Oπως συχνά συμβαίνει με σύνθετα προβλήματα, η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτά παγιδεύεται μέσα σε απλουστευτικά διλήμματα. Eτσι, το μεταναστευτικό –το σημαντικότερο ζήτημα της Ευρώπης, αυτή τη στιγμή, μαζί με το μέλλον του παραγωγικού της μοντέλου– συνήθως πολώνεται γύρω από δύο εξίσου αδύναμες προσεγγίσεις: από τη μία εκείνη που το αντιμετωπίζει ως «φυσικό φαινόμενο», το οποίο συναντάμε σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, και άρα δεν μπορούμε στην ουσία να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Και από την άλλη, εκείνη που το αντιμετωπίζει ως την ύψιστη «απειλή» για την ευρωπαϊκή και τις επιμέρους εθνικές ταυτότητες, η απάντηση στην οποία πρέπει να είναι το ερμητικό κλείσιμο των συνόρων και η λύση μιας Ευρώπης-φρούριο.
Οι δύο αυτές προσεγγίσεις ταιριάζουν –με διάφορες παραλλαγές, προφανώς– αντίστοιχα, σε μια αριστερή φιλελεύθερη ή αριστερίστικη και σε μια δεξιά λαϊκιστική ή ακροδεξιά θέση. Αμφότερες, όμως, έχουν το ίδιο πρόβλημα: λένε τι θα ήθελαν ιδανικά να συμβεί και όχι τι μπορεί στην πράξη να γίνει, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες της ζωής των ανθρώπων, τόσο των μεταναστών όσο και των αυτόχθονων πληθυσμών.
Είναι προφανές ότι ανάμεσα στην απόλυτη παθητικότητα απέναντι στο φαινόμενο ή σε μια αντίληψη ότι δεν υπάρχουν κρατικά σύνορα, και την απόλυτη εχθροπάθεια απέναντι στον μετανάστη, το κοινό στοιχείο είναι η άρνηση της ουσιαστικής διαχείρισης ενός προβλήματος του οποίου τα αποτελέσματα βλέπουμε ήδη εις βάρος αμφότερων των ομάδων αυτών. Οι μεν μετανάστες βιώνουν ακραίες εμπειρίες όπως της Μόριας, οι δε ντόπιοι πληθυσμοί στρέφονται προς αντιμεταναστευτικά κόμματα όπως του Ορμπαν ή της Λεπέν. Αν συνεπώς έχουν κάποια σημασία βιβλία όπως του D. Murray είναι ότι δεν κρύβουν το πρόβλημα και την πολυπλοκότητά του.
Iσως βέβαια, ο τίτλος του που κάνει λόγο για μια «Ευρώπη που αυτοκτονεί» (ο πρωτότυπος τίτλος είναι «The strange death of Europe»), να το αδικεί στην υπερβολή του. Ο 40χρονος Βρετανός δημοσιογράφος, με σπουδές στην Οξφόρδη, που αρθρογραφεί για τα μεγαλύτερα αγγλόφωνα έντυπα, όπως το Spectator και το The Wall Street Journal, είναι γνωστός για τις νεοσυντηρητικές του απόψεις, έχοντας άλλωστε δημοσιεύσει και σχετικό βιβλίο προς υπεράσπιση του νεοσυντηρητισμού (2005). Είναι επίσης γνωστός για τις τοποθετήσεις του υπέρ του Brexit, ακριβώς λόγω του «κινδύνου» της αθρόας μετανάστευσης. Η ταυτότητα αυτή είναι ήδη ένα βάρος για τον συγγραφέα και προδιαθέτει για μια ιδεολογική προσέγγιση.
Eκτεταμένη έρευνα
Ομως, στο εν λόγω βιβλίο, που είναι προϊόν εκτεταμένης και επιτόπιας έρευνας για το θέμα, δεν μιλά με τον φανατισμό ενός απλού ισλαμοφοβικού. Κυρίως, το βιβλίο μοιάζει να θέλει να αφυπνίσει τις συνειδήσεις γύρω από το πρόβλημα, θεωρώντας ότι τα ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς τις προκλήσεις που τίθενται.
Το προσόν του είναι με άλλα λόγια ότι δεν φοβάται να θίξει και να αναδείξει όλες τις κρίσιμες πτυχές του ζητήματος: τη συσκότισή του μέχρι την περασμένη δεκαετία, καθώς κανείς δεν τολμούσε να παραδεχθεί το πρόβλημα. Την τυραννία τής ενοχής των δυτικών για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας, που τους οδηγούν συχνά ακόμη και σε a priori ανοχή των ακραίων εκδοχών του ισλαμισμού. Την απροθυμία της ανάδειξης των χριστιανικών θεμελίων της ηπείρου, ωσάν αυτά να μην υπήρξαν ποτέ, στο όνομα μιας επίδειξης προοδευτισμού. Την αποτυχία του μοντέλου της πολυπολιτισμικότητας όπως την έχουν παραδεχθεί και φιλομετανάστες πολιτικοί σαν τη Μέρκελ. Την παθητικότητα απέναντι στις διάφορες δυσάρεστες επενέργειες του προβλήματος όπως είναι ότι συντηρητικοποιεί ακόμη περισσότερο τους φοβισμένους Ευρωπαίους, σε έναν διαρκή φαύλο κύκλο. Εντέλει, την αίσθηση ότι πρόκειται για μια χαμένη υπόθεση. Ο ίδιος ο συγγραφέας υποστηρίζει βεβαίως ότι θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα αν εκτός από τον οίκτο προς τους ξεριζωμένους αυτούς ανθρώπους, σκεφτόμασταν και με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, τόσο προς τους μετανάστες που αναζητούν καλύτερη ζωή όσο και προς εκείνους που πρέπει να τους υποδεχθούν και να μοιραστούν μαζί τους πόρους και ευκαιρίες.
Είναι πιθανόν οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές να στείλουν στο ελληνικό Κοινοβούλιο και μια εγχώρια (και πιο ανερμάτιστη) εκδοχή του Β. Ορμπαν. Ας γνωρίζουμε ότι η αντιμετώπιση του ακραίου λόγου της θα απαιτήσει τον συγχρωτισμό συντηρητικών και προοδευτικών εργαλείων κατανόησης. Διότι το θέμα μας δεν είναι ένας αδιέξοδος ιδεολογικός αγώνας προοδευτισμού ή συντηρητισμού, αλλά η εξεύρεση λύσεων σε μια σύνθετη εξίσωση που κανείς δεν έχει βρει ακόμη το κλειδί της. Πώς επιτυγχάνεται, με άλλα λόγια, η κοινή συνύπαρξη με όρους κοινωνικής ειρήνης και ευημερίας για όλες τις πλευρές.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και γραμματέας σύνταξης της «Νέας Εστίας».