Καταργείται το αμφιλεγόμενο άρθρο 65 Ν. 4356/2015 για τα σκάνδαλα διαφθοράς με τον Νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 65 Ν. 4356/2015 σχετικά με τη χρήση, υπό προϋποθέσεις, παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων από οικονομικούς εισαγγελείες στα λεγόμενα «σκάνδαλα διαφθοράς», προβλέπει ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας που δημοσιεύθηκε χθες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Υπενθυμίζεται ότι κατά την ψήφισή του στα τέλη του 2015, η εν λόγω διάταξη είχε προκαλέσει αντιδράσεις, με πολλούς φορείς να εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις ή την υποστήριξή τους στη σχετική διάταξη.
H διάταξη του άρθρου 65 Ν. 4356/2015 είχε εισαχθεί στο σχετικό νόμο ως τροπολογία, «προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, η χρήση των οποίων, υπό το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς, θα μπορούσε να εμποδιστεί, με αποτέλεσμα ντον αποκλεισμό διερεύνησης και τιμώρησης πράξεων μεγάλης απαξίας όπως κακουργημάτων μεγάλης φοροδιαφυγής».
Η εν λόγω διάταξη καταργείται με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 586), σύμφωνα όμως με το άρθρο 587, εξακολουθεί να εφαρµόζεται στις εκκρεµείς κατά την έναρξη ισχύος του νέου κώδικα υποθέσεις, στις οποίες έχουν ήδη ενταχθεί τα σχετικά αποδεικτικά µέσα.
Σχετικά με την κατάργηση του εν λόγω άρθρου, η αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ αναφέρει:
«Η αρχή της ηθικής απόδειξης, όπως τυποποιείται ιστορικά στο άρθρο 177 ΚΠΔ, συνιστά κεντρική αρχή που διέπει τη διαχείριση του αποδεικτικού υλικού κατά τον σχηματισμό δικανικής πεποίθησης.
Κατά τούτο παραμένει σε περίοπτη θέση με το ίδιο εν πολλοίς γράμμα και στο ίδιο άρθρο, όπως έχει αποτυπωθεί στην ιστορική διαδρομή του.
Το γράμμα του άρθρου 177 παρ. 1 ΣχΚΠΔ συνυφαίνεται με το γράμμα του άρθρου 139 ΣχΚΠΔ για την αιτιολογία, διαμορφώνοντας ένα αξιακό ζητούμενο και εν ταυτώ μια αξιακή σταθερά στο πλαίσιο της δίκης που συνδέει την πεποίθηση με την αμερόληπτη αιτιολογημένη κρίση ως αποτέλεσμα της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών και της αξιοπιστίας των αποδείξεων.
Στην ίδια κατεύθυνση παραμένει αναλλοίωτο και το γράμμα του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε αυτό με το άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 3674/2008, καθώς θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι η εν προκειμένω διαλαμβανόμενη αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης όσων αποδεικτικών μέσων αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών αποτυπώνει ενεργή δικαιοκρατική αξίωση που δεν πρέπει να νοθευτεί.
Εξ αυτού του λόγου δεν κρίθηκε σκόπιμο, ενόψει και του άρθρου 19 παρ. 3 Σ., να ενσωματωθεί στο πλαίσιο του ΣχΚΠΔ η ρύθμιση του άρθρου 65 ν. 4356/2015, η οποία επιτρέπει στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς τη χρήση υπό προϋποθέσεις αθέμιτων αποδεικτικών μέσων, εφόσον αυτά αφορούν σε πληροφορίες ή στοιχεία προσβάσιμα στους ανωτέρω εισαγγελείς».