Δικαστήριο ΕΕ: Ασύμβατη η προηγούμενη η ελληνική νομοθεσία για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις προς το δίκαιο της ΕΕ
Ασύμβατη με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε το Δικαστήριο της ΕΕ την προϊσχύσασα ελληνική νομοθεσία για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Απόφαση C-729/17, Επιτροπή κατά Ελλάδας).
Ιστορικό υπόθεσης
Κατόπιν καταγγελίας περί ασυμβατότητας της ελληνικής νομοθεσίας για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις προς τις οδηγίες 2005/36, 2006/123 και 2008/52, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευση των διαμεσολαβητών στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, το αντικείμενο της υπόθεσης αφορά το αν συμβιβάζονται με το δίκαιο της ΕΕ τόσο ο ελληνικός νόμος 3898/2010 όσο και το πδ 123/2001, λόγω α) του περιορισμού της νομικής μορφής των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρείες, που πρέπει να αποτελούνται από έναν τουλάχιστον δικηγορικό σύλλογο και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο στην Ελλάδα και β) της υποβολής της διαδικασίας αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων των διαμεσολαβητών σε πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών, σε αντισταθμιστικά μέτρα χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών και της υποχρέωσης να διαθέτουν οι αιτούντες εμπειρία 3 τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης.
Κατά την Επιτροπή, οι περιορισμοί αυτοί καλύπτουν τόσο τους φορείς που επιθυμούν να εγκατασταθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα όσο και αυτούς που επιθυμούν τη δευτερεύουσα εγκατάστασή τους υπό μορφή θυγατρικής.
Δεν επιτρέπεται σε κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο εκτός από τους δικηγορικούς συλλόγους και τα επιμελητήρια να ιδρύσει φορέα κατάρτισης για την εκπαίδευση διαμεσολαβητών που να μπορούν, βάσει της εκπαίδευσης αυτής, να συμμετέχουν στην εξέταση για την πιστοποίηση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή στην Ελλάδα εάν δεν συμβληθεί με δικηγορικό σύλλογο και επιμελητήριο της χώρας.
Επίσης, αποκλείεται ουσιαστικά κάθε φορέας του οποίου η τρέχουσα νομική μορφή δεν είναι μη κερδοσκοπική από τη δυνατότητα να προσφέρει έναντι καταβολής διδάκτρων, την εκπαίδευση υποψηφίων διαμεσολαβητών.
Τέλος, κάθε φορέας κατάρτισης προέλευσης άλλου κράτους μέλους που ενδιαφέρεται να προσφέρει την εν λόγω υπηρεσία έναντι καταβολής διδάκτρων από τους σπουδαστές που εγγράφονται σε προγράμματα κατάρτισης διαμεσολαβητή αποκλείεται ουσιαστικά από το να εισέλθει στην ελληνική αγορά και να δημιουργήσει δευτερεύουσα εγκατάσταση υπό μορφή θυγατρικής, εάν η τρέχουσα νομική μορφή του δεν είναι μη κερδοσκοπική και η επιλογή του για θυγατρική δεν περιορίζεται σε μη κερδοσκοπικές οντότητες.
Η Ελλάδα αμφισβήτησε τις προσαπτόμενες παραβάσεις. Αφενός, υποστήριξε ότι η διαμεσολάβηση συνιστά δραστηριότητα που συνδέεται με την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, ειδικότερα με την απονομή της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης του άρθρου 51 ΣΛΕΕ, και ότι βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2008/52 μπορεί να γίνει δεκτό ότι το γενικό συμφέρον είναι δυνατό να δικαιολογήσει την επιβολή μέτρων που περιορίζουν την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
Αφετέρου, η Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι οι διαμεσολαβητές που απέκτησαν επαγγελματικά προσόντα σε άλλο κράτος μέλος δεν στερούνται τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος αυτού, δεδομένου ότι οι επίμαχες διατάξεις επιτρέπουν την αναγνώριση της επάρκειάς τους βάσει εγγράφων σχετικών με τη συνεχή επιμόρφωσή τους, αντί της εφαρμογής του κριτηρίου της προαναφερθείσας εμπειρίας.
Διαφωνώντας με την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.
Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ
Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο αποφαίνεται ως εξής:
Η Eλλάδα, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες τις οποίες πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2006/123 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.
Η Eλλάδα, επιβάλλοντας τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων σε προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με το περιεχόμενο των απαιτούμενων πιστοποιητικών και επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της ύπαρξης πιθανών ουσιωδών διαφορών με την εθνική εκπαίδευση, και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον υποχρεώνουν τους αιτούντες διαπίστευση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης, κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 2005/36 σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.