Την τροποποίηση του πλαισίου για την τοκοφορία των οφειλών του Δημοσίου, με μείωση του επιτοκίου από 6 σε 3% προβλέπει το άρθρο 45 του Ν. 4607/2019.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου, το (προ)ισχύον νόµιµο επιτόκιο για τις οφειλές του Δηµοσίου, ύψους 6% ετησίως, εκτός του γεγονότος ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σηµερινές δηµοσιονοµικές συνθήκες, λόγω του αµετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρµόζεται στο εκάστοτε χρηµατοοικονοµικό περιβάλλον, µε αποτέλεσµα τη σοβαρή επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισµού λαµβανοµένου υπόψη και του ρυθµού απονοµής δικαιοσύνης.
Με την διάταξη του άρθρου 3 ενοποιείται η έως τώρα υφιστάµενη νοµοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισµού του οφειλόµενου από το Δηµόσιο τόκου (νόµιµου και υπερηµερίας), για τις σχετικές οφειλές αυτού, ανεξάρτητα από την αιτία τους, µε αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηµατοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ηµεροµηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήµατος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόµενων εκατοστιαίων µονάδων ετησίως.
Το προτεινόµενο επιτόκιο, µε τις προβλεπόµενες εξαιρέσεις, κατά το µέρος που αφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηµατοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), δεν µεταβάλλεται, πριν την εκάστοτε σωρευτική µεταβολή του κατά µία (1) εκατοστιαία µονάδα, µε σχετική βάση υπολογισµού του, το επιτόκιο που ισχύει κατά τη δηµοσίευση του παρόντος νόµου.
Το ύψος του προτεινόµενου επιτοκίου, εκτός από την οµοιόµορφη αντιµετώπιση των οφειλών, τίθεται µε αναφορά στο εκάστοτε χρηµατοοικονοµικό περιβάλλον, διασφαλίζει τη σχετική δηµοσιονοµική ισορροπία και, πάντως, εξακολουθεί να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το τρέχον επιτόκιο των προθεσµιακών τραπεζικών καταθέσεων, αλλά και από το αντίστοιχο των τελευταίων ετών.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκυεση, η όποια διαφοροποίηση όσον αφορά στους τόκους οφειλών του Δηµοσίου, σε σχέση µε τα αντίστοιχα για τις οφειλές των ιδιωτών, έχει κριθεί ως συµβατή προς τις διατάξεις των άρθρων του Συντάγµατος 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφιο δ΄, ενώ δεν τίθεται ζήτηµα αντίθεσης προς την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύµβασης αυτής.
Περαιτέρω, όπως και υπό το ισχύον νοµικό πλαίσιο, η τοκοφορία αξιώσεων κατά του Δηµοσίου αρχίζει, µόνο από την επίδοση του εκάστοτε δικογράφου από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονοµικών ή στο όργανο του Δηµοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόµο να γίνεται η επίδοση σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων.
Ειδικές διατάξεις νόµου, οι οποίες προβλέπουν διαφορετικό χρόνο έναρξης τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ οι προτεινόµενες διατάξεις καταλαµβάνουν και τις εκκρεµείς, σε οποιοδήποτε στάδιο και βαθµό (διοικητικό ή δικαστικό, συµπεριλαµβανοµένου και του αναιρετικού σταδίου) κάθε φύσης υποθέσεις, για το µέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις των ιδιωτών για τόκο αναφέρονται, ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο µετά την έναρξη του επόµενου µήνα από τη δηµοσίευση του άρθρου (σημείωση: ο Νόμος δημοσιεύθηκε στις 24/4/2019).
Αναλυτικά το άρθρο 45 του Ν. 4607/2019 αναφέρει:
Άρθρο 45 Τοκοφορία οφειλών του Δημοσίου
1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως.
Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για:
α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170),
β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο,
γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμο ζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου.
Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος.
2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων
Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Δείτε αναλυτικά τον Ν. 4607/2019 και την αιτιολογική του έκθεση.