Παγιδευμένοι στα τεκμήρια κινδυνεύουν να βρεθούν οι φορολογούμενοι που δηλώνουν περισσότερες δαπάνες στους κωδικούς 049-050 από όσες πρέπει
Παγιδευμένοι στα τεκμήρια κινδυνεύουν να βρεθούν οι φορολογούμενοι που δηλώνουν περισσότερες δαπάνες είτε με ηλεκτρονικές πληρωμές είτε με «χάρτινες» αποδείξεις.
Οι περισσότεροι φορολογούμενοι αναγράφουν στους κωδικούς της φορολογικής δήλωσης 049-050, περισσότερες δαπάνες από εκείνες που απαιτεί το ύψος του εισοδήματός τους, προκειμένου να είναι σίγουροι, ότι δεν θα χάσουν το αφορολόγητο όριο. Το επιπλέον ποσό όμως, θα το βρουν μπροστά τους αργότερα, όταν χρειαστεί να καλύψουν τεκμήρια.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι ελάχιστες δαπάνες που πρέπει να συγκεντρώσει και να δηλώσει κάθε φορολογούμενος είναι:
- 10% του ετήσιου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
- 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ και
- 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ, 15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημά του ξεπερνά τις 100.000 ευρώ.
- Για το τρίτο κλιμάκιο το μέγιστο ποσό αποδείξεων είναι οι 30.000 ευρώ, που σημαίνει ότι το μέγιστο ποσό των αποδείξεων που οφείλει να συγκεντρώσει κάποιος με εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ, είναι οι 34.000 ευρώ.
Όμως οι συγκεκριμένες δαπάνες που δηλώνονται, αφαιρούνται από το εισόδημα του φορολογούμενου, εάν αυτός, χρειαστεί αργότερα, για να καλύψει τεκμήρια, να επικαλεστεί εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών.
Η επίκληση εισοδημάτων προηγουμένων ετών είναι ένας από τους τρόπους (ίσως ο αποτελεσματικότερος) για την κάλυψη τεκμηρίων. Πρόκειται για τη «ανάλωση κεφαλαίου παρελθόντων ετών» με την οποία μπορεί να καλύψει την όποια πρόσθετη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος έχει προκύψει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων, επικαλούμενος εισοδήματα και έσοδα δηλωθέντα ακόμη και πριν από 10, 20, 30 ή και περισσότερα χρόνια, εφόσον βέβαια υπήρχαν.
Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να αθροίσει όλα τα εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, ενοίκια, επιχειρήσεις, τόκους καταθέσεων, μερίσματα, υπεραξίες (π.χ. μετοχών) κ.λπ., τα ποσά των εσόδων από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων ή άλλα εισοδήματα όπως εφάπαξ παροχές ασφαλιστικών ταμείων, κέρδη από λαχεία, δωρεές.
Από το άθροισμα που θα προκύψει, να αφαιρέσει τα ποσά που ελήφθησαν υπόψη στις ίδιες φορολογικές δηλώσεις ως τεκμήρια διαβίωσης (για κατοικίες, Ι.Χ. αυτοκίνητα, πισίνες, σκάφη, υπηρετικό προσωπικό κ.λπ.), καθώς και τα ποσά που δήλωσε στις ίδιες δηλώσεις ότι δαπάνησε για να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, Ι.Χ. αυτοκίνητα, σκάφη, κινητά αντικείμενα μεγάλης αξίας κ.λπ.).
Το ποσό που θα απομείνει είναι το «κεφάλαιο» των προηγούμενων ετών που μπορεί ο φορολογούμενος να επικαλεστεί για να καλύψει τη διαφορά τεκμηρίων.
Η επίκληση των παλαιότερων εισοδημάτων, δεν μπορεί να γίνεται εσαεί, αλλά μέχρι το ποσό που απαιτείται κάθε φορά και εφόσον υπάρχει “απόθεμα”. Δηλαδή ο φορολογούμενος που έχει απόθεμα ύψους 40.000 ευρώ από προηγούμενες φορολογικές δηλώσεις, αν χρησιμοποιήσει για ένα έτος το ποσό των 10.000 ευρώ, για τα επόμενα έτη θα έχει διαθέσιμο ποσό ύψους 30.000 ευρώ, το οποίο σταδιακά θα απομειώνεται.
Πώς εμπλέκονται οι δαπάνες με αποδείξεις
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, αν κάποιος φορολογούμενος δεν έχει τεκμαρτές δαπάνες (αυτοκίνητο, κύρια κατοικία κτλ), η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προσδιορίσει τις δαπάνες του βάσει της κοινωνικής, οικονομικής και οικογενειακής του κατάστασης. Συνεπώς, ο αρμόδιος Έφορος μπορεί από το εισόδημα να αφαιρέσει τις δαπάνες των κωδικών 049-050, κατά τον προσδιορισμό του διαθέσιμου κεφαλαίου του έτους.
Στο πλαίσιο αυτό, μειώνεται το εισόδημα των προηγουμένων ετών το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ως «ανάλωση κεφαλαίου», για να καλύψει το τεκμήριο ενός έτους.
Παράδειγμα
Φορολογούμενος ο οποίος φέτος για το 2018 πρέπει να δηλώσει ελάχιστες δαπάνες με ηλεκτρονικές αγορές ή με χάρτινες αποδείξεις, ύψους 5.000 ευρώ. Επειδή έχει περισσότερες αποδείξεις, δηλώνει ότι πραγματοποίησε δαπάνες για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών ύψους, 7.000 ευρώ, για να είναι «σίγουρος» ότι θα εξασφαλίσει το αφορολόγητο όριο.
Όχι μόνο δεν χρειάζεται, να δηλώσει περισσότερες δαπάνες, αλλά του κάνει και ζημιά. Σε ένα επόμενο έτος όταν χρειαστεί να καλύψει τεκμήρια και να επικαλεστεί εισοδήματα παλαιότερων ετών, από το φορολογικό έτος 2018 (δηλώσεις 2019) θα του αφαιρεθεί το ποσό των 7.000 ευρώ και όχι των 5.000 ευρώ.
Δηλαδή θα έχει 2.000 ευρώ, μικρότερο εισόδημα προκειμένου να καλύψει τεκμήρια και να είχε δηλώσει τις αγορές, θα έχχει 2.000 ευρώ, περισσότερο εισόδημα προκειμένου να καλύψει μελλοντικά τεκμήρια.