Ο αποκλεισμός από τη χορήγηση της εν λόγω προσαύξησης είναι αντίθετος στο δίκαιο της ΕΕ, εφόσον η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου προϋπηρεσίας αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση
Με τη δημοσιευθείσα στις 20-06-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι κατά τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου (η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ), οι καθηγητές συμβασιούχοι υπάλληλοι δημοσίου δικαίου δικαιούνται την ίδια μισθολογική προσαύξηση λόγω βαθμού με τους έχοντες την ίδια προϋπηρεσία καθηγητές δημοσίους υπαλλήλους εφόσον η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου προϋπηρεσίας αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση για τη χορήγηση της προσαύξησης αυτής.
Ειδικότερα, το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η επίμαχη προσαύξηση χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους απλώς και μόνο λόγω της συμπληρώσεως του απαιτούμενου χρόνου προϋπηρεσίας και δεν επηρεάζει τη θέση τους στο σύστημα εξέλιξης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Εξ αυτού του λόγου, δεν υφίσταται εν προκειμένω «αντικειμενικός λόγος» ικανός να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των συμβασιούχων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου που έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο προϋπηρεσίας από το ωφέλημα της επίμαχης μισθολογικής προσαύξησης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Tο 2007, το Departamento de Educación del Gobierno de Navarra (Υπουργείο Παιδείας της Κυβερνήσεως της Αυτόνομης Κοινότητας της Ναβάρας, Ισπανία) προσέλαβε τον Daniel Ustariz Aróstegui ως καθηγητή στο πλαίσιο συμβάσεως δημοσίου δικαίου ορισμένου χρόνου. Έκτοτε αυτός ασκεί τα καθήκοντά του σε διάφορα σχολεία.
Tο 2016, ο D. Ustariz Aróstegui ζήτησε από το Υπουργείο να του χορηγήσει τη μισθολογική προσαύξηση λόγω βαθμού την οποία λαμβάνουν οι καθηγητές δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν την ίδια με αυτόν προϋπηρεσία. Κατόπιν απορρίψεως του αιτήματός του, προσέφυγε ενώπιον του Juzgado Contencioso-Administrativo n.º 1 de Pamplona (διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 1 Παμπλόνας, Ισπανία).
Το διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 1 Παμπλόνας επισημαίνει ότι το νυν ισχύον νομικό καθεστώς της Ναβάρας προβλέπει, ως μοναδική αντικειμενική προϋπόθεση για την καταβολή της μισθολογικής προσαύξησης λόγω βαθμού, την αρχαιότητα έξι ετών και επτά μηνών στον αμέσως χαμηλότερο βαθμό, με αποτέλεσμα η βαθμολογική εξέλιξη να πραγματοποιείται αυτομάτως με την πάροδο του χρόνου. Διευκρινίζει επίσης ότι η εθνική νομοθεσία, δεδομένου ότι αντιλαμβάνεται τον βαθμό ως μηχανισμό εξέλιξης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ο οποίος προσιδιάζει στους δημοσίους υπαλλήλους, αντιμετωπίζει τη μισθολογική προσαύξηση λόγω βαθμού ως προσωπικές αποδοχές σύμφυτες προς την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, με αποτέλεσμα η ιδιότητα αυτή να συνιστά υποκειμενική προϋπόθεση για τη χορήγηση της εν λόγω προσαύξησης.
Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου απαγορεύει την αντιμετώπιση, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, των εργαζομένων ορισμένου χρόνου δυσμενώς σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου που τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση, μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
Το διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 1 Παμπλόνας, διερωτώμενο κατά πόσον η φύση και ο σκοπός της μισθολογικής προσαύξησης λόγω βαθμού δύνανται να αποτελέσουν αντικειμενικό λόγο ο οποίος δικαιολογεί τη δυσμενή μεταχείριση των συμβασιούχων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου, αποφάσισε να υποβάλει το ερώτημα στο Δικαστήριο.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η συμφωνία-πλαίσιο αντιτίθεται στη χορήγηση, από εθνική νομοθεσία, μισθολογικής προσαύξησης στους εκπαιδευτικούς που απασχολούνται ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, κατ’ αποκλεισμό των εκπαιδευτικών που απασχολούνται ως συμβασιούχοι υπάλληλοι δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον η συμπλήρωση ορισμένου χρόνου προϋπηρεσίας αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεση για τη χορήγηση της προσαύξησης αυτής.
Κατά το Δικαστήριο, η χορήγηση της μισθολογικής προσαύξησης λόγω βαθμού πρέπει να θεωρείται «όρος απασχόλησης» κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου, διότι η μόνη αντικειμενική προϋπόθεση για τη χορήγηση αυτή είναι η συμπλήρωση προϋπηρεσίας έξι ετών και επτά μηνών.
Το Δικαστήριο εξετάζει εν συνεχεία εάν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επίμαχοι συμβασιούχοι υπάλληλοι δημοσίου δικαίου τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση. Ενώ υπογραμμίζει ότι εναπόκειται στο διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 1 Παμπλόνας, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν αυτό συμβαίνει, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ουδεμία διαφορά υφίσταται μεταξύ των καθηκόντων, των εργασιών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται από καθηγητή δημόσιο υπάλληλο και των καθηκόντων, των εργασιών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται από καθηγητή συμβασιούχο υπάλληλο δημοσίου δικαίου. Πρέπει συνεπώς να γίνει καταρχήν δεκτό ότι η κατάσταση εργαζομένου ορισμένου χρόνου όπως ο D. Ustariz Aróstegui είναι συγκρίσιμη προς εκείνη ενός υπηρετούντος στο Υπουργείο εργαζομένου αορίστου χρόνου. Το Δικαστήριο διαπιστώνει δε ότι υφίσταται διαφορετική μεταχείριση εργαζομένων τελούντων σε συγκρίσιμη κατάσταση. Ελέγχει επομένως εάν υφίσταται «αντικειμενικός λόγος» ικανός να δικαιολογήσει μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αναφορά απλώς στον προσωρινό χαρακτήρα της απασχολήσεως των συμβασιούχων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου δεν δύναται να αποτελέσει αφεαυτής «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της συμφωνίας-πλαισίου. Ο αποκλεισμός των συμβασιούχων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου από το ωφέλημα της μισθολογικής προσαύξησης λόγω βαθμού μπορεί επομένως να δικαιολογείται μόνον εφόσον τα εγγενή χαρακτηριστικά της ιδιότητας των δημοσίων υπαλλήλων έχουν πράγματι καθοριστική σημασία για τη χορήγηση του ωφελήματος αυτού. Το Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι η χορήγηση της επίμαχης προσαύξησης φαίνεται ότι δεν συνδέεται με τη βαθμολογική εξέλιξη του οικείου δημοσίου υπαλλήλου αλλά με την αρχαιότητα. Ειδικότερα, η εφαρμοστέα νομοθεσία απλώς απονέμει το δικαίωμα στην εν λόγω προσαύξηση κατόπιν ορισμένου χρόνου προϋπηρεσίας, εξαλείφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε διαφορά σε σχέση με ένα απλό επίδομα αρχαιότητας. Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη επαληθεύσεως από το διοικητικό πρωτοδικείο αριθ. 1 Παμπλόνας, η επίμαχη προσαύξηση χορηγείται στους δημοσίους υπαλλήλους απλώς και μόνο λόγω της συμπληρώσεως του απαιτούμενου χρόνου προϋπηρεσίας και δεν επηρεάζει τη θέση τους στο σύστημα εξέλιξης της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Το Δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω «αντικειμενικός λόγος» ικανός να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό των συμβασιούχων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου που έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο προϋπηρεσίας από το ωφέλημα της επίμαχης μισθολογικής προσαύξησης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA