Mεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως και διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων
Δημοσιεύθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-664/17, Ελληνικά Ναυπηγεία AE κατά Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου κ.λπ., αναφορικά με τη μεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως και διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η αίτηση του Αρείου Πάγου αφορά τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων βάσει της οδηγίας 2001/23.
Υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου και άλλων 89 εργαζομένων και της ανώνυμης εταιρίας Ελληνικά Ναυπηγεία AE, με αντικείμενο την εκτέλεση των συμβάσεων εργασίας.
Οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί με ατομικές συμβάσεις αορίστου χρόνου από την ΕΝΑΕ και προσέφεραν εξαρτημένη εργασία στις εγκαταστάσεις της στην περιοχή Σκαραμαγκά του Δήμου Χαϊδαρίου Αττικής. Το 1985 η ΕΝΑΕ κατέστη επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το 2002 ιδιωτικοποιήθηκε και μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2008 υπήρχε απαγόρευση μειώσεως του προσωπικού της κάτω από ένα ορισμένο όριο.
Κατά την ιδιωτικοποίησή της, η ΕΝΑΕ είχε τέσσερις δραστηριότητες (και συγκεκριμένα την επισκευή πλοίων, τη ναυπήγηση πολεμικών και εμπορικών πλοίων, τη ναυπήγηση και επισκευή υποβρυχίων και την κατασκευή και επισκευή σιδηροδρομικών οχημάτων), οργανωμένες σε αντίστοιχες διευθύνσεις. Η οργανωτική δομή της ΕΝΑΕ περιλάμβανε και τέσσερα παραγωγικά «τμήματα» (το ελασματουργείο, το σωληνουργείο, το ξυλουργείο και το μηχανουργείο).
Η ΕΝΑΕ, λίγο καιρό μετά την ιδιωτικοποίησή της, ίδρυσε μια θυγατρική, την Εταιρεία Τροχαίου Υλικού Ελλάδος ΑΕ (ΕΤΥΕ), προκειμένου να μεταβιβασθούν σ’ αυτήν οι σε εξέλιξη προγραμματικές συμφωνίες μεταξύ, αφενός, κοινοπραξιών στις οποίες μετείχε η ΕΝΑΕ και, αφετέρου, του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και των Ηλεκτρικών Σιδηροδρόμων Αθηνών Πειραιώς (ΗΣΑΠ), οι οποίες αφορούσαν την εκ μέρους των κοινοπραξιών κατασκευή και παράδοση σιδηροδρομικών οχημάτων. Η ΕΤΥΕ υπέγραψε με την ΕΝΑΕ και άλλες συμβάσεις με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον δανεισμό προσωπικού της ETYE στην ΕΝΑΕ, την ανάθεση εκ μέρους της ΕΝΑΕ στην ETYE εκκρεμών εργασιών καθώς και την παροχή από την ΕΝΑΕ στην ΕΤΥΕ υπηρεσιών διοικητικής υποστηρίξεως. Εξ αρχής, η εταιρική πορεία της ΕΤΥΕ ήταν προκαθορισμένη και οδηγούσε στη λύση της.
Το 2007, ο γερμανικός όμιλος ΙΝΤΕΙ Industriebeteiligungsgesellschaft mbH (ΙΝΤΕΙ) και Industriegesellschaft Waggonbau Ammendorf mbH (ΙGWA) απέκτησε την κυριότητα των μετοχών της ETYE. Το 2010, η ETYE κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως.
Οι εργαζόμενοι άσκησαν το 2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι εξακολουθούσαν να συνδέονται με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την ΕΝΑΕ και ότι η ΕΝΑΕ όφειλε να τους καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές. Η αγωγή έγινε δεκτή και στη συνέχεια η ΕΝΑΕ άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, καθώς έκρινε ότι η ETYE ουδέποτε συνιστούσε αυθύπαρκτη οργανική ενότητα (δεν συνιστούσε αυτόνομη παραγωγική μονάδα, μίσθωνε από την ΕΝΑΕ τις υπηρεσίες για τη διοικητική της υποστήριξη και δεν διέθετε οικονομική αυτοτέλεια).
Με τα δύο προδικαστικά του ερωτήματα, ο Άρειος Πάγος ρωτά το Δικαστήριο, αν, σύμφωνα με την οδηγία 2001/23, ο όρος «μεταβίβαση επιχειρήσεως» καλύπτει περίπτωση κατά την οποία μητρική εταιρία, με τρεις οικονομικές δραστηριότητες στον ναυπηγικό τομέα και μία τέταρτη στον τομέα της κατασκευής τροχαίου σιδηροδρομικού υλικού, μεταβίβασε την εκμετάλλευση της τελευταίας δραστηριότητας σε θυγατρική και για τον σκοπό αυτό συνήψε με αυτήν διάφορες συμβάσεις για να υλοποιήσει εκκρεμείς εργασίες και να προβεί στην εκκαθάριση της θυγατρικής σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ
Με τη χθεσινή του απόφαση το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα συμβατικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.
Η μεταβίβαση πρέπει επίσης να αφορά οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
Δεν προκύπτει από το γράμμα της οδηγίας ότι η δραστηριότητα αυτή πρέπει να ασκείται για απεριόριστο χρόνο. Η προστασία που παρέχει στους εργαζομένους η οδηγία 2001/23 παύει μόνο στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι ο μεταβιβάζων δεν υπόκειται σε τέτοια διαδικασία και, αφετέρου, ότι η παύση της μεταβιβαζόμενης οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί μελλοντική μόνον προοπτική, στο πλαίσιο της θέσης του διαδόχου υπό εκκαθάριση. Ως εκ τούτου, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, οι εργαζόμενοι τους οποίους αφορά η μεταβίβαση δεν μπορούν να στερηθούν την προστασία που τους παρέχει η οδηγία 2001/23.
Ως προς το θέμα για το εάν η μεταβίβαση αποτελεί αντικείμενο καταστρατήγησης εκ μέρους του μεταβιβάζοντος, του διαδόχου ή και των δύο από κοινού, με σκοπό να υποκρύψουν την αληθινή πρόθεσή τους, δηλαδή στη διευκόλυνση της εκκαθάρισης της μεταβιβασθείσας οντότητας χωρίς αρνητικές οικονομικές συνέπειες για αυτούς, το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το δίκαιο αυτό. Διευκρινίζει δε ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν ο συγκεκριμένος μεταβιβάζων και ο διάδοχος τήρησαν την προαναφερθείσα γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης και μπορούν, συνεπώς, να τύχουν των πλεονεκτημάτων που προβλέπει η οδηγία 2001/23 σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι για να εμπίπτει στην οδηγία 2001/23, η μεταβίβαση πρέπει να παρέχει στον διάδοχο τη δυνατότητα συνέχισης των δραστηριοτήτων ή ορισμένων δραστηριοτήτων του μεταβιβάζοντος επί μονίμου βάσης. Αυτή η απαίτηση άσκησης της δραστηριότητας επί μονίμου βάσης πρέπει να νοείται ως αναφορά σε ένα οργανωμένο σύνολο διαφόρων συντελεστών παραγωγής, ιδίως ενσώματων και άυλων στοιχείων, καθώς και του αναγκαίου προσωπικού.
Η επίμαχη οντότητα πρέπει επίσης να διατηρεί την ταυτότητά της κατόπιν της μεταβίβασης. Κατά το μέτρο που η ταυτότητα της οικονομικής οντότητας συγκροτείται από διάφορα στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι της λειτουργίας ή και, ενδεχομένως, τα μέσα λειτουργίας που διαθέτει, αναγκαία προϋπόθεση της ταυτότητας αυτής είναι, μεταξύ άλλων στοιχείων, η λειτουργική αυτονομία, η οποία πρέπει να διατηρείται μετά τη μεταβίβαση, ενώ δεν είναι αναγκαίο να είναι πλήρης.
Συνεπώς, μια μονάδα παραγωγής μιας εταιρίας η δραστηριότητα της οποίας ασκείτο πριν από τη μεταβίβαση εντός της επιχείρησης αυτής και της οποίας η αυτονομία εντός της επιχειρήσεως ήταν, ως εκ τούτου, περιορισμένη, δεν μπορεί εξ αρχής να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23.
Εντούτοις, μια παραγωγική μονάδα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτελούμενη από τη «διεύθυνση τροχαίου υλικού» της ΕΝΑΕ, μεταβιβάστηκε στην ΕΤΥΕ, θυγατρική της πρώτης, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι η μονάδα αυτή διαθέτει την αυτονομία της μητρικής εταιρίας. Προϋπόθεση για τη διατήρηση της αυτονομίας μιας αποσχισθείσας μονάδας είναι να διαθέτει αυτή, μετά τη μεταβίβαση, επαρκή εχέγγυα που να της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής του συγκεκριμένου τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
Τα εχέγγυα αυτά μπορούν να λάβουν, ειδικότερα, τη μορφή συμφωνιών ή συμβάσεων μεταξύ της μεταβιβασθείσας μονάδας και του εν λόγω τρίτου οι οποίες να ορίζουν τις συγκεκριμένες και δεσμευτικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα παρέχεται πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής του τελευταίου.
Βάσει των παραπάνω το Δικαστήριο καταλήγει ότι:
Η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους.
Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι, αφενός, τηρείται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν επιτρέπει στον μεταβιβάζοντα και στον διάδοχο να επιχειρήσουν δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την οδηγία 2001/23 και ότι, αφετέρου, η επίμαχη παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.