Δεν έδινε υπερωρίες στη Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός
Οι υπερωρίες που ζητούσε να της καταβληθούν η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός στην οικία της Γενικής Προξένου της χώρας μας στη Γενεύη εξακολουθούν να «ταλανίζουν» το ελληνικό Δημόσιο.
Αιτία, αυτή τη φορά, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που δικαιώνει την κ. Αικατερίνη Λούπα, πρώην Γενική πρόξενο στη Γενεύη, την περίοδο 2001-2005, για την πειθαρχική καταδίκη της σε εξάμηνη αναστολή καθηκόντων και παράλληλη στέρηση αποδοχών για μη καταβολή των υπερωριών στη Φιλιππινέζα που εργαζόταν στην οικία της.
Οι εργατικές διεκδικήσεις άνοιξαν τον «ασκό του Αιόλου»
Όλα ξεκίνησαν, το Δεκέμβριο του 2005 όταν η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός που εργαζόταν από τον Οκτώβριο του 2001, εγκατέλειψε την προξενική κατοικία και ζήτησε να τηςκαταβληθούν υπερωρίες, διαφορές αποδοχών, κ.λπ., ενώ παράλληλα κατέθεσε μήνυση για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών σε βάρος της πρέσβεως, αλλά προσέφυγε και στο Εργατοδικείο της Γενεύης για παραβιάσεις της ελβετικής εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Όταν οι ελβετικές αρχές κοινοποίησαν την αγωγή της Φιλιππινέζας, τότε το Υπουργείο Εξωτερικών πληροφορήθηκε το γεγονός και διετάχθη Ένορκη Διοικητική Εξέταση.
Τον Αύγουστο του 2007 το Εργατοδικείο της Γενεύης με αμετάκλητη απόφασή του υποχρέωσε το ελληνικό δημόσιο και την πρέσβη να καταβάλλουν στη Φιλιππινέζα το ποσό των 181.845 ελβετικών φράγκων συν τους νόμιμους τόκους (5%) για διαφορές αποδοχών, υπερωρίες και απασχόληση κατά τις αργίες (Κυριακές, εορτές, κ.λπ.).
Η πειθαρχική «περιπέτεια» της Προξένου
Η πρέσβης παραπέμφθηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο του Υπουργείου Εξωτερικών με την κατηγορία ότι οι πράξεις της και οι παραλείψεις της συνιστούν τα πειθαρχικά παραπτώματα της παράβασης καθήκοντος, της αμέλειας περί την εκτέλεση των καθηκόντων της και της ασυμβίβαστης «με την αξιοπρεπή εκπροσώπηση της χώρας συμπεριφορά».
Την απήλλαξε από κάθε πειθαρχική κατηγορία
Στη συνέχεια ο κ. τότε Γενικός Επιθεωρητής Δημ. Διοίκησης Λ. Ρακιντζής ζήτησε από το ΣτΕ να ακυρωθεί η απαλλακτική απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου και να επιβληθεί η ποινή της οριστικής απόλυσης.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η πρέσβης υπέπεσε στα πειθαρχικά παραπτώματα και παραλείψεις που της αποδίδονται, αλλά αναφέρει ότι με τα εν αγνοία του Υπουργείου Εξωτερικών διαβήματά της προέβη σε ενέργειες για «την πρόσληψη ιδιωτικής οικιακής βοηθού».
Ακόμη αναφέρεται στη δικαστική απόφαση ότι οι ενέργειες της πρέσβεως είχαν ως αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να βρεθεί «εκτεθειμένο έναντι του αλλοδαπού κράτους κατηγορούμενο για παραβίαση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας».
Η προσφυγή
Η κ. Λούπα ωστόσο, επικαλούμενη το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα ακρόασης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, διαμαρτυρόμενη για μη δίκαιη δίκη καθώς το ΣτΕ δεν είχε λάβει υπόψη, όπως ανέφερε, ορισμένα αποφασιστικά επίσημα έγγραφα, αλλά στηρίχθηκε κυρίως σε ορισμένες δηλώσεις του εισηγητή στην υπόθεση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του Υπουργείου Εξωτερικών.
Η δικαίωση
Σύμφωνα με την απόφαση πάντως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που επιδίκασε συνολικά 3.488 ευρώ για ηθική βλάβη της κ. Λούπα αλλά και για τα δικαστικά της έξοδα, οι παλινωδίες αλλά και οι αντιφατικοί ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από το Υπουργείο Εξωτερικών για την υπόθεση αυτή, στα ελβετικά αλλά και στα ελληνικά δικαστήρια, είχαν ως αποτέλεσμα να μην αξιολογηθεί τελικά το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων από το Συμβούλιο της Επικρατείας που επέβαλε στην κ. Λούπα την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης 6 μηνών, με πλήρη στέρηση των αποδοχών της.
Τι καταλογίζει η απόφαση του ΕΔΔΑ στο ελληνικό κράτος
Το ΕΔΔΑ, επισήμανε καταρχάς ότι ενώπιον του Εργατικού Δικαστηρίου της Γενεύης, η Ελλάδα είχε προσκομίσει διάφορα επίσημα έγγραφα για να αποδείξει ότι η Φιλιππινέζα δεν ήταν οικιακή βοηθός της Προξένου αλλά υπάλληλος του ελληνικού κράτους, έτσι ώστε να θεμελιώσει ετεροδικία.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ καταλήγει:
«Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε αντίφαση μεταξύ των ισχυρισμών του εναγομένου κράτους στα ελβετικά δικαστήρια και των όσων κρίθηκαν στην εγχώρια διαδικασία. Στα ελβετικά δικαστήρια, το κράτος επικαλέστηκε την ασυλία του από τη δικαιοδοσία τους και ισχυρίστηκε ότι η Ν.Π. ήταν υπάλληλος του προξενείου και όχι προσωπικός υπάλληλος της προσφεύγουσας.
Από την άλλη πλευρά, στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας, το κράτος, με την αίτηση ακύρωσης που άσκησε ο Γενικός Επιθεωρητής της Διοίκησης κατά της απαλλακτικής πειθαρχικής απόφασης, ανέτρεψε την θέση που υπερασπίστηκε προηγουμένως κατά την οποία η Φιλιππινέζα δεν ήταν προσωπική υπάλληλος της Προξένου, αλλά ήταν του Κράτους.
Ενόψει της ανατροπής της θέσης του κράτους, η απόφαση του ΣτΕ να μην λάβει υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν την αρχική θέση της υπεράσπισης του Ελληνικού Κράτους στην Ελβετία, τα οποία ήταν απαραίτητα για την επίλυση της διαφοράς, οδήγησε το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1).»