρµόζεται σύστηµα νοητής κεφαλαιοποίησης και η αναπλήρωση κυµαίνεται στο 0,45% ετησίως. Το ποσό διαµορφώνεται µε βάση τα δηµογραφικά δεδοµένα (πίνακες θνησιµότητας) και ένα «πλασµατικό ποσοστό επιστροφής» που εφαρµόζεται στις καταβληθείσες εισφορές. Η ασφάλιση στο ΕΤΕΑΕΠ είναι υποχρεωτική για τους µισθωτούς, αλλά και για όσους µη µισθωτούς είχαν υποχρέωση. Η µέση κύρια σύνταξη κυµαίνεται στα 724 ευρώ και η µέση επικουρική στα 172 ευρώ (συνολικά 896 ευρώ). Το 2070 υπολογίζεται πως τα αντίστοιχα ποσά διαµορφώνονται σε σταθερές τιµές (σε σηµερινές συγκρίσιµες τιµές): σε 895 ευρώ για την κύρια και 272 για την επικουρική (συνολικά 1.167 ευρώ).
Οσον αφορά στο ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήµατος κατά τη συνταξιοδότηση, αυτό θα κυµαίνεται στο 66,5% το 2020 – αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο (46,3%) µε προοπτική να φτάσει το 2070 στο 53,7%, ποσοστό που εκτιµάται πως θα είναι τότε το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ µετά το Λουξεµβούργο και την Πολωνία (38,1% ο µ.ο. της ΕΕ το 2070). Ταυτόχρονα, η συνταξιοδοτική δαπάνη µειώνεται σταδιακά, ώστε να φτάσει στο 10,6% του ΑΕΠ το 2070, δηλαδή κάτω από τον µέσο όρο της ΕΕ.
«Αγκάθι» το δηµογραφικό
Βασικό πρόβληµα παραµένει το δηµογραφικό, καθώς, σύµφωνα µε τις αντίστοιχες προβολές (γήρανση και υπογεννητικότητα), διαφαίνεται µείωση του πληθυσµού κατά 3,09 εκατ. άτοµα έως το 2070 (από 10,75 εκατ. άτοµα το 2016 σε 7,66 εκατ. άτοµα το 2070). Η δηµογραφική γήρανση είναι, άλλωστε, βασικό επιχείρηµα για τους υπέρµαχους των κεφαλαιοποιητικών συστηµάτων. Οι σηµερινές ρήτρες ασφαλείας, πάντως, προβλέπουν ανά τριετία αναλογιστικές µελέτες που επικυρώνονται από την ΕΕ για «διόρθωση», εφόσον χρειάζεται, της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Πρόσφατες εκθέσεις της ΕΕ, ωστόσο, αποφαίνονται ότι η Ελλάδα αντιµετωπίζει µε τη µεταρρύθµιση του 2016 τις επιπτώσεις της γήρανσης, εξασφαλίζει τη βιωσιµότητα του συστήµατος και την επάρκεια των συντάξεων